Η κατάληξη είναι -τζής (με το δικό μας τζ, το σημερινό), και στα τούρκικα, αν δεν απατώμαι, παραμένει πάντοτε αναλλοίωτη ό,τι σύμφωνο κι αν προηγείται. Στα ελληνικά άλλοι είναι πιο ανεκτικοί προς τα δυσπρόφερτα πλην ετυμολογικώς διαφανέστερα μπουζουκτζής, Παοκτζής, Πασοκτζής, άλλοι τα εξομαλύνουν ελαφρώς και τα κάνουν -κτσής (διότι η Ελληνική δεν αγαπά άηχα και ηχηρά σύμφωνα πλάι πλάι), και άλλοι τα εξομαλύνουν περισσότερο και τα κάνουν -ξής (διότι η Ελληνική επιπλέον προτιμά διαρκές+στιγμιαίο ή το αντίστροφο παρά δύο διαρκή ή δύο στιγμιαία). Παλιά θα ήταν θέμα διαλέκτου: οι διάλεκτοι των περιοχών που είχαν μεγαλύτερη επαφή με την τούρκικη γλώσσα θα είχαν υιοθετήσει περισσότερα δάνεια όχι μόνο λεξιλογικά αλλά και φωνολογικά. Σήμερα δεν παίζει μεν κάτι τέτοιο, και πάλι όμως πρόκειται κυρίως για λέξεις εκτός του εντελώς «κανονικού» λεξιλογίου: λίγο λαϊκές / λογοτεχνικές, λίγο προφορικές / αργκό, πάντως κάπως περιθωριακές.
Ο μπαχτσές / μπαξές (και ο μπαχτσεβάνης / μπαξεβάνης) είναι άλλη περίπτωση, γιατί δεν είναι προϊόν συγκόλλησης αλλά ακέραιη λέξη. Εκεί η επιλογή νομίζω ότι είναι κθαρά αισθητική: η ελληνική γλώσσα μπορεί να ανεχτεί το -χτσ-, διότι δεν αντιβαίνει σε κανένα κανόνα, όμως δε συνηθίζεται. Αν επιλέξεις να το διατηρήσεις, και άρα να μείνεις πιο κοντά στο τούρκικο ορίτζιναλ, κάνεις τη σπάνια επιλογή. Αφήνεις λοιπόν να διαφανεί μια τάση για νοσταλγία, οριενταλισμό κλπ.. Αν προτιμήσεις το -ξ- εκφράζεσαι πιο «αχρωμάτιστα», πιο «στάνταρ».