Ας ξεκινήσω ξεκαθαρίζοντας στα γρήγορα τα κρίσιμα και σημαντικά. Ψάχνοντας (όπως συνήθως) για κάτι άλλο, διαπίστωσα ότι στο διαδίκτυο υπάρχουν (όχι λίγες... )αναφορές σε *σκριπ γκαζιού.
Με λίγο ψάξιμο, σιγουρεύτηκα ότι αυτό που υπάρχει είναι το γκριπ γκαζιού (throttle rod), ο μηχανισμός που βρίσκεται στο τιμόνι των μοτοσικλετών, από όπου ελέγχεται το γκάζι.
Πώς στην ευχή έγινε η μετατροπή από γκριπ σε σκριπ, τρέχα γύρευε. Προφανώς, κάπου έπαιξε ρόλο η αντιστοιχία grip = λαβή και, ίσως, με τη βοήθεια κάποιου αυτόματου μεταφραστικού συστήματος που περιείχε τη λέξη σκριπ, γεννήθηκε και αυτό το τερατάκι.
Και τι σημαίνει η λέξη σκριπ; Το ενδιαφέρον είναι ότι ενώ πρόκειται για λέξη που έγινε ακόμη και τίτλος εφημερίδας που κυκλοφόρησε επί πολλά χρόνια στα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ου, η λέξη δεν υπάρχει πια (ή δεν την βρήκα) στα σύγχρονα λεξικά μας.
Υπάρχει όμως στις εγκυκλοπαίδειες. Ο Πάπυρος αναφέρει:
«Σκριπ» εφημερίδα της Αθήνας, εβδομαδιαία σατιρική αρχικά και αργότερα καθημερινή, την οποία ίδρυσε και διηύθυνε ώς τον θάνατό του ο Ευάγγελος Κουσουλάκος. Η αρχική, σατιρική μορφή της και ο τίτλος της είχαν ως αφορμή τα σκριπτ, τίτλους αναγκαστικών δανείων προς το δημόσιο (από την αγγλική λέξη script) για την αντιμετώπιση τής δεινής οικονομικής κρίσης, τα οποία διακωμωδήθηκαν από την κοινή γνώμη. Από το 1895 ώς το 1929, οπότε και έπαψε να εκδίδεται, ήταν πρωινή καθημερινή πολιτική εφημερίδα, διατηρώντας όμως και την σατιρική - ευθυμογραφική πνοή της. Σημείωσε από την αρχή σημαντική κυκλοφοριακή επιτυχία, συγκεντρώνοντας γύρω της πολλούς από τους καλύτερους ευθυμογράφους και λογίους τής εποχής. Μετά τον θάνατο τού ιδρυτή της (1903) την διεύθυνσή της ανέλαβε ο Γρηγόριος Ευστρατιάδης.
Σκριπ και σκριπτ είναι λοιπόν το ίδιο πράγμα; Ακόμη και τα αγγλικά λεξικά διστάζουν να το πουν ξεκάθαρα αυτό. Παρατηρήστε πιο κάτω, στην προέλευση του scrip πώς περιγράφει ότι ξεκίνησε από scrap για να επηρεάζεται από ένα σημείο και μετά, ιδίως στην οικονομική έννοια, από το script. Ορίστε:
Το σκριπ:
scrip noun
1. a receipt, certificate, list, or similar brief piece of writing.
2. a scrap of paper.
3. Finance.
a. a certificate representing a fraction of a share of stock.
b. a certificate to be exchanged for goods, as at a companystore.
c. a certificate indicating the right of the holder to receivepayment later in the form of cash, goods, or land. 4. paper currency in denominations of less than one dollar, formerlyissued in the United States.
Origin:
1610–20; earliest sense “scrap of paper” perhaps gradational variantof scrap1 ; subsequent sense development shows influence of script and subscription, with def. 3a specifically a shortening of subscription receipt
Το σκριπτ:
script noun
1. the letters or characters used in writing by hand; handwriting,especially cursive writing.
2. a manuscript or document.
3. the text of a manuscript or document.
4. the manuscript or one of various copies of the written text of aplay, motion picture, or radio or television broadcast.
5. any system of writing.
6. Printing. a type imitating handwriting. Compare cursive.
verb (used with object)
7. to write a script for: The movie was scripted by a famous author.
8. to plan or devise; make arrangements for: The week-longfestivities were scripted by a team of experts.
Origin: 1325–75; Middle English (noun) < Latin scrīptum, noun use of neuter past participle of scrībere to write; replacing Middle English scrit < Old French escrit < Latin, as above
Ωραίο μπέρδεμα! Πριν προσπαθήσουμε να ξεμπερδέψουμε το κουβάρι, και αφού είναι ολοφάνερο ότι το μπέρδεμα γίνεται στην οικονομική σημασία του σκριπ/σκριπτ, γιατί να μη δούμε πρώτα τι λέει στο αγγλοελληνικό οικονομικό και ο Χρυσοβιτσιώτης;
scrip. Προσωρινό πιστοποιητικό, ομόλογο χρέους ή απόδειξη που αντιπροσωπεύει τμήμα μετοχής κλπ.
1. Έγγραφο που βεβαιώνει ότι ο κάτοχός του έχει ορισμένο δικαίωμα ή προνόμιο ή έχει να λαμβάνει χρήματα ή τίτλους. Π.χ. δημοτική ή κοινοτική αρχή μπορεί να εκδώσει πιστοποιητικά και να τα παραδώσει στο προσωπικό της σε περίπτωση αδυναμίας πληρωμών. Mε το πιστοποιητικό αναγνωρίζεται ότι ο κάτοχός του δικαιούται να λάβει μεταγενεστέρως ορισμένο ποσό. Βλ. και Stamp Scrip.
2. Πιστοποιητικό που παραδίδεται στους μετόχους μέχρι να εκδοθούν οι πραγματικές μετοχές ή μέχρι να αποπληρώσουν την αξία τους. Είναι διαπραγματεύσιμο και μεταβιβάσιμο. Εκδίδεται συνήθως από τράπεζα για λογαριασμό της εκδότριας εταιρείας.
3. Πιστοποιητικό μετοχών που εκδίδεται για κλασματικές μετοχές. Είναι διαπραγματεύσιμο και μπορεί να αντικατασταθεί με ολόκληρη μετοχή αν συγκεντρωθεί ο απαιτούμενος αριθμός. Eκδίδονται μετά την κεφαλαιοποίηση των αποθεματικών ή την αναπροσαρμογή των στοιχείων του ενεργητικού κλπ. Βλ. stock split.
4. Χαρτονόμισμα που εκδόθηκε από την κυβέρνηση των ΗΠΑ στη διάρκεια του Εμφύλιου πολέμου.
5. Αποδεικτικά, τοκομερίδια κλπ. αξίες που καταχωρίζονται ενδεικτικώς, συνήθως με μια μονάδα, επειδή θεωρούνται άνευ αξίας.
6. Απόδειξη ανάληψης χρημάτων από ΑΤΜ.
Το scrip (2) λέγεται και script.
Από τον Χρυσ. μάθαμε μερικές ακόμη ερμηνείες του scrip (και ακόμη περισσότερες θα βρει όποιος κάνει μια βόλτα στην αγγλική βίκη), αλλά εμείς είναι ώρα πια να επικεντρωθούμε στις επικρατούσες σημασίες στα ελληνικά. Ας αρχίζουμε ξεκαθαρίζοντας το τοπίο:
Η εφημερίδα Σκριπ. Είναι όπως τα γράφει πιο πάνω το λήμμα του Παπύρου, εδώ βλέπετε το εξώφυλλο της πρώτης της έκδοσης:
και πατώντας εδώ μπορείτε να τη διαβάσετε στον ιστότοπο της Εθνικής Βιβλιοθήκης.
Ας δούμε και ποιες είναι οι καθιερωμένες χρήσεις της λέξης σκριπτ. Δύο δίνει το ΛΝΕΓ:
σκριπτ (το) {άκλ.} (στον κινηματογράφο)
1. το σενάριο ταινίας
2. πρόσωπο με πολλές και σύνθετες αρμοδιότητες τόσο στην προεργασία τής ταινίας όσο και κατά το γύρισμα και το μοντάζ (έλεγχο των διαλόγων, καταγραφή σκηνών και πλάνων, ημερολόγιο γυρισμάτων κ.ά.).
Ειδικά για τις αρμοδιότητες του προσώπου που ονομάζεται σκριπτ βρίσκουμε πολλές λεπτομέρειες και στο pdf του Χούρσογλου, όπου περιγράφονται τα στάδια της ταινίας.
Μια τρίτη χρήση της λέξης σκριπτ έχει μπει πιο πρόσφατα στη γλώσσα, από την πληροφορική. Στο Λεξικό της Πληροφορικής (Κλειδάριθμος/Microsοft) βρίσκουμε:
script σενάριο. Πρόγραμμα που αποτελείται από μια σειρά εντολών προς μια εφαρμογή ή βοηθητικό πρόγραμμα. Αυτό το πρόγραμμα, μάλιστα, κυκλοφορεί ευρύτατα στην πιάτσα και με το υποκοριστικό του, σκριπτάκι.
Έμεινε να ξεκαθαρίσουμε την περίπτωση όπου (κατά Πάπυρο και Χρυσ.) σκριπ = σκριπτ. Η εντύπωσή μου είναι ότι θα έπρεπε να αποφύγουμε (τουλάχιστον στα ελληνικά) αυτή την ισότητα. Από όσο βρήκα, στην Ελλάδα, μόνο μια φορά κυκλοφόρησαν σκριπ. Η ΜΕΕ (πατήστε για να δείτε αναλυτικά τα δύο λήμματα) γράφει:
Παρ' ημίν χρήσις τής λέξεως εγένετο κατά το 1893, ότε η κυβέρνησις Σωτηροπούλου- Ράλλη, αντιμετωπίσασα δεινάς οικονομικάς δυσχερείας του κράτους, απεφάσισε διά του από 30 Μαΐου 1893 διατάγματος την έκδοσιν δανείου κεφαλαιοποιήσεως πρός πληρωμήν των ληξιπροθέσμων τοκοχρεολυτικών δόσεων τών εις χρυσόν δανείων και την δια νομήν σκριπ εις τους δικαιούχους, μέχρι του καταρτισμού των οριστικών τίτλων τού νέου δανείου. Μετά την ανάληψιν όμως της αρχής υπό τού Τρικούπη (10 Δεκεμβρίου 1893) και την επίσημον κήρυξιν της πτωχεύσεως του κράτους ηκυρώθη το εν λόγω διάταγμα και αντί των σκρίπ κατεβάλλετο εις τους ομολογιούχους 30% εις χρυσόν επί των εκάστοτε ληξιπροθέσμων τόκων. Συνεπεία διακωμωδήσεως της όλης υποθέσεως τού δανείου κεφαλοποιήσεως, η λέξις σκριπ περιέπεσεν εις τήν δικαιοδοσίαν της σατίρας.
Εμπίπτει αυτή η περίπτωση στον 2ο ορισμό του Χρυσ. πιο πάνω; Δεν είμαι καθόλου βέβαιος.
Και ένα τελευταίο. Οι παρατηρητικοί, ίσως προσέξατε στην αρχή του λήμματος της ΜΕΕ ότι θεωρεί τη λέξη scrip αγγλική που προέρχεται από τη λέξη souscription (που είναι γαλλική). Εμένα, σήμερα, μου φαίνεται λίγο περίεργη αυτή η περιγραφή, αλλά δεν πρέπει να ήταν καθόλου περίεργη όταν γραφόταν, ιδίως αν σκεφτούμε κανείς την επίδραση της γαλλικής γλώσσας στα ελληνικά μέχρι πριν τον Β'ΠΠ.
Πολλά ευχαριστώ σε Ε, Ζ, και Ν[SUP]2[/SUP] για τη βοήθεια στη συλλογή στοιχείων.
Με λίγο ψάξιμο, σιγουρεύτηκα ότι αυτό που υπάρχει είναι το γκριπ γκαζιού (throttle rod), ο μηχανισμός που βρίσκεται στο τιμόνι των μοτοσικλετών, από όπου ελέγχεται το γκάζι.
Πώς στην ευχή έγινε η μετατροπή από γκριπ σε σκριπ, τρέχα γύρευε. Προφανώς, κάπου έπαιξε ρόλο η αντιστοιχία grip = λαβή και, ίσως, με τη βοήθεια κάποιου αυτόματου μεταφραστικού συστήματος που περιείχε τη λέξη σκριπ, γεννήθηκε και αυτό το τερατάκι.
Και τι σημαίνει η λέξη σκριπ; Το ενδιαφέρον είναι ότι ενώ πρόκειται για λέξη που έγινε ακόμη και τίτλος εφημερίδας που κυκλοφόρησε επί πολλά χρόνια στα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ου, η λέξη δεν υπάρχει πια (ή δεν την βρήκα) στα σύγχρονα λεξικά μας.
Υπάρχει όμως στις εγκυκλοπαίδειες. Ο Πάπυρος αναφέρει:
«Σκριπ» εφημερίδα της Αθήνας, εβδομαδιαία σατιρική αρχικά και αργότερα καθημερινή, την οποία ίδρυσε και διηύθυνε ώς τον θάνατό του ο Ευάγγελος Κουσουλάκος. Η αρχική, σατιρική μορφή της και ο τίτλος της είχαν ως αφορμή τα σκριπτ, τίτλους αναγκαστικών δανείων προς το δημόσιο (από την αγγλική λέξη script) για την αντιμετώπιση τής δεινής οικονομικής κρίσης, τα οποία διακωμωδήθηκαν από την κοινή γνώμη. Από το 1895 ώς το 1929, οπότε και έπαψε να εκδίδεται, ήταν πρωινή καθημερινή πολιτική εφημερίδα, διατηρώντας όμως και την σατιρική - ευθυμογραφική πνοή της. Σημείωσε από την αρχή σημαντική κυκλοφοριακή επιτυχία, συγκεντρώνοντας γύρω της πολλούς από τους καλύτερους ευθυμογράφους και λογίους τής εποχής. Μετά τον θάνατο τού ιδρυτή της (1903) την διεύθυνσή της ανέλαβε ο Γρηγόριος Ευστρατιάδης.
Σκριπ και σκριπτ είναι λοιπόν το ίδιο πράγμα; Ακόμη και τα αγγλικά λεξικά διστάζουν να το πουν ξεκάθαρα αυτό. Παρατηρήστε πιο κάτω, στην προέλευση του scrip πώς περιγράφει ότι ξεκίνησε από scrap για να επηρεάζεται από ένα σημείο και μετά, ιδίως στην οικονομική έννοια, από το script. Ορίστε:
Το σκριπ:
scrip noun
1. a receipt, certificate, list, or similar brief piece of writing.
2. a scrap of paper.
3. Finance.
a. a certificate representing a fraction of a share of stock.
b. a certificate to be exchanged for goods, as at a companystore.
c. a certificate indicating the right of the holder to receivepayment later in the form of cash, goods, or land. 4. paper currency in denominations of less than one dollar, formerlyissued in the United States.
Origin:
1610–20; earliest sense “scrap of paper” perhaps gradational variantof scrap1 ; subsequent sense development shows influence of script and subscription, with def. 3a specifically a shortening of subscription receipt
Το σκριπτ:
script noun
1. the letters or characters used in writing by hand; handwriting,especially cursive writing.
2. a manuscript or document.
3. the text of a manuscript or document.
4. the manuscript or one of various copies of the written text of aplay, motion picture, or radio or television broadcast.
5. any system of writing.
6. Printing. a type imitating handwriting. Compare cursive.
verb (used with object)
7. to write a script for: The movie was scripted by a famous author.
8. to plan or devise; make arrangements for: The week-longfestivities were scripted by a team of experts.
Origin: 1325–75; Middle English (noun) < Latin scrīptum, noun use of neuter past participle of scrībere to write; replacing Middle English scrit < Old French escrit < Latin, as above
Ωραίο μπέρδεμα! Πριν προσπαθήσουμε να ξεμπερδέψουμε το κουβάρι, και αφού είναι ολοφάνερο ότι το μπέρδεμα γίνεται στην οικονομική σημασία του σκριπ/σκριπτ, γιατί να μη δούμε πρώτα τι λέει στο αγγλοελληνικό οικονομικό και ο Χρυσοβιτσιώτης;
scrip. Προσωρινό πιστοποιητικό, ομόλογο χρέους ή απόδειξη που αντιπροσωπεύει τμήμα μετοχής κλπ.
1. Έγγραφο που βεβαιώνει ότι ο κάτοχός του έχει ορισμένο δικαίωμα ή προνόμιο ή έχει να λαμβάνει χρήματα ή τίτλους. Π.χ. δημοτική ή κοινοτική αρχή μπορεί να εκδώσει πιστοποιητικά και να τα παραδώσει στο προσωπικό της σε περίπτωση αδυναμίας πληρωμών. Mε το πιστοποιητικό αναγνωρίζεται ότι ο κάτοχός του δικαιούται να λάβει μεταγενεστέρως ορισμένο ποσό. Βλ. και Stamp Scrip.
2. Πιστοποιητικό που παραδίδεται στους μετόχους μέχρι να εκδοθούν οι πραγματικές μετοχές ή μέχρι να αποπληρώσουν την αξία τους. Είναι διαπραγματεύσιμο και μεταβιβάσιμο. Εκδίδεται συνήθως από τράπεζα για λογαριασμό της εκδότριας εταιρείας.
3. Πιστοποιητικό μετοχών που εκδίδεται για κλασματικές μετοχές. Είναι διαπραγματεύσιμο και μπορεί να αντικατασταθεί με ολόκληρη μετοχή αν συγκεντρωθεί ο απαιτούμενος αριθμός. Eκδίδονται μετά την κεφαλαιοποίηση των αποθεματικών ή την αναπροσαρμογή των στοιχείων του ενεργητικού κλπ. Βλ. stock split.
4. Χαρτονόμισμα που εκδόθηκε από την κυβέρνηση των ΗΠΑ στη διάρκεια του Εμφύλιου πολέμου.
5. Αποδεικτικά, τοκομερίδια κλπ. αξίες που καταχωρίζονται ενδεικτικώς, συνήθως με μια μονάδα, επειδή θεωρούνται άνευ αξίας.
6. Απόδειξη ανάληψης χρημάτων από ΑΤΜ.
Το scrip (2) λέγεται και script.
Από τον Χρυσ. μάθαμε μερικές ακόμη ερμηνείες του scrip (και ακόμη περισσότερες θα βρει όποιος κάνει μια βόλτα στην αγγλική βίκη), αλλά εμείς είναι ώρα πια να επικεντρωθούμε στις επικρατούσες σημασίες στα ελληνικά. Ας αρχίζουμε ξεκαθαρίζοντας το τοπίο:
Η εφημερίδα Σκριπ. Είναι όπως τα γράφει πιο πάνω το λήμμα του Παπύρου, εδώ βλέπετε το εξώφυλλο της πρώτης της έκδοσης:
και πατώντας εδώ μπορείτε να τη διαβάσετε στον ιστότοπο της Εθνικής Βιβλιοθήκης.
Ας δούμε και ποιες είναι οι καθιερωμένες χρήσεις της λέξης σκριπτ. Δύο δίνει το ΛΝΕΓ:
σκριπτ (το) {άκλ.} (στον κινηματογράφο)
1. το σενάριο ταινίας
2. πρόσωπο με πολλές και σύνθετες αρμοδιότητες τόσο στην προεργασία τής ταινίας όσο και κατά το γύρισμα και το μοντάζ (έλεγχο των διαλόγων, καταγραφή σκηνών και πλάνων, ημερολόγιο γυρισμάτων κ.ά.).
Ειδικά για τις αρμοδιότητες του προσώπου που ονομάζεται σκριπτ βρίσκουμε πολλές λεπτομέρειες και στο pdf του Χούρσογλου, όπου περιγράφονται τα στάδια της ταινίας.
Μια τρίτη χρήση της λέξης σκριπτ έχει μπει πιο πρόσφατα στη γλώσσα, από την πληροφορική. Στο Λεξικό της Πληροφορικής (Κλειδάριθμος/Microsοft) βρίσκουμε:
script σενάριο. Πρόγραμμα που αποτελείται από μια σειρά εντολών προς μια εφαρμογή ή βοηθητικό πρόγραμμα. Αυτό το πρόγραμμα, μάλιστα, κυκλοφορεί ευρύτατα στην πιάτσα και με το υποκοριστικό του, σκριπτάκι.
Έμεινε να ξεκαθαρίσουμε την περίπτωση όπου (κατά Πάπυρο και Χρυσ.) σκριπ = σκριπτ. Η εντύπωσή μου είναι ότι θα έπρεπε να αποφύγουμε (τουλάχιστον στα ελληνικά) αυτή την ισότητα. Από όσο βρήκα, στην Ελλάδα, μόνο μια φορά κυκλοφόρησαν σκριπ. Η ΜΕΕ (πατήστε για να δείτε αναλυτικά τα δύο λήμματα) γράφει:
Παρ' ημίν χρήσις τής λέξεως εγένετο κατά το 1893, ότε η κυβέρνησις Σωτηροπούλου- Ράλλη, αντιμετωπίσασα δεινάς οικονομικάς δυσχερείας του κράτους, απεφάσισε διά του από 30 Μαΐου 1893 διατάγματος την έκδοσιν δανείου κεφαλαιοποιήσεως πρός πληρωμήν των ληξιπροθέσμων τοκοχρεολυτικών δόσεων τών εις χρυσόν δανείων και την δια νομήν σκριπ εις τους δικαιούχους, μέχρι του καταρτισμού των οριστικών τίτλων τού νέου δανείου. Μετά την ανάληψιν όμως της αρχής υπό τού Τρικούπη (10 Δεκεμβρίου 1893) και την επίσημον κήρυξιν της πτωχεύσεως του κράτους ηκυρώθη το εν λόγω διάταγμα και αντί των σκρίπ κατεβάλλετο εις τους ομολογιούχους 30% εις χρυσόν επί των εκάστοτε ληξιπροθέσμων τόκων. Συνεπεία διακωμωδήσεως της όλης υποθέσεως τού δανείου κεφαλοποιήσεως, η λέξις σκριπ περιέπεσεν εις τήν δικαιοδοσίαν της σατίρας.
Εμπίπτει αυτή η περίπτωση στον 2ο ορισμό του Χρυσ. πιο πάνω; Δεν είμαι καθόλου βέβαιος.
Και ένα τελευταίο. Οι παρατηρητικοί, ίσως προσέξατε στην αρχή του λήμματος της ΜΕΕ ότι θεωρεί τη λέξη scrip αγγλική που προέρχεται από τη λέξη souscription (που είναι γαλλική). Εμένα, σήμερα, μου φαίνεται λίγο περίεργη αυτή η περιγραφή, αλλά δεν πρέπει να ήταν καθόλου περίεργη όταν γραφόταν, ιδίως αν σκεφτούμε κανείς την επίδραση της γαλλικής γλώσσας στα ελληνικά μέχρι πριν τον Β'ΠΠ.
Πολλά ευχαριστώ σε Ε, Ζ, και Ν[SUP]2[/SUP] για τη βοήθεια στη συλλογή στοιχείων.