Από το αρχαίο λείος, το επίθετο λειανός (και λιανός) στο μεσαίωνα είναι ο λεπτός, ο στενόμακρος, και λειανά ήταν τα μικρόσωμα ζώα, τα αιγοπρόβατα.
http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/search.html?lq=λειανός&sin=all
Στη δημοτική η ορθογραφία έχει απλοποιηθεί σε λιανός κτλ. (αν και το ΛΝΕΓ θα προτιμούσε να γράφουμε λειανίζω, λειανεμπόριο, λειανοτράγουδα — μη και μας λείψει η σχέση με το λείο).
Έχουμε και λέμε:
λιανός (λεπτός) = thin, slender, lean
τα λιανά (ψιλά, κέρματα) = small change
να σας τα κάνω λιανά (εξηγώ) = let me spell it out for you; let me put it in plain terms
λιανίζω = chop up, cut into small pieces || λιανίζω (στο ξύλο) beat up, beat (someone) black and blue, beat to a pulp | (κατατροπώνω) beat the hell out of (e.g. another team), make mincemeat of (an opponent)
λιανικός = retail (e.g. retail price, retail outlets, we only sell retail)
λιανεμπόριο, λιανοπούλι = retail trade
λιανέμπορος, λιανοπουλητής = retailer, retail trader
λιανοκέρι = taper, thin candle || (fig.) gaunt figure
λιανοκλάδι = thin branch
λιανοντούφεκο = light rifle
λιανοτράγουδο = (folk) couplet (Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας, Eighteen Short Songs of the Bitter Motherland (Yannis Ritsos))
λιανώματα (τα) = small bits and pieces, shreds | (κέρματα) small change | (αιγοπρόβατα) sheep and goats
Στον χτεσινό Μπουκάλα, για την πιθανότητα να αποσυρθεί από την κυκλοφορία το πεντακοσάευρο:
Θα τους χρωστούσαμε, πάντως, πενταπλή χάρη αν επί τη ευκαιρία αποφάσιζαν να δώσουν στην κυκλοφορία χάρτινα μονόευρα ή έστω δίευρα. Μήπως ξαναγίνει υλική η σχέση μας μαζί τους και αρχίσουμε να τα λογαριάζουμε σαν κάτι σπουδαιότερο από λιανώματα.
http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/search.html?lq=λειανός&sin=all
Στη δημοτική η ορθογραφία έχει απλοποιηθεί σε λιανός κτλ. (αν και το ΛΝΕΓ θα προτιμούσε να γράφουμε λειανίζω, λειανεμπόριο, λειανοτράγουδα — μη και μας λείψει η σχέση με το λείο).
Έχουμε και λέμε:
λιανός (λεπτός) = thin, slender, lean
τα λιανά (ψιλά, κέρματα) = small change
να σας τα κάνω λιανά (εξηγώ) = let me spell it out for you; let me put it in plain terms
λιανίζω = chop up, cut into small pieces || λιανίζω (στο ξύλο) beat up, beat (someone) black and blue, beat to a pulp | (κατατροπώνω) beat the hell out of (e.g. another team), make mincemeat of (an opponent)
λιανικός = retail (e.g. retail price, retail outlets, we only sell retail)
λιανεμπόριο, λιανοπούλι = retail trade
λιανέμπορος, λιανοπουλητής = retailer, retail trader
λιανοκέρι = taper, thin candle || (fig.) gaunt figure
λιανοκλάδι = thin branch
λιανοντούφεκο = light rifle
λιανοτράγουδο = (folk) couplet (Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας, Eighteen Short Songs of the Bitter Motherland (Yannis Ritsos))
λιανώματα (τα) = small bits and pieces, shreds | (κέρματα) small change | (αιγοπρόβατα) sheep and goats
Στον χτεσινό Μπουκάλα, για την πιθανότητα να αποσυρθεί από την κυκλοφορία το πεντακοσάευρο:
Θα τους χρωστούσαμε, πάντως, πενταπλή χάρη αν επί τη ευκαιρία αποφάσιζαν να δώσουν στην κυκλοφορία χάρτινα μονόευρα ή έστω δίευρα. Μήπως ξαναγίνει υλική η σχέση μας μαζί τους και αρχίσουμε να τα λογαριάζουμε σαν κάτι σπουδαιότερο από λιανώματα.