metafrasi banner

This is not a cameo appearance. Or is it?

bernardina

Moderator
Την αφορμή μού την έδωσε το σημερινό θέμα του Σαραντάκου, και συγκεκριμένα η συζήτηση για τους κομπάρσους.

Στην αργκό του κινηματογράφου, cameo ονομάζεται το φευγαλέο πέρασμα ενός προσώπου από την οθόνη, συνήθως ενός γνωστού ηθοποιού ή ακόμα και του σκηνοθέτη. Όπως λέει εδώ, το καμέο δεν περιορίζεται μόνο στον κινηματογράφο:

A cameo role or cameo appearance (/ˈkæmioʊ/; often shortened to just cameo) is a brief appearance of a known person in a work of the performing arts, such as plays, films, video games, toys, books, computer games, stories or television, typically unnamed or appearing as themselves. These roles are generally small, many of them non-speaking ones, and are commonly either appearances in a work in which they hold some special significance (such as actors from an original movie appearing in its remake), or renowned people making uncredited appearances. Short appearances by celebrities, film directors, politicians, athletes or musicians are common. A crew member of the show or movie playing a minor role can be referred to as a cameo as well.

Η λέξη προέρχεται από τα γνωστά ανάγλυφα κοσμήματα, σαν αυτό



που στα ελληνικά το βρίσκουμε στο θηλυκό γένος: η καμέα. Αν ακολουθήσουμε την ετυμολογία της, [λόγ. < μσνλατ. camaea (ενν. pietra)· ιταλ. cameo] μου φαίνεται και πιο σωστή από το ουδέτερο καμέο.

Ωστόσο, εδώ φαίνεται πως η ετυμολογία της λέξης είναι μάλλον αβέβαιη.


Λίγη ιστορία; ;)

Επίσης εδώ βρίσκουμε και τη σημασία a short descriptive literary sketch which neatly encapsulates someone or something:
cameos of street life


Με άλλα λόγια, καμέο ή καμέα είναι κάτι μικρό, σύντομο, αλλά ανάγλυφο, που ξεχωρίζει από το υπόλοιπο φόντο.

Κι επειδή οι πασίγνωστες καμέο εμφανίσεις του Χίτσκοκ τριγυρίζουν κάπου μέσα στη Λέξι, λέω εδώ να βάλω κάτι διαφορετικό . Να, κάτι σαν αυτό:


Και να κάνουμε ένα κουίζ· πόσες φάτσες απ' αυτές που ξεπροβάλλουν από το παράθυρο αναγνωρίζουμε. Εεεπ! Μην κλέβετε, σας βλέπω! :devil:
 

nickel

Administrator
Staff member
Σκόρπια:

Χρησιμοποιώ πάντα το θηλυκό (για το κόσμημα) και το κλίνω. Το ΛΝΕΓ δίνει και τη γενική του πληθυντικού: των καμεών.

Δεν είναι το ίδιο με τον δακτυλιόλιθο (ring stone), με τον οποίο την μπέρδευαν τα παλιότερα βιβλία.

Νομίζω ότι δεν χρησιμοποιώ τον αγγλικό όρο για την εμφάνιση — προτιμώ το γρήγορο πέρασμα, μου αρέσει και το φευγαλέο πέρασμα που ανέφερες.

Το βιντεάκι του Μπάτμαν μού θύμισε ότι δεν παρακολούθησα σχεδόν ποτέ τηλεοπτική εκπομπή του είδους. Δυστυχώς, έβρισκα βαρετό και τον Dr Who…

Από τους φιλοξενούμενους αναγνώρισα τους τρεις που θα αναγνώρισαν όλοι, αλλά από τη φυλλάδα με τις λύσεις έμαθα ότι ο Κάτο / Κέιτο ήταν ο Μπρους Λι!

Ενδιαφέρουσα η εικασία για προέλευση της καμέας από chamae phaeus < χαμαί + φαιός:
un étymon latin *chamaephaeus (lapis) (« pierre précieuse à fond sombre »), composé de chamae- (grec χαμαί « à terre, au sol » → voir cama) et phaeus (grec φαιός « gris, sombre »), proposé pour « coller » avec les formes hispaniques en -f-, manque de fondement. [=είναι αβάσιμη]
http://fr.wiktionary.org/wiki/camaïeu
 

daeman

Administrator
Staff member
...
Επίσης εδώ βρίσκουμε και τη σημασία a short descriptive literary sketch which neatly encapsulates someone or something:
cameos of street life

...

Επειδή σήμερα μόνο για σύντομα περάσματα είμαι, γι' αυτό εδώ: χαρακτηριστική εικόνα / σύντομη περιγραφή / αποτύπωση.

Σχετικοάσχετο ομόρριζο νήμα: camaieu = καμαγιέ, μονοχρωμία, έργο ή αντικείμενο μονοχρωματικών τόνων.

Tο Merriam-Webster μάλιστα γράφει ότι το camaieu δεν είναι απλώς ομόρριζο, αλλά και παρωχημένo συνώνυμο του cameo:

ca·ma·ïeu noun \kȧmȧyœ̅\ : 1 obs : cameo, 2 : monochrome 1
Origin of CAMAÏEU, MF; akin to It cammeo — more at cameo


cameo noun \ˈka-mē-ˌō\ :
1. a : a gem carved in relief; especially : a small piece of sculpture on a stone or shell cut in relief in one layer with another contrasting layer serving as background. b : a small medallion with a profiled head in relief
2. a carving or sculpture made in the manner of a cameo
3. a usually brief literary or filmic piece that brings into delicate or sharp relief the character of a person, place, or event
4. a small theatrical role usually performed by a well-known actor and often limited to a single scene; broadly : a brief appearance or role
— cameo adjective
— cameo transitive verb
Origin of CAMEO: Middle English camew, from Middle French camau, kamaheu, First Known Use: 15th century

και η Wikipedia:
This French word [camaïeu] once was synonymous with cameo, but its meaning became restricted in the early eighteenth century.
 
Top