Costas
¥
ΛΚΝ:
κρεμαστάρι το [kremastári] Ο44 : 1. κρεμάστρα1. 2. εξάρτημα από το οποίο κρεμιέται ένα αντικείμενο. || η θηλιά από την οποία κρεμιούνται τα ρούχα στην κρεμάστρα. 3. (παρωχ.) στα παλιά αγροτικά σπίτια, καρποί που τους κρεμούσαν από το ταβάνι, στην ΠAΡ Όσα δε φτάνει η αλεπού* τα κάνει κρεμαστάρια.
[μσν. κρεμαστάριον (μαρτυρείται στη σημ.: `καντηλέρι΄) < κρεμαστ(ός) -άριον > -άρι]
ΛΝΕΓ:
κρεμαστάρι: (λαϊκ.) 1. οτιδήποτε κρεμιέται (κυρ. στο ανθρώπινο σώμα, όπως τα σκουλαρίκια, τα βραχιόλια κλπ.) 2. η κρεμάστρα· ΦΡ (παροιμ.) όσα δεν φτάνει η αλεπού, τα κάνει κρεμαστάρια βλ. λ. αλεπού 3. καρπός που κρεμιέται (από το ταβάνι), για να συντηρηθεί ή να ωριμάσει 4. (σκωπτ.-μειωτ.) για πεσμένο γυναικείο στήθος. (υποκ.) κρεμασταράκι (το).
(ΕΤΥΜ. <μεσν. κρεμαστάριον "καντηλέρι" [κλπ.])
Δηλ. τη σημασία 1 του ΛΝΕΓ το ΛΚΝ δεν την έχει καθόλου. Εγώ πάντως την αναγνωρίζω αυτή τη σημασία (αφορμή μού έδωσε η λέξη "περίαπτον" = φυλαχτό κρεμαστάρι), άρα θεωρώ ότι δίκιο έχει το ΛΝΕΓ.
Ενδιαφέρον επίσης έχει η σύνδεση της παροιμιώδους έκφρασης "όσα δεν πιάνει η αλεπού..." με διαφορετική σημασία της λέξης κρεμαστάρι, από το ένα λεξικό στο άλλο: στο μεν ΛΚΝ με τους καρπούς που κρέμονται από το ταβάνι, στο δε ΛΝΕΓ από την κρεμάστρα. Ομολογώ ότι και στη μία περίπτωση και στην άλλη η λογική της έκφρασης μου διαφεύγει, εκτός κι αν σημαίνει πως ό,τι δεν μπορεί η αλεπού να φτάσει για να το φάει, το κρίνει κατάλληλο για να το κρεμάσει από το ταβάνι (κατά ΛΚΝ)· μολονότι η ιστορία δεν λέει αυτό, αλλά πως ό,τι δεν μπορεί η αλεπού να φτάσει το βγάζει ακατάλληλο, σκάρτο, μη φαγώσιμο.
κρεμαστάρι το [kremastári] Ο44 : 1. κρεμάστρα1. 2. εξάρτημα από το οποίο κρεμιέται ένα αντικείμενο. || η θηλιά από την οποία κρεμιούνται τα ρούχα στην κρεμάστρα. 3. (παρωχ.) στα παλιά αγροτικά σπίτια, καρποί που τους κρεμούσαν από το ταβάνι, στην ΠAΡ Όσα δε φτάνει η αλεπού* τα κάνει κρεμαστάρια.
[μσν. κρεμαστάριον (μαρτυρείται στη σημ.: `καντηλέρι΄) < κρεμαστ(ός) -άριον > -άρι]
ΛΝΕΓ:
κρεμαστάρι: (λαϊκ.) 1. οτιδήποτε κρεμιέται (κυρ. στο ανθρώπινο σώμα, όπως τα σκουλαρίκια, τα βραχιόλια κλπ.) 2. η κρεμάστρα· ΦΡ (παροιμ.) όσα δεν φτάνει η αλεπού, τα κάνει κρεμαστάρια βλ. λ. αλεπού 3. καρπός που κρεμιέται (από το ταβάνι), για να συντηρηθεί ή να ωριμάσει 4. (σκωπτ.-μειωτ.) για πεσμένο γυναικείο στήθος. (υποκ.) κρεμασταράκι (το).
(ΕΤΥΜ. <μεσν. κρεμαστάριον "καντηλέρι" [κλπ.])
Δηλ. τη σημασία 1 του ΛΝΕΓ το ΛΚΝ δεν την έχει καθόλου. Εγώ πάντως την αναγνωρίζω αυτή τη σημασία (αφορμή μού έδωσε η λέξη "περίαπτον" = φυλαχτό κρεμαστάρι), άρα θεωρώ ότι δίκιο έχει το ΛΝΕΓ.
Ενδιαφέρον επίσης έχει η σύνδεση της παροιμιώδους έκφρασης "όσα δεν πιάνει η αλεπού..." με διαφορετική σημασία της λέξης κρεμαστάρι, από το ένα λεξικό στο άλλο: στο μεν ΛΚΝ με τους καρπούς που κρέμονται από το ταβάνι, στο δε ΛΝΕΓ από την κρεμάστρα. Ομολογώ ότι και στη μία περίπτωση και στην άλλη η λογική της έκφρασης μου διαφεύγει, εκτός κι αν σημαίνει πως ό,τι δεν μπορεί η αλεπού να φτάσει για να το φάει, το κρίνει κατάλληλο για να το κρεμάσει από το ταβάνι (κατά ΛΚΝ)· μολονότι η ιστορία δεν λέει αυτό, αλλά πως ό,τι δεν μπορεί η αλεπού να φτάσει το βγάζει ακατάλληλο, σκάρτο, μη φαγώσιμο.