Στο Πόρτσμουθ με ξυπνούσανε κάθε μέρα οι γλάροι. Στέκονταν στο παραθύρι μου και έβλεπαν τα νυσταγμένα μου μούτρα, παραξενεμένοι από την βουβή ησυχία που επικρατούσε από την άλλη πλευρά του τζαμιού, πίσω από έναν κόσμο θολό, γιατί βαριόμουν να καθαρίζω τα τζάμια. Απορημένοι γυρνούσαν τα κεφάλι τους 90 μοίρες, σαν να είχαν στραβολαιμιάσει, προσπαθώντας να χωθούν στα τρισκατάβαθα των ενδοτέρων των σκέψεών μου. Μία φρικτή υποψία περνούσε από τα, μεγέθους καρυδιού, μυαλά τους. Το βλέμμα τους πρόδιδε ότι αντιλαμβάνονταν πως κάτι σάπιο υπήρχε στο βασίλειο της Δανιμαρκίας. Ναι, είχα ξεχάσει, πάλι, να πετάξω τα σκουπίδια. Κι όμως, κάποιος βαθύτερος προβληματισμός καθρεφτιζόταν στα κρυστάλλινα, καθάρια σαν παγωμένη λίμνη, μάτια τους. Μια αδιόρατη μα τόσο φανερή θλίψη, πως η σχέση του ανθρώπου με την φύση είχε μπει σε τέλμα και το μέλλον προβλεπόταν ζοφερό, όσο και απροσπέλασ... συγγνώμη, ποιο ήταν το θέμα του νήματος;