Φάρσα στους Τάιμς
Είναι συνάμα λυπηρό και κωμικό αυτό που συνέβη στους
Τάιμς. Αυτό το καθημερινό φύλλο, που γεμίζει περηφάνια κάθε γνήσιο Άγγλο πατριώτη, και που στα γεμάτα σεβασμό μάτια του ξένου φαντάζει σαν ένας από τους πιο στέρεους στυλοβάτες της αγγλικής κοινωνίας, σαν να ήταν η ίδια η συνείδηση της Αγγλίας τυπωμένη στο χαρτί με τυπογραφικά στοιχεία, αυτό το επιβλητικό έντυπο που από την ίδρυσή του ποτέ δεν ανέφερε το όνομα άλλης εφημερίδας, ποτέ δεν έπεσε στο επίπεδο διενέξεων, για τους ίδιους λόγους αυστηρής ετικέτας που δεν θα επέτρεπαν τον Λουδοβίκο ΙΔ’ να φέρει αντιρρήσεις στον Κολμπέρ, αυτή η αυστηρή εφημερίδα που θα προτιμούσε να κάνει κομματάκια τα μεγαλειώδη μηχανήματά της παρά να τους επιτρέψει να τυπώσουν ένα καλαμπούρι, μια πλάκα, μια όμορφη κουταμάρα ή ένα αστείο ανέκδοτο, αυτό το σεμνότυφο έντυπο που αποφεύγει το όνομα του Ζολά λες κι είναι απρέπεια, με δυο λόγια οι
Τάιμς, οι σεπτοί
Τάιμς, έπεσαν τελευταίως θύμα μιας φάρσας, όπως λέμε εμείς, ενός
έργω αστείου, όπως λένε οι Αμερικάνοι, που είναι συνάμα αποτρόπαιο και φαιδρό, που μας κάνει να αναψοκοκκινίζουμε από αγανάκτηση και μας κλέβει ένα χαμόγελο απ’ τα χείλια, που μας κάνει να περιλούζουμε με βρισιές τον φαρσέρ δημοσίως και ν’ απολαμβάνουμε μυστικά τη φάρσα, σαν να βλέπαμε μια ουρά από χαρτί κολλημένη στην κάπα του βασιλιά ή, στην κυματιστή κόμη του Ιησού — ένα ψηλό καπέλο.
Όποιος έπιασε ποτέ να ξεφυλλίσει τις μεγάλες σαν σεντόνια σελίδες ενός φύλλου των
Τάιμς, ξέρει πως η πέμπτη απ’ αυτές είναι αφιερωμένη στην δημοσίευση λόγων τους οποίους βγάζουν εξέχοντες άνδρες της πολιτικής, της λογοτεχνίας, της επιστήμης, της τέχνης, σε meetings, προεκλογικές συγκεντρώσεις, επίσημα δείπνα, εγκαίνια, συζητήσεις, σε όλες αυτές τις συναθροίσεις όπου συναντώνται ladies and gentlemen, κι όπου η Αγγλία αφήνει να κυλήσει ασυγκράτητος ο χείμαρρος της γλώσσας της!... Οι
Τάιμς είναι διάσημοι γι’ αυτές τους τις αναπαραγωγές. Δεν είναι περιλήψεις, μήτε αποσπάσματα: είναι οι ίδιες οι αγορεύσεις, λέξη προς λέξη, στενογραφημένες από έμπειρους ανθρώπους, στις οποίες καταγράφονται σωστά οι διακοπές, σημειώνονται με θρησκευτική ευλάβεια τα μουρμουρίσματα, χωρίς να τους λείπει ούτε ένα κύριοι!, χωρίς να χάνεται ούτε ένα ω! ή ένα α!, και έχουν περάσει από επιμέλεια, από εξονυχιστικό έλεγχο, με τόσο ζήλο σαν να είχαν βγει από τα χείλη του Σωκράτη, ή του Χριστού την ώρα που κήρυσσε ακόμα ένα Ευαγγέλιο.
Αυτή η απλή υπηρεσία κοστίζει στους
Τάιμς χιλιάδες λίρες το χρόνο – τους επιτρέπει όμως να είναι εκείνοι το επίσημο μητρώο του δημόσιου λόγου στην Αγγλία. Του το αναγνωρίζουν όλες οι εφημερίδες της Ευρώπης: όταν συζητείται μια ομιλία του
σερ Γλάδστωνος, μια διάλεξη του καθηγητή
Χάξλεϊ, ή ένα κήρυγμα του αρχιεπισκόπου του Κάντερμπερι, το κείμενο των
Τάιμς αναφέρεται ως ιερή γραφή. Ο ομιλητής μπορεί να αρνηθεί το λάθος ενός επιθέτου, την κατάχρηση μιας αποστρόφου, όταν η απόστροφος ή το επίθετο δημοσιεύονται σε μια βιαστική σύνοψη άλλης εφημερίδας, ποτέ όμως όταν δημοσιεύονται στις αλάθητες στήλες των
Τάιμς. Είναι γνωστή η δαπάνη που έχει γίνει, η φροντίδα που έχει καταβληθεί, η σχολαστικότητα που έχει επιδειχθεί για να αποκτηθεί η ακρίβεια – και η ακρίβεια αυτή δεν αμφισβητείται ποτέ.
Όταν ο σερ Γλάδστων, κατά την προεκλογική εκστρατεία του στη Σκωτία, εκφώνησε το διάσημο φιλιππικό του κατά της αυτοκρατορίας των Αψβούργων — η ευγενική διαμαρτυρία του πρέσβη της Αυστρίας βασίστηκε σε παραθέσεις από τους
Τάιμς. Ένας ρήτορας που, θέλοντας να αφήσει ένα απτό μνημείο της τέχνης του, δημοσιεύει τους λόγους του σε τόμους – τους συγκεντρώνει από το σίγουρο κείμενο των
Τάιμς. Οι
Τάιμς έχουν εδώ την αξία φωτογραφικής αναπαράστασης. Επιμένω, για να τονίσω ακόμα περισσότερο τη φρίκη της φάρσας.
Πριν μερικές εβδομάδες, ο σερ Γουίλιαμ Χάρκορτ, υπουργός εσωτερικών, έβγαλε λόγο στο Μάντσεστερ, ένα λόγο σημαντικό, πολυδιαφημισμένο, που τον περίμεναν με ανυπομονησία και που άγγιζε όλα τα ζητήματα τα οποία απασχολούν την Αγγλία σήμερα, την αναρχία στην Ιρλανδία, την εμπορική συνθήκη με τη Γαλλία, την
παρέμβαση στην Αίγυπτο, την Δημοτική Κυβέρνηση του Λονδίνου, κι άλλα σημαντικά πράγματα.
Ο λόγος αυτός στενογραφήθηκε από το προσωπικό των
Τάιμς στο Μάντσεστερ, τηλεγραφήθηκε στα γραφεία των
Τάιμς στο Λονδίνο, συντάχθηκε, διαβάστηκε από τους επιμελητές, αναθεωρήθηκε από το γραμματέα του σερ Γουίλιαμ Χάρκορτ, επαληθεύτηκε, επιβεβαιώθηκε, ξαναδιαβάστηκε και τελικά πήρε τη θέση του στις σελίδες της εφημερίδας… Κι εδώ έρχεται η φάρσα.
Πρώτα όμως, για να μεγαλώσει η αγανάκτηση και να γίνει περισσότερο το γούστο, πρέπει να γνωρίσουμε καλύτερα τον σερ Γουίλιαμ Χάρκορτ. Απ’ όλα τα μέλη της κυβέρνησης Γλάδστωνος, ο σερ Γουίλιαμ είναι ο αυστηρότερος. Η ίδια η εμφάνισή του προκαλεί δέος: εύσωμος, με χοντρά άκρα, μεγάλους ώμους, με πρόσωπο αυτοκρατορικό, χλομό, ξυρισμένο, ο σερ Γουίλιαμ θυμίζει τις αυστηρές και μαρμάρινες γραμμές προτομής Καίσαρα.
Και σ' αυτή τη ρωμαϊκή μορφή κατοικεί ένα αυστηρό δογματικό πνεύμα: φιλελεύθερος (σε σχέση με το Μαρκήσιο του Σόλσμπουρι που είναι κάθετα δογματικός), ο σερ Γουίλιαμ εκπροσωπεί στην Κυβέρνηση την παράδοση, το ρεύμα των Ουίγων. Είναι το συντηρητικό αντίβαρο αυτής της ριζοσπαστικής κυβέρνησης: στέκεται σαν κομμάτι από γρανίτη εμποδίζοντας τους άλλους υπουργούς, τον Τσάμπερλεϊν, τον
Ντιλκ, τους μαθητές του Στούαρτ Μιλ, να προχωρήσουν πολύ στον μεγάλο δρόμο της Επανάστασης. Και διαθέτει για το σκοπό αυτό μεγάλη επισημότητα στους τρόπους του, πομπώδη ρυθμό στην έκφρασή του, έκφραση ανθρώπου που το θεωρεί τιμή του να διαφυλάσσει τα υπέρτατα αγαθά — το στέμμα, την εκκλησία, την αριστοκρατία των γαιοκτημόνων, τα προνόμια, την ακεραιότητα της αυτοκρατορίας… Είναι επιβλητικός. Ακόμα κι όταν φοράει παλτό, μοιάζει τυλιγμένος σε τήβεννο. Είναι αργός στις κινήσεις του, εύσωμος, αγέλαστος, έχει αυτό το είδος της μεγαλοπρεπούς επισημότητας που θυμίζει κάτι ανάμεσα στον
Γκιζό και σε ελέφαντα.
Κι όταν τον βλέπει κανείς στο κοινοβούλιο, σοβαρό, αυστηρό, μαυροντυμένο, δεν μπορεί να τον φανταστεί σε καθημερινές στιγμές, να καπνίζει στον καναπέ σταυροπόδι, κι ακόμα λιγότερο γονατιστό, να κρατάει ένα όμορφο γυναικείο χέρι στα δικά του και να ψιθυρίζει τρυφερές σαχλαμάρες.
Αυτό είναι που κάνει τη φάρσα τρομερή και γουστόζικη… Η επίσημη ομιλία αυτού του επίσημου δημοσίου ανδρός είχε λοιπόν σελιδοποιηθεί κι ήταν έτοιμη να περάσει στο τυπογραφείο όταν, εκμεταλλευόμενος μια στιγμή που η επαγρύπνηση στα γραφεία των
Τάιμς είχε χαλαρώσει,
κάποιος, ένα τέρας, ένας εγκληματίας, εντέχνως και ακροπατώντας πήγε στην ομιλία, της αφαίρεσε δέκα-δώδεκα σειρές και τις αντικατέστησε με άλλες, γραμμένες εκ των προτέρων, γραμμένες με τρόπο δόλιο και επιδέξιο! Και τι γραμμές! Πώς μπορώ εγώ, Θεέ μου, που πασχίζω να διαφυλάξω την αρετή μου, να τις μεταφέρω στους αναγνώστες της
Γκαζέτα ντε Νοτίσιας;
Οι γραμμές αυτές που παρεμβλήθηκαν στην αυστηρή ομιλία του αυστηρού υπουργού ήταν... (τρέμω και που το λέω) ήταν γραμμές ερωτικού περιεχομένου! Ήταν μια σπασμωδική κραυγή αλλοπρόσαλλης λαγνείας· ήταν το ουρλιαχτό ενός κτήνους ανάστατου από την οργή της Αφροδίτης· ήταν σαν το βραχνό και στεγνό βρυχηθμό των ελαφιών στα δάση, εν μέσω θερινής ραστώνης· ήταν το μεθυσμένο τραύλισμα του Φαύνου του μύθου, του Πριάπου, των Σατύρων που περιφέρονταν στις ιερές πλαγιές του Ολύμπου, αλαλάζοντας, δαγκώνοντας την λευκότητα των κρίνων, βεβηλώνοντας την καρδιά των ρόδων, ορμώντας, πηδώντας σαν αγριεμένα κατσίκια, βλέποντας, ανάμεσα απ’ τα φυλλώματα των φτελιών, τις ξανθές νύμφες των νερών… Ήταν όλα αυτά, κι ακόμα περισσότερα.
Η φάρσα ήταν τόσο εκλεπτυσμένη που τούτο δεν ήταν παράφωνο, δεν σόκαρε, δεν εμφανιζόταν ξαφνικά κι ασύνδετα, σαν λόφος από κοπριά ανάμεσα σε ρόδινα άνθη της ρητορικής. Όχι: είχε
ενσωματωθεί με διαβολική επιδεξιότητα. Ο σερ Γουίλιαμ Χάρκορτ κατηγορούσε τους συντηρητικούς πως καμώνονταν πατριωτική μελαγχολία μπροστά στους υποτιθέμενους κινδύνους που σε ένα φιλελεύθερο καθεστώς αντιμετωπίζουν οι μεγάλες αρχές της μοναρχίας, η ίδια η ακεραιότητα της Αγγλίας. Κι εκεί, τους ρωτούσε, με φυσικότητα, απλά, όπως ταιριάζει σ’ ένα ρήτορα: «Προς τι οι αναστεναγμοί; Προς τι αυτή η υπερβολή της δημόσιας δυστυχίας; Σίγουρα το ιρλανδικό και το αιγυπτιακό ζήτημα είναι σοβαρά. Ωστόσο, η κυβέρνηση της Αυτής Μεγαλειότητας γνωρίζει ότι δε θ’ αργήσουν οι ωφέλιμες και ένδοξες λύσεις. Εμείς είμαστε ήσυχοι. Εγώ πάντως νιώθω σαν κάποιος που, αφού πρώτα έκανε το επίσημο καθήκον του, λαμβάνει ως αμοιβή το γαλήνιο και επιδοκιμαστικό χαμόγελο της συνείδησης» κλπ κλπ.
Κι εδώ ακριβώς έμπαιναν, απολύτως φυσιολογικά, οι διεστραμμένες γραμμές, αναπτύσσοντας περισσότερο αυτήν τη δήλωση προσωπικής ικανοποίησης, δείχνοντας την πληθωρικότητα του πνεύματος ενός χωρατατζή υπουργού ο οποίος, ενώπιον του ένδοξου κράτους παραδέχεται ότι η χαρά του έθνους παίρνει την πιο δικαιολογημένη εκκεντρική μορφή ενός εκπληκτικού οργίου, ενός φαγοποτιού άνευ προηγουμένου… Ο σερ Γουίλιαμ συνέχιζε (παραθέτω, βέβαια, εκφράσεις κατά προσέγγιση και μετριασμένες· αν μετέφραζα στην επιστολή μου αυτό που τυπώθηκε στους
Τάιμς θα κατέστρεφα για πάντα την υπόληψη της
Γκαζέτα ντε Νοτίσιας), ο σερ Γουίλιαμ συνέχιζε: «Εγώ, μια φορά, είμαι ικανοποιημένος. Μέχρι που με θεωρώ ικανό για ένα καλό ξεφάντωμα! Γιατί, στ’ αλήθεια, να μη σκαρώσουμε ένα σωστό πανηγύρι, με κρασάκι και γυναικάκια; Α, τα γυναικάκια! Κυρίες που με ακούτε, πετάξτε τα καπέλα και τα ρούχα σας, και χτυπήστε τα ταμπούρλα! Ευοί! Ζήτω η κραιπάλη! Ολέ, σαμπάνια! Ας αγκαλιαστούμε, ας αγαλλιάσουμε!...» Όλα αυτά, μας δίνουν μόνο μια ιδέα: αυτό που διάβαζε κανείς στους
Τάιμς είχε άλλη ωμότητα έκφρασης, άλλη μυρωδιά οργίου!
Φανταστείτε την άλλη μέρα, όταν χιλιάδες αντίτυπα των
Τάιμς που περιείχαν αυτό το βδέλυγμα, τρύπωσαν στα σεμνότυφα άδυτα των εγγλέζικων σπιτιών όπου (όπως λένε εδώ) κατοικεί ο ανώτερος αυτός τύπος της χριστιανικής οικογένειας. Οι
Τάιμς, η πιο ακριβή εφημερίδα, είναι η αγαπημένη της αριστοκρατίας, των μεγαλοαστών, των πλουσίων. Δεν νοείται Άγγλος τζέντλεμαν, με την κλασική έννοια της λέξης, που να μη διατρέχει κάθε πρωί εξονυχιστικά τους
Τάιμς του: η εφημερίδα μοιάζει με την καρδιά της Αγγλίας, που τη νιώθει για μια στιγμή στα χέρια του και όπου διαπιστώνει κάθε μέρα, με περηφάνια, αύξηση της δύναμης, μεγαλύτερη ζωηρότητα. Συνήθως διαβάζει κανείς τους
Τάιμς την ώρα του πρωινού: εκείνο το πρωί λοιπόν, βλέποντας στην τέταρτη σελίδα με μεγάλα γράμματα τον τίτλο Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΣΕΡ ΓΟΥΛΙΑΜ ΧΑΡΚΟΥΡΤ ΣΤΟ ΜΑΝΤΣΕΣΤΕΡ, ήταν φυσικό να σπεύσει κανείς να διαβάσει τη συνέχεια, τόσο λόγω εθνικού ενδιαφέροντος, όσο και λόγω της συμπάθειας που εμπνέει ο σερ Γουίλιαμ, το ιστορικό του όνομα, η συμπαγής αγνότητα των αρχών του, η υψηλή του θέση…
Φανταστείτε λοιπόν, τι σκηνές! Μια γηραιά, θρησκευόμενη δούκισσα, γεμάτη ενδιαφέρον για ζητήματα κοινωνικής φύσης, βολεύεται στην πολυτελή, ταπετσαρισμένη πολυθρόνα της για να απολαύσει καλύτερα την ευγενή ομιλία του σερ Γουίλιαμ και ξαφνικά κοντοστέκεται, κοιτάζει τους
Τάιμς, καθαρίζει τα γυαλιά της καθώς νομίζει πως δεν διάβασε καλά, ξαναδιαβάζει το απόσπασμα, φέρνει το τρεμάμενο χέρι της στο πρόσωπό της, ψάχνει αγωνιωδώς το μπουκαλάκι με τα άλατά της, ξανακοιτάζει για να βεβαιωθεί ότι αυτό που διάβασε δεν ήταν παραίσθηση και τελικά πετάει μακριά τη ρυπαρή εφημερίδα και βγαίνει από το δωμάτιο με προσβεβλημένο βήμα, αναλογιζόμενη πως νά, αυτό είναι το αποτέλεσμα ενός αιώνα δημοκρατίας, υλισμού και λιμπερτινισμού!
Πιο πέρα, ένα ζευγάρι νεόνυμφων, φωλιασμένο στον ίδιο καναπέ δίπλα στο τζάκι, διαβάζει τους
Τάιμς αγκαλιασμένο, όχι τόσο επειδή θέλει να μάθει νέα για το αιγυπτιακό ζήτημα, αλλά για να διαβάσει ανταποκρίσεις από άλλους γάμους της υψηλής κοινωνίας ή ειδήσεις από το Παρίσι, όπου σκοπεύουν να ολοκληρώσουν το μήνα του μέλιτος· βλέποντας την ομιλία του σερ Γουίλιαμ, της ρίχνουν μια αφηρημένη ματιά όταν ξαφνικά αναβλύζουν ανάμεσα από τις γραμμές ερωτικές αποστροφές με τρόπο ρυπαρό!
Σ’ άλλο σπίτι ένα φρέσκο, ξανθό πλασματάκι δεκαοκτώ Μαΐων, σωστός σπιτίσιος κρίνος, διαβάζει τους
Τάιμς σε έναν ηλικιωμένο θείο, απόστρατο στρατηγό, παραλυμένο από την ποδάγρα, σεβάσμιο λείψανο από τον πόλεμο των αρχών του αιώνα στην
ιβηρική χερσόνησο. Ο γέρος ακούει, δίνοντας ελάχιστη σημασία στη σημερινή πολιτική, που την απεχθάνεται, αλλά πολλή στη μαγεία εκείνης της κρυστάλλινης φωνής στο πλάι του. Όμως να που, ξαφνικά, το καημένο το αγγελούδι χάνει τα λόγια του, σταματά, γίνεται κατακόκκινο, τρέμει, η ντροπή του είναι τόση που του έρχονται δάκρυα στα μάτια και τρέχει, αφήνοντας τους ρυπαρούς
Τάιμς στα χέρια του εμβρόντητου στρατηγού· ή, χειρότερα, η γλυκιά κοπέλα, μες στην εύθραυστη αθωότητά της, δεν καταλαβαίνει, σκέφτεται πως
πρόκειται περί πολιτικής και συνεχίζει να διαβάζει με την κρυστάλλινη φωνή της — και ο σεβάσμιος θείος ακούει ξαφνικά να βγαίνουν από τα χείλη του τριανταφυλλένιου μπουμπουκιού, που είναι φτιαγμένα μόνο για να μουρμουρίζουν ό,τι πιο αγνό υπάρχει στη μουσική του Βέμπερ, έναν αισχρό καταρράχτη έκφυλου παραληρήματος.
Είναι φριχτό! Κι ένα περίεργο σημείο του περιστατικού είναι ότι τούτο το σκαιό πλήγμα ανακαλύφθηκε στα γραφεία των
Τάιμς στις έντεκα το πρωί, όταν δηλαδή η εφημερίδα είχε ήδη διανεμηθεί στο Λονδίνο, την είχαν μεταφέρει χαράματα τα τρένα σε όλη την επαρχία, και από το Ντόβερ σε όλη την Ευρώπη! Η διεύθυνση των
Τάιμς τηλεγράφησε αμέσως στους πράκτορές της σε όλο τον κόσμο για να διακόψουν τη διανομή και να
αγοράσουν πάση θυσία τα άσεμνα φύλλα που είχαν ήδη σκορπίσει δεξιά κι αριστερά.
Τα τηλεγραφήματα και μόνο κόστισαν κοντά δυο χιλιάδες ρεάλια. Το καλύτερο όμως είναι πως μόλις μαθεύτηκε η καταστροφή και ότι οι
Τάιμς αγόραζαν όσο όσο το καταραμένο φύλλο, το φύλλο έγινε ευθύς αμέσως αξία, πιστωτικό εργαλείο, βάση για κερδοσκοπία, με τιμές στην αγορά ίσες, αν όχι μεγαλύτερες, με τα κεφάλαια πολλών πολιτισμένων εθνών. Ξέρω ένα εστιατόριο που παίρνει τακτικά τέσσερα φύλλα των
Τάιμς και που πούλησε τα άσεμνα φύλλα του δύο λίρες το καθένα.
Σημειώθηκαν λοιπόν μεγάλα κέρδη. Οι
Τάιμς πληρώνουν, δεν κάνουν παζάρια. Και μέχρι σήμερα λέγεται πως για να αγοράσουν τη μοιραία έκδοση πλήρωσαν ήδη κοντά σαράντα χιλιάδες ρεάλια.
Ο δράστης της φάρσας δεν έχει ανακαλυφθεί ακόμα. Είναι, το δίχως άλλο, ένα τέρας, και στ’ αλήθεια του αξίζει η φοβερή ποινή που σίγουρα θα του επιβάλουν τα αγγλικά δικαστήρια αν τυχόν αποκαλυφθεί. Από την άλλη βέβαια, αν σκεφτούμε πως σαράντα χιλιάδες ρεάλια δεν είναι παρά ένα ποσό ελάχιστο σε σχέση με την περιουσία των
Τάιμς, και πως ο σχολαστικισμός και η παραφουσκωμένη σεμνοτυφία της αυστηρής αυτής εφημερίδας την οδηγεί να εμποδίζει, ως άσεμνη, μέχρι και την απλή αναφορά στα βιβλία του Ζολά και άλλων ρεαλιστών, δεν μπορώ να μη σκεφτώ, με μια δόση χαιρεκακίας, πως η Θεία Πρόνοια διαθέτει έμμεσα και τρομερά όπλα!
Σίγουρα δεν συνέβη ποτέ, από την εφεύρεση της τυπογραφίας, να δημοσιεύσει μια εφημερίδα, στην καλύτερη σελίδα της και με χτυπητά γράμματα, δώδεκα ρυπαρές γραμμές λιμπερτίνικης ξεδιαντροπιάς. Και το ότι ήταν οι
Τάιμς η πρώτη εφημερίδα που θα το έκανε, οι
Τάιμς, η πιο βαριά, η πιο κατηφής, η πιο επίσημη, η πιο σχολαστική, η πιο σεβάσμια απ’ όλες τις εφημερίδες που υπήρξαν από την εφεύρεση της τυπογραφίας είναι, ό,τι κι αν λένε, διασκεδαστικό.
Και κλείνοντας, ζητώ από τις ευγενικές και δίκαιες ψυχές ένα καλό γέλιο εις βάρος των
Τάιμς.