Βλέπω πιο πάνω κάμποσα σχόλια να θίγουν το ζήτημα της ανεξαρτησίας των μέσων ενημέρωσης και αναρωτιέμαι μήπως αναζητούμε κι εμείς έναν πιο τερατώδη μύθο από τους μύθους που μας ταΐζουν κάθε τόσο από κάθε μπάντα. Αυτόν της αντικειμενικότητας, που υποκρύπτεται πίσω από τη λέξη "ανεξαρτησία".
Ξανανοίγω το κλασικό ανάγνωσμα
Η Σημειολογία στην Καθημερινή Ζωή, του Ουμπέρτο Έκο, και ξαναδιαβάζω τα οικεία αποσπάσματα -και βλέπω πόσο λίγα πράγματα έχουν αλλάξει από τότε που γράφτηκε. Στην ουσία απολύτως τίποτα: τις περισσότερες φορές αρκεί να αντικαταστήσουμε τη λέξη εφημερίδα ή ραδιόφωνο με τη λέξη τηλεόραση και ίντερνετ, και πάλι όχι πάντα. Κατά βάθος μάλλον μόνο η τελευταία είναι ανύπαρκτη στο βιβλίο, αφού κυκλοφόρησε το 1979.
Και αναρωτιέμαι πόσο άλλαξε, πόσο ωρίμασε ο αναγνώστης/ακροατής/τηλεθεατής/χρήστης όλα αυτά τα χρόνια που υπάρχουν τα μαζικά μέσα επικοινωνίας, πόσο άλλαξαν οι ανάγκες του, πόσο πιο υποψιασμένος έγινε, πόσο πιο εκλεκτικός, πόσο λιγότερο πρόθυμος να καταπιεί αμάσητο ό,τι τον ταΐζουν, πόσο λιγότερο επιρρεπής στο να πιστέψει την "αλήθεια" των "δικών του" και να απορρίψει την "αλήθεια" των "άλλων". Πόσο πιο ενημερωμένος και, εντέλει, πιο "σοφός"...
Είναι έξυπνο να μιλάμε για ανεξαρτησία και αντικειμενικότητα των Μέσων; Έχει κανένα νόημα; Να το συζητήσουμε. Γιατί ποιος από μας δεν ξέρει τι, πάνω κάτω, θ' ακούσει στο δελτίο ειδήσεων του τάδε ραδιοσταθμού και του δείνα καναλιού; Σε ποιον έχουν διαφύγει οι σταθερές του κάθε μέσου (και δεν μιλάω για τις ιδεοληψίες του κάθε βαρεμένου τηλεβιβλιοπώλη, μιλάω για "σοβαρούς" δημοσιογράφους"). Ποιος θα τολμήσει να μη μεταδώσει το καθημερινό μαγκαζίνο δραστηριοτήτων της κυρίας Βαρδινογιάννη; Ποιος θα τολμήσει να μη διαφημίσει το καινούργιο συγγραφικοθεατρικό μεγαλούργημα της κυρίας Κυριακού; Ποιος θα τολμήσει να μη μοιραστεί με τους θεατές του την οικολογική ατζέντα του κυρίου Αλαφούζου; Ποιος θα κάνει την αποκοτιά να περάσει άλλη γραμμή από αυτή της ΚΕ του κόμματος; Και ποιος βαυκαλίζεται πιστεύοντας ότι θα μάθει Την Αλήθεια από ένα πάνελ, όσο αντιπροσωπευτικό κι αν είναι (και -κυρίως- πόσο θα καταφέρει να ακούσει καθαρά έστω και μία φράση μέσα στις φωνασκίες όταν ζεσταίνονται τα πράγματα) απλώς και μόνο επειδή φιλοξενείται σε "δημόσιο" μέσο;
Ξαναδιαβάζω στον Έκο:
Όλα αυτά δεν έχουν καμιά σχέση με την αντικειμενικότητα. Γιατί όταν μιλάμε για αντικειμενικότητα υπονοούμε ότι η είδηση μάς δίνει την εικόνα της πραγματικότητας "έτσι όπως είναι" και ότι η εφημερίδα που είναι γεμάτη ειδήσεις, είναι η σφαιρική εικόνα της πραγματικότητας στο σύνολο της... Όμως, αν εκείνη τη μέρα δημοσίεψε την είδηση (Χ) αλλά αγνόησε την είδηση (Ψ) (και ήταν μοιραίο, γιατί μια εφημερίδα δεν μπορεί να περιλάβει το σύμπαν) η εφημερίδα αντικατόπτρισε τον τρόπο επιλογής, μέσα από το σύμπαν, των πραγμάτων που κατά τη γνώμη των δημοσιογράφων της (!)
"αποτελούν την πραγματικότητα". Αυτό, βέβαια, δεν είναι κακό, είναι ανθρώπινο και λογικό. Αρκεί να μην το κρύβουμε από το κοινό. Ο μύθος της αντικειμενικότητας τού το κρύβει, και καμιά φορά το κρύβει και από το δημοσιογράφο. Απ' αυτή την άποψη, είναι μια εκδήλωση ψευδοϊδεολογίας. Ενάντια σ' αυτή την ιδεολογία πρέπει να αγωνιστεί η δημοσιογραφία αν θέλει να είναι δημοκρατική δημοσιογραφία. Δηλαδή, κατά τη γνώμη μου, το καθήκον του δημοσιογράφου δεν είναι να πείσει τον αναγνώστη ότι αυτός λέει την αλήθεια, αλλά να τον προειδοποιήσει ότι αυτός λέει τη "δική του" αλήθεια. Ότι υπάρχουν όμως κι άλλες".
Μπορεί σε πρώτη ανάγνωση όλ' αυτά να φαίνονται απλούστατα, λογικά, ευνόητα, έως και κοινότοπα. Μπορεί να τα συζητάμε καθημερινά μεταξύ μας και να στηλιτεύουμε τα πιο εξόφθαλμα, γελοία ή εξοργιστικά παραδείγματα καταστρατήγησης της αντικειμενικότητας. Πόσο γελάμε με τους λιβανωτούς που βγάζουν μάτι ή οργιζόμαστε με την τρισάθλια κατάμουτρη προπαγάνδα που κάνει το άσπρο μαύρο και τον βάτραχο πρίγκηπα.
Ας αναλογιστούμε, όμως, πόσο —στην πράξη— την καταστρατηγούμε εμείς οι ίδιοι ως αποδέκτες (ήμουν έτοιμη να γράψω καταναλωτές και δαγκώθηκα) ειδήσεων, δρώντας και αντιδρώντας σύμφωνα με τα δικά μας στερεότυπα. Κι ας κάνουμε καμιά φορά την αυτοκριτική μας αναλαμβάνοντας την ευθύνη για τη διαιώνιση αυτού του μύθου (της αντικειμενικότητας), ως the receiving end αυτού που λέγεται ενημέρωση.
Και τότε, τι πρέπει να κάνουμε; Να μην ακούμε ειδήσεις;
Ξέχωρα που είναι κι αυτή μια επιλογή, ας σκεφτούμε κάτι λιγότερο αναχωρητικό...
Ένα κεφαλαιάκι στο βιβλίο του Έκο έχει τον ωραίο τίτλο
Γίνε Άπιστος Θωμάς.
Κάποτε, σε μια στιγμή αγανάκτησης, είχα πει πως απ' όποια είδηση ακούω θα πετάω αυτομάτως τα μισά και τα υπόλοιπα θα τα παίρνω cum grano salis --συχνά με ολόκληρο τσουβάλι salis. Πράγμα ιδιαίτερα χρήσιμο όταν η πηγή δεν εμπνέει και τόση εμπιστοσύνη.
Το θέμα είναι: πώς ξέρεις ποια μισά να πετάξεις και ποια να καταναλώσεις με επιφύλαξη; Και μάλιστα χωρίς να καταντήσεις ψεκασμένος που βλέπει παντού μόνο εχθρούς, συνωμοσίες και σκοτεινά κέντρα που απεργάζονται νυχθημερόν το χαμό σου; Με δεδομένο ότι η ιδανική περίπτωση που λέγεται Ανεξάρτητο και Αντικειμενικό Μέσο Ενημέρωσης υπάρχει μόνο στα ρόδινα όνειρά σου για μια ιδανική κοινωνία; Και ξέρεις ότι το κάθε μέσο έχει ιδιοκτήτη/ες, ατζέντα, συμφέροντα, διαφημιζόμενους, χορηγούς...με άλλα λόγια είναι αφενός ένα σουπερμάρκετ και αφετέρου ένα απλό όργανο προπαγάνδας, άλλοτε τυλιγμένης σε χρυσόχαρτα, φτερά και πούπουλα και άλλοτε σε ταγέρ και γραβάτες σοβαροφάνειας ή επιμελώς ατημέλητης λεβέντικης θωριάς; Και πως, στην τελική,
νόμος είδηση είναι το
δίκιο συμφέρον του ιδιοκτήτη του;
Μάλλον θα πρέπει τελικά να αποδεχτούμε —και να το πάρουμε απόφαση ότι αποδεχόμαστε— "κάτι σαν αλήθεια". Κάτι σαν είδηση, κάτι σαν γεγονός, κάτι σαν άποψη. Ότι ο καθένας μας
κατά περίσταση και όχι πάντα κατέχει μια φέτα της αλήθειας, άλλος μικρότερη άλλος μεγαλύτερη.
Και μερικοί ούτε ψίχουλο, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα...
Γιατί όπως έλεγε και ένας σοφός άνθρωπος που δεν υπάρχει πια (και η απουσία του είναι αισθητότατη): "Παιδιά, ψυχραιμία, γιατί μπορεί να κάνουμε και λάθος".
Βέβαια, για άλλο λόγο το έλεγε, αλλά...