Την ελληνική λέξη αμφίσκορος την έμαθα σήμερα από το απολαυστικό σημείωμα του Παντελή Μπουκάλα, Το αντιγράφω από εδώ: http://www.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathpolitics_1_07/04/2013_492314
Το «αμφίσκορο» παιχνίδι των γλωσσών
Του Παντελή Μπουκάλα
Ανάπτυξη με ξένες επενδύσεις λέει το κυβερνητικό σχέδιο. Αλλά μάλλον για όνειρο πρόκειται, γιατί τα ίχνη σχεδιασμού είναι πολύ λιγότερα και από τα ίχνη μικροβιακής ζωής στον μακρινό Πλούτωνα, μια και η ΝΑΣΑ αναγνωρίζει πλέον ότι ο πιο κοντινός μας Αρης ήταν μια φορά κι έναν καιρό κατάλληλος για τη φιλοξενία μικροζωής. Επειδή, όμως, οι εκπλήξεις ποτέ δεν έπαψαν να νοστιμεύουν τη ζωή, μια τυχαία περιήγηση στο Ιντερνετ, από εκείνες όπου για αλλού ξεκινάς και αλλού καταλήγεις, με έφερε πάνω σε μια καινούργια λέξη της ελληνικής γλώσσας που έχει πράγματι τα γνωρίσματα της «ανάπτυξης με ξένη επένδυση», αφού δημιουργήθηκε με τη συμβολή και (άυλων) ξένων κεφαλαίων. Αν, βέβαια, είχα τη συνήθεια να διαβάζω μία από τις αρκετές εβδομαδιαίες εφημερίδες στοιχήματος ή τις περί στοιχήματος στήλες σχεδόν όλων των ημερήσιων φύλλων (εννοώ και των πολιτικών, όχι μόνο των αθλητικών) ή αν σύχναζα σε προπατζίδικα προς αναζήτηση του χαμένου πλούτου, θα την είχα μάθει πολλούς μήνες πριν τη νεότευκτη λέξη, ίσως και χρόνια. Αλλά κάθε πράγμα στον καιρό του. Και οι λέξεις επίσης. Οπως καλή ώρα η λέξη «αμφίσκορο».
Ποιος είναι ο εφευρέτης-πλάστης της συγκεκριμένης λέξης κι αν έχει κατοχυρώσει την πατέντα του δεν το ξέρω. Ισως κάποιος Στέφανος Κουμανούδης του μέλλοντος, υπομονετικός όσο και ο λόγιος του 19ου αιώνα (αν όχι περισσότερο, γιατί πλέον το προς έρευνα και αποδελτίωση γλωσσικό πεδίο είναι τεράστιο), αναζητήσει κάποια στιγμή την πατρότητά της. Το νόημά της, πάντως, προκύπτει μάλλον εύκολα εκ των συμφραζομένων, τα διαδικτυακά δείγματα άλλωστε είναι πολλά. Αμφίσκορο, λοιπόν, θεωρείται το ποδοσφαιρικό παιχνίδι στο οποίο ο παίχτης ποντάρει ότι θα σκοράρουν και οι δύο ανταγωνιζόμενες ομάδες («και οι δύο ομάδες έχουν θεματάκια στην άμυνα και έτσι το αμφίσκορο αποκτά καλές πιθανότητες» λέει π.χ. ένας χρήστης). Εχουμε δηλαδή μια λέξη-όρο η οποία τηρεί τους κανόνες σύνθεσης που διέπουν την ελληνική γλώσσα, λέει αυτά που έχει να πει με οικονομία στις συλλαβές της, καλύπτει ένα κενό, τουλάχιστον της γλώσσας του ποδοσφαίρου ή των παιχνιδιών όπου και κάποια γνώση χρειάζεται και αρκετή τύχη, οι δε χρήστες της συνεννοούνται πάραυτα και άνευ απωλειών νοήματος. Επιπλέον, κάθε άλλο παρά εύκολο είναι να αντικατασταθεί από κάποια άλλη· το ίδιο πράμα μόνο περιφραστικά θα μπορούσε να ειπωθεί, αφού το «δίτερμα» λ.χ. έχει εντελώς διαφορετική σημασία. Εν ολίγοις, το άρρητο γλωσσικό συμβόλαιο ικανοποιείται πλήρως. Γενικότερα, άλλωστε, το αθλητικό ιδίωμα μπορεί να έχει τις υπερβολές του (με ασυναγώνιστο το θρυλικό «αυτοί δεν ήταν θεοί, ήταν ημίθεοι»), έχει όμως και τις ωραίες και έξυπνες λύσεις του.
Η λέξη «αμφίσκορο», λοιπόν, έρχεται να αποτελέσει ένα από τα νεότερα μέλη μιας αρκετά μεγάλης οικογένειας λέξεων, οι περισσότερες αρχαιότατης καταγωγής, με πρώτο τους συνθετικό την πρόθεση «αμφί» - και, αντίθετα με τις προθέσεις των πολιτικών, οι προθέσεις της γραμματικής είναι μια ευλογία για τη γλώσσα που τις διαθέτει. Κάνει παιχνίδι με αυτές, ποντάροντας συνεχώς σε καινούργιες σημασίες. Εχουμε και λέμε: αμφίβιος, αμφίβολος, αμφίγλωσσος, αμφίγνωμος, αμφιδέξιος, αμφιθαλής, αμφιθεατρικός, αμφίλογος, αμφιλοχία, αμφίπλευρος, αμφίσπορος - τελειωμό δεν έχουν. Ανάμεσά τους, βέβαια, είναι και κάποια που τα ξεχάσαμε με τον καιρό, πιθανόν επειδή χάθηκε ή ξεχάστηκε το πράγμα ή η πρακτική που κατονόμαζαν κι ήρθαν νέα στη θέση τους, με τη δική τους ονομασία. Αλλά η ζωή μιας γλώσσας οδεύει μέσα από μικρούς καθημερινούς θανάτους, αν και αυτό το αρνούνται οι μονιμάδες των γλωσσικών μοιρολογιών, ορισμένοι εκ των οποίων γράφουν μια χαρά ελληνικά, για να πουν ωστόσο πως «η ελληνική γλώσσα πέθανε».
Για παράδειγμα, από τον καιρό που οι ψαράδες μας, ποιος ξέρει πότε, έπαψαν να λένε «αμφίβολο» το μικρό δίχτυ της μαστορικής τους κι άρχισαν να το λένε αθίβολο, πεζόβολο ή όπως αλλιώς, πάψαμε και να αποκαλούμε αμφιβολείς όσους ψαρεύουν με τον συγκεκριμένο τρόπο - αλλά δεν είναι βέβαια αυτός ο λόγος που η ελληνική αλιεία περνάει κρίση. Ενδιαφέρον έχει και το ομογάλακτο λήμμα «άμφιππος», «ο ησκημένος εις το μεταπηδάν από ίππου εις έτερον και ούτως άνευ εφιππίου και χαλινού ιππεύων» σύμφωνα με το Λεξικό Δημητράκου. Σαν να λέμε, άμφιπποι είναι οι Ινδιάνοι, όπως τουλάχιστον τους βλέπουμε σε ταινίες γουέστερν να πετάνε από το ένα ξεσέλωτο άλογο στο άλλο. Μόνο που δυστυχώς στα πετρογλυφικά που βρέθηκαν τάχα στη Βόρεια Αμερική και αποδεικνύουν, τάχα στο τετράγωνο, ότι εκτός όλων των υπόλοιπων φυλών, όπου γης, Ελληνες είναι και οι Ινδιάνοι Τσερόκι, απόγονοι λέει θαλασσοπόρων που έφτασαν στο Οχάιο το 100 π.Χ. (μάρτυς μου οι ειδικοί τόποι του Διαδικτύου και οι εκεί εφημερεύοντες ελληνοδίφες), δεν βρέθηκε γραμμένη η λέξη «άμφιππος», για να ’χουμε να λέμε.
Φοβάμαι, ωστόσο, πως οι ληξίαρχοι της γλώσσας θα κρίνουν απαράδεκτη και ανεπιθύμητη τη λέξη «αμφίσκορο», με το επιχείρημα ότι τυγχάνει προϊόν μοργανατικού γάμου. Συζεύχθηκε παναπεί η γαλαζοαίματη λέξη «αμφί» με την ταπεινή ξενόφερτη λέξη «σκορ», με νόθα αποτελέσματα. Να τους πείσουμε ότι το «σκορ» των Αγγλων και των αθλημάτων έχει ηχητικό έστω προπάππο του το λίαν δυσαρέστου οσμής αρχαιοελληνικό «σκωρ» (μόνο στις νοσοκομειακές σκωραμίδες διασώζεται), με την ακόμα πιο δύσοσμη γενική του, δεν φαίνεται πιθανό. Πρόκειται, άλλωστε, για ανθρώπους απολύτως βέβαιους πως υπάρχουν λέξεις ευγενείς και ιερές, οι δικές μας, και λέξεις χυδαίες, όλες οι άλλες όλων των άλλων. Ας πάρουμε, λοιπόν, άλλο δρόμο. Κι ας αναρωτηθούμε: Η λέξη «πολύ (μ)πριζο», επί παραδείγματι, είναι ελληνική, μη ελληνική, μισαδάκι ή κακόγουστο υβρίδιο; Ελληνικότατη είναι. Είναι όμως και αυτή αποκύημα μοργανατικού γάμου, ανάμεσα στο ευγενές υποτίθεται «πολύ» και στην ταπεινής γαλλικής προελεύσεως « (μ)πρίζα»; Είναι. Και λοιπόν; Είναι ωραίο πράμα η τσιπουροποσία; Είναι. Ιδίως η έμμετρη, με παρέα και μετά μουσικής. Ε, πειράζει που η μεν «πόσις» είναι δική μας, το «τσίπουρο» όμως, όπως (μόνο) τα λεξικά θυμούνται και καταγράφουν, μάλλον είναι τουρκοταταρικό; Και θα βρεθείς ή όχι σε μπελά αν μπεις στην κακή σκέψη να πεις στον ημινόμιμο παραγωγό-προμηθευτή σου ότι οφείλει να ελέγξει την ελληνικότητα των ριζών του; Τέλος, έπαψαν ποτέ τα δημοτικά τραγούδια να είναι τεκμήρια βαθιάς ελληνικότητας ενώ έχουν ποικίλες ξένες λέξεις στον οργανισμό τους;
Το «αμφίσκορο» παιχνίδι των γλωσσών
Του Παντελή Μπουκάλα
Ανάπτυξη με ξένες επενδύσεις λέει το κυβερνητικό σχέδιο. Αλλά μάλλον για όνειρο πρόκειται, γιατί τα ίχνη σχεδιασμού είναι πολύ λιγότερα και από τα ίχνη μικροβιακής ζωής στον μακρινό Πλούτωνα, μια και η ΝΑΣΑ αναγνωρίζει πλέον ότι ο πιο κοντινός μας Αρης ήταν μια φορά κι έναν καιρό κατάλληλος για τη φιλοξενία μικροζωής. Επειδή, όμως, οι εκπλήξεις ποτέ δεν έπαψαν να νοστιμεύουν τη ζωή, μια τυχαία περιήγηση στο Ιντερνετ, από εκείνες όπου για αλλού ξεκινάς και αλλού καταλήγεις, με έφερε πάνω σε μια καινούργια λέξη της ελληνικής γλώσσας που έχει πράγματι τα γνωρίσματα της «ανάπτυξης με ξένη επένδυση», αφού δημιουργήθηκε με τη συμβολή και (άυλων) ξένων κεφαλαίων. Αν, βέβαια, είχα τη συνήθεια να διαβάζω μία από τις αρκετές εβδομαδιαίες εφημερίδες στοιχήματος ή τις περί στοιχήματος στήλες σχεδόν όλων των ημερήσιων φύλλων (εννοώ και των πολιτικών, όχι μόνο των αθλητικών) ή αν σύχναζα σε προπατζίδικα προς αναζήτηση του χαμένου πλούτου, θα την είχα μάθει πολλούς μήνες πριν τη νεότευκτη λέξη, ίσως και χρόνια. Αλλά κάθε πράγμα στον καιρό του. Και οι λέξεις επίσης. Οπως καλή ώρα η λέξη «αμφίσκορο».
Ποιος είναι ο εφευρέτης-πλάστης της συγκεκριμένης λέξης κι αν έχει κατοχυρώσει την πατέντα του δεν το ξέρω. Ισως κάποιος Στέφανος Κουμανούδης του μέλλοντος, υπομονετικός όσο και ο λόγιος του 19ου αιώνα (αν όχι περισσότερο, γιατί πλέον το προς έρευνα και αποδελτίωση γλωσσικό πεδίο είναι τεράστιο), αναζητήσει κάποια στιγμή την πατρότητά της. Το νόημά της, πάντως, προκύπτει μάλλον εύκολα εκ των συμφραζομένων, τα διαδικτυακά δείγματα άλλωστε είναι πολλά. Αμφίσκορο, λοιπόν, θεωρείται το ποδοσφαιρικό παιχνίδι στο οποίο ο παίχτης ποντάρει ότι θα σκοράρουν και οι δύο ανταγωνιζόμενες ομάδες («και οι δύο ομάδες έχουν θεματάκια στην άμυνα και έτσι το αμφίσκορο αποκτά καλές πιθανότητες» λέει π.χ. ένας χρήστης). Εχουμε δηλαδή μια λέξη-όρο η οποία τηρεί τους κανόνες σύνθεσης που διέπουν την ελληνική γλώσσα, λέει αυτά που έχει να πει με οικονομία στις συλλαβές της, καλύπτει ένα κενό, τουλάχιστον της γλώσσας του ποδοσφαίρου ή των παιχνιδιών όπου και κάποια γνώση χρειάζεται και αρκετή τύχη, οι δε χρήστες της συνεννοούνται πάραυτα και άνευ απωλειών νοήματος. Επιπλέον, κάθε άλλο παρά εύκολο είναι να αντικατασταθεί από κάποια άλλη· το ίδιο πράμα μόνο περιφραστικά θα μπορούσε να ειπωθεί, αφού το «δίτερμα» λ.χ. έχει εντελώς διαφορετική σημασία. Εν ολίγοις, το άρρητο γλωσσικό συμβόλαιο ικανοποιείται πλήρως. Γενικότερα, άλλωστε, το αθλητικό ιδίωμα μπορεί να έχει τις υπερβολές του (με ασυναγώνιστο το θρυλικό «αυτοί δεν ήταν θεοί, ήταν ημίθεοι»), έχει όμως και τις ωραίες και έξυπνες λύσεις του.
Η λέξη «αμφίσκορο», λοιπόν, έρχεται να αποτελέσει ένα από τα νεότερα μέλη μιας αρκετά μεγάλης οικογένειας λέξεων, οι περισσότερες αρχαιότατης καταγωγής, με πρώτο τους συνθετικό την πρόθεση «αμφί» - και, αντίθετα με τις προθέσεις των πολιτικών, οι προθέσεις της γραμματικής είναι μια ευλογία για τη γλώσσα που τις διαθέτει. Κάνει παιχνίδι με αυτές, ποντάροντας συνεχώς σε καινούργιες σημασίες. Εχουμε και λέμε: αμφίβιος, αμφίβολος, αμφίγλωσσος, αμφίγνωμος, αμφιδέξιος, αμφιθαλής, αμφιθεατρικός, αμφίλογος, αμφιλοχία, αμφίπλευρος, αμφίσπορος - τελειωμό δεν έχουν. Ανάμεσά τους, βέβαια, είναι και κάποια που τα ξεχάσαμε με τον καιρό, πιθανόν επειδή χάθηκε ή ξεχάστηκε το πράγμα ή η πρακτική που κατονόμαζαν κι ήρθαν νέα στη θέση τους, με τη δική τους ονομασία. Αλλά η ζωή μιας γλώσσας οδεύει μέσα από μικρούς καθημερινούς θανάτους, αν και αυτό το αρνούνται οι μονιμάδες των γλωσσικών μοιρολογιών, ορισμένοι εκ των οποίων γράφουν μια χαρά ελληνικά, για να πουν ωστόσο πως «η ελληνική γλώσσα πέθανε».
Για παράδειγμα, από τον καιρό που οι ψαράδες μας, ποιος ξέρει πότε, έπαψαν να λένε «αμφίβολο» το μικρό δίχτυ της μαστορικής τους κι άρχισαν να το λένε αθίβολο, πεζόβολο ή όπως αλλιώς, πάψαμε και να αποκαλούμε αμφιβολείς όσους ψαρεύουν με τον συγκεκριμένο τρόπο - αλλά δεν είναι βέβαια αυτός ο λόγος που η ελληνική αλιεία περνάει κρίση. Ενδιαφέρον έχει και το ομογάλακτο λήμμα «άμφιππος», «ο ησκημένος εις το μεταπηδάν από ίππου εις έτερον και ούτως άνευ εφιππίου και χαλινού ιππεύων» σύμφωνα με το Λεξικό Δημητράκου. Σαν να λέμε, άμφιπποι είναι οι Ινδιάνοι, όπως τουλάχιστον τους βλέπουμε σε ταινίες γουέστερν να πετάνε από το ένα ξεσέλωτο άλογο στο άλλο. Μόνο που δυστυχώς στα πετρογλυφικά που βρέθηκαν τάχα στη Βόρεια Αμερική και αποδεικνύουν, τάχα στο τετράγωνο, ότι εκτός όλων των υπόλοιπων φυλών, όπου γης, Ελληνες είναι και οι Ινδιάνοι Τσερόκι, απόγονοι λέει θαλασσοπόρων που έφτασαν στο Οχάιο το 100 π.Χ. (μάρτυς μου οι ειδικοί τόποι του Διαδικτύου και οι εκεί εφημερεύοντες ελληνοδίφες), δεν βρέθηκε γραμμένη η λέξη «άμφιππος», για να ’χουμε να λέμε.
Φοβάμαι, ωστόσο, πως οι ληξίαρχοι της γλώσσας θα κρίνουν απαράδεκτη και ανεπιθύμητη τη λέξη «αμφίσκορο», με το επιχείρημα ότι τυγχάνει προϊόν μοργανατικού γάμου. Συζεύχθηκε παναπεί η γαλαζοαίματη λέξη «αμφί» με την ταπεινή ξενόφερτη λέξη «σκορ», με νόθα αποτελέσματα. Να τους πείσουμε ότι το «σκορ» των Αγγλων και των αθλημάτων έχει ηχητικό έστω προπάππο του το λίαν δυσαρέστου οσμής αρχαιοελληνικό «σκωρ» (μόνο στις νοσοκομειακές σκωραμίδες διασώζεται), με την ακόμα πιο δύσοσμη γενική του, δεν φαίνεται πιθανό. Πρόκειται, άλλωστε, για ανθρώπους απολύτως βέβαιους πως υπάρχουν λέξεις ευγενείς και ιερές, οι δικές μας, και λέξεις χυδαίες, όλες οι άλλες όλων των άλλων. Ας πάρουμε, λοιπόν, άλλο δρόμο. Κι ας αναρωτηθούμε: Η λέξη «πολύ (μ)πριζο», επί παραδείγματι, είναι ελληνική, μη ελληνική, μισαδάκι ή κακόγουστο υβρίδιο; Ελληνικότατη είναι. Είναι όμως και αυτή αποκύημα μοργανατικού γάμου, ανάμεσα στο ευγενές υποτίθεται «πολύ» και στην ταπεινής γαλλικής προελεύσεως « (μ)πρίζα»; Είναι. Και λοιπόν; Είναι ωραίο πράμα η τσιπουροποσία; Είναι. Ιδίως η έμμετρη, με παρέα και μετά μουσικής. Ε, πειράζει που η μεν «πόσις» είναι δική μας, το «τσίπουρο» όμως, όπως (μόνο) τα λεξικά θυμούνται και καταγράφουν, μάλλον είναι τουρκοταταρικό; Και θα βρεθείς ή όχι σε μπελά αν μπεις στην κακή σκέψη να πεις στον ημινόμιμο παραγωγό-προμηθευτή σου ότι οφείλει να ελέγξει την ελληνικότητα των ριζών του; Τέλος, έπαψαν ποτέ τα δημοτικά τραγούδια να είναι τεκμήρια βαθιάς ελληνικότητας ενώ έχουν ποικίλες ξένες λέξεις στον οργανισμό τους;