Χθες μια ρεπόρτερ του ANT1, μιλώντας για τη 18χρονη Πακιστανή που ανασύρθηκε ζωντανή από τα ερείπια 17 μέρες μετά, είπε:
"Κάποια στιγμή, άρχισε να έρπεται ανάμεσα στα χαλάσματα..."
Τι λέει το Γκουγκλ; 27.900 ευρήματα για "έρπομαι, έρπεται, έρπονται". (Συγγνώμη, δεν βάζω λινκ της αναζήτησης, επειδή ήδη μου έφαγε όλο το ποστ και τώρα το ξαναγράφω.) Μερικά μάλιστα έχουν πολλή πλάκα:
Τα όμοια δεν έρπονται. Αντιθέτως με τα όμοια, έρπονται τα αντίθετα και μάλιστα πολύ δυνατά.
Μηνάς Κότσογλου: Τα καλύτερα έρπονται.
Βρε, λες να κάνω λάθος; Υπάρχει τύπος *έρπομαι και δεν μου το είπε κανένας; Δεν το είπε κανένας ούτε στο spellchecker του Word, που μου το κοκκινίζει; Δεν το είπε κανένας στο Λεξισκόπιο, που όταν το ρωτάω *έρπομαι, μου απαντάει:
Η λέξη *έρπομαι δε βρέθηκε. Πιθανές εναλλακτικές:
έρπομε, αρπαμοί, αρπαμού, έπομαι, ερημία, ερημιά, έρημοι, έρημου, ερήμου, ηρεμεί, ηρεμία, ήρεμοι, ήρεμου, ώριμοι, ώριμου
Το Lexigram μού λέει επίσης ότι δεν υπάρχει *έρπομαι και με ρωτάει μήπως εννοώ:
τέρπομαι, έρχομαι, εργάζομαι, ντρέπομαι και καμιά εικοσαριά άλλες παρεμφερείς λέξεις.
Τέλος πάντων, αν όντως υπάρχει "έρπομαι", θέλω να μου το πείτε. Να το πείτε και στα λεξικά για να το συμπεριλάβουν και να μη στραβώνουν τον κοσμάκη.
Αν δεν υπάρχει, ας μπει κάποιος να διορθώσει εκείνο το έρμο Wictionary, όπου κάποιος όχι μόνο ισχυρίζεται ότι υπάρχει τύπος *έρπομαι, αλλά το κλίνει κιόλας ως εξής:
Inflection
Present: ἕρπω, ἕρπομαι
Imperfect: εἷρπον, εἱρπόμην
Imperfect: ἧρπον, ἡρπόμην
Future: ἕρψω (Doric only)
Aorist: ἧρπσα, ἡρψάμην
"Κάποια στιγμή, άρχισε να έρπεται ανάμεσα στα χαλάσματα..."
Τι λέει το Γκουγκλ; 27.900 ευρήματα για "έρπομαι, έρπεται, έρπονται". (Συγγνώμη, δεν βάζω λινκ της αναζήτησης, επειδή ήδη μου έφαγε όλο το ποστ και τώρα το ξαναγράφω.) Μερικά μάλιστα έχουν πολλή πλάκα:
Τα όμοια δεν έρπονται. Αντιθέτως με τα όμοια, έρπονται τα αντίθετα και μάλιστα πολύ δυνατά.
Μηνάς Κότσογλου: Τα καλύτερα έρπονται.
Βρε, λες να κάνω λάθος; Υπάρχει τύπος *έρπομαι και δεν μου το είπε κανένας; Δεν το είπε κανένας ούτε στο spellchecker του Word, που μου το κοκκινίζει; Δεν το είπε κανένας στο Λεξισκόπιο, που όταν το ρωτάω *έρπομαι, μου απαντάει:
Η λέξη *έρπομαι δε βρέθηκε. Πιθανές εναλλακτικές:
έρπομε, αρπαμοί, αρπαμού, έπομαι, ερημία, ερημιά, έρημοι, έρημου, ερήμου, ηρεμεί, ηρεμία, ήρεμοι, ήρεμου, ώριμοι, ώριμου
Το Lexigram μού λέει επίσης ότι δεν υπάρχει *έρπομαι και με ρωτάει μήπως εννοώ:
τέρπομαι, έρχομαι, εργάζομαι, ντρέπομαι και καμιά εικοσαριά άλλες παρεμφερείς λέξεις.
Τέλος πάντων, αν όντως υπάρχει "έρπομαι", θέλω να μου το πείτε. Να το πείτε και στα λεξικά για να το συμπεριλάβουν και να μη στραβώνουν τον κοσμάκη.
Αν δεν υπάρχει, ας μπει κάποιος να διορθώσει εκείνο το έρμο Wictionary, όπου κάποιος όχι μόνο ισχυρίζεται ότι υπάρχει τύπος *έρπομαι, αλλά το κλίνει κιόλας ως εξής:
Inflection
Present: ἕρπω, ἕρπομαι
Imperfect: εἷρπον, εἱρπόμην
Imperfect: ἧρπον, ἡρπόμην
Future: ἕρψω (Doric only)
Aorist: ἧρπσα, ἡρψάμην