anticlimax /antɪˈklʌɪmaks/
noun
a disappointing end to an exciting or impressive series of events: the rest of the journey was an anticlimax by comparison
[mass noun]: a sense of anticlimax and incipient boredom
http://oxforddictionaries.com/definition/english/anticlimax?q=anticlimax
Μεγάλο λήμμα στο ΛΝΕΓ:
αντικλίμαξ (η) [1894] {αντικλίμακ-ος, -α | -ακες, -άκων) ΡΗΤΟΡ.-ΦΙΛΟΛ. το ρητορικό σχήμα που συνίσταται στην απότομη πτώση τής έντασης ή τού ύψους τού ύφους και των ιδεών που εκφράζει το πρώτο τμήμα τού λόγου (συνήθ. τής περιόδου), καθώς το δεύτερο έχει εντελώς αντίθετο περιεχόμενο (τετριμμένο, φαιδρό κ.λπ.)· συνήθ. με σκωπτ. διάθεση, π.χ. «...τον Όμηρο, τον Πλάτωνα, τον Δάντε και τον Βιργίλιον, τους οποίους θαυμάζω και σέβομαι ως ιερά πράγματα, και διά τούτο ποτέ δεν τους ανοίγω» (Εμμ. Ροΐδης) | «Ο Αριστοτέλης, ο Καντ και ο Έγελ, αν είναι το πράγμα φιλοσοφικόν, ο άγ. Βασίλειος, ο Λούθηρος και ο Ρενάν, αν πρόκειται περί θεολογίας, ο Αθήναιος και ο Βατέλ, αν είναι ο λόγος περί μαγειρικής» (Εμμ. Ροΐδης).
Δεν έχω καταλάβει γιατί το λήμμα έχει μείνει στην εποχή του Ροΐδη. Μπορούμε να δούμε στο διαδίκτυο ότι ο μοναδικός Αντικλίμαξ είναι... ήρωας του Αστερίξ. Αλλά και η εκδημοτικισμένη αντικλίμακα δεν έχει πολλούς φίλους:
Στη livepedia:
αντικλίμακα η (ουσιαστικό) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ : < αντί + κλίμακα < κλίνω] σχήμα ρητορικό, σύμφωνα με το οποίο στην ίδια φράση είναι αντίθετες δύο κλίμακες, η μια ανιούσα, η άλλη κατιούσα.
http://www.livepedia.gr/index.php/Αντικλίμακα
Και στον Γεωργακά:
αντικλίμακα [andiklímaka] η, (& kath αντικλίμαξ) (L) rhet, theat etc
anticlimax (near-syn κοινοτοπία, πεζολογία):
μετά τη δραματική σύγκρουση της Όλγας με τον πατέρα της, το έργο συνεχίζεται με αντικλίμακα στην τρίτη πράξη
[cpd w. κλίμαξ; cf Fr anticlimax]
Θα βρούμε ελάχιστες χρήσεις στο διαδίκτυο, π.χ.:
[...] αντίθετα από αυτό που υπαγορεύει η λογοτεχνική παράδοση σε τέτοιου είδους περιπτώσεις, εδώ έχουμε μια συγκλονιστική αντικλίμακα, έναν μελαγχολικό, αλλά έξοχα δοσμένο λογοτεχνικά θρίαμβο της ανθρώπινης φθαρτότητας [...]
Επειδή αυτή η climax είναι κορύφωση, δεν πρέπει να αγνοήσουμε την απόδοση αντικορύφωση, π.χ.
... είναι μια μεταφορά για τα παιχνίδια του χρόνου, όπως αυτά είναι ενσαρκωμένα στη γυναικεία συμπεριφορά· ένταση, κορύφωση, αντικορύφωση
... ενώ οι περιπέτειες της πλοκής, ευφυείς και επιμελώς σχεδιασμένες, καταλήγουν σε μια θαυμαστή αντικορύφωση που στέφει με πλήρη επιτυχία ...
Ο όρος anticlimax χρησιμοποιείται και σε πιο καθημερινό λόγο, και για αυτές τις χρήσεις έχω συγκεντρώσει τις εξής προτάσεις:
απογοητευτική μετάπτωση
απότομη πτώση (της έντασης)
απότομη προσγείωση
ψυχρολουσία
απογοητευτική εξέλιξη / κατάληξη
noun
a disappointing end to an exciting or impressive series of events: the rest of the journey was an anticlimax by comparison
[mass noun]: a sense of anticlimax and incipient boredom
http://oxforddictionaries.com/definition/english/anticlimax?q=anticlimax
Μεγάλο λήμμα στο ΛΝΕΓ:
αντικλίμαξ (η) [1894] {αντικλίμακ-ος, -α | -ακες, -άκων) ΡΗΤΟΡ.-ΦΙΛΟΛ. το ρητορικό σχήμα που συνίσταται στην απότομη πτώση τής έντασης ή τού ύψους τού ύφους και των ιδεών που εκφράζει το πρώτο τμήμα τού λόγου (συνήθ. τής περιόδου), καθώς το δεύτερο έχει εντελώς αντίθετο περιεχόμενο (τετριμμένο, φαιδρό κ.λπ.)· συνήθ. με σκωπτ. διάθεση, π.χ. «...τον Όμηρο, τον Πλάτωνα, τον Δάντε και τον Βιργίλιον, τους οποίους θαυμάζω και σέβομαι ως ιερά πράγματα, και διά τούτο ποτέ δεν τους ανοίγω» (Εμμ. Ροΐδης) | «Ο Αριστοτέλης, ο Καντ και ο Έγελ, αν είναι το πράγμα φιλοσοφικόν, ο άγ. Βασίλειος, ο Λούθηρος και ο Ρενάν, αν πρόκειται περί θεολογίας, ο Αθήναιος και ο Βατέλ, αν είναι ο λόγος περί μαγειρικής» (Εμμ. Ροΐδης).
Δεν έχω καταλάβει γιατί το λήμμα έχει μείνει στην εποχή του Ροΐδη. Μπορούμε να δούμε στο διαδίκτυο ότι ο μοναδικός Αντικλίμαξ είναι... ήρωας του Αστερίξ. Αλλά και η εκδημοτικισμένη αντικλίμακα δεν έχει πολλούς φίλους:
Στη livepedia:
αντικλίμακα η (ουσιαστικό) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ : < αντί + κλίμακα < κλίνω] σχήμα ρητορικό, σύμφωνα με το οποίο στην ίδια φράση είναι αντίθετες δύο κλίμακες, η μια ανιούσα, η άλλη κατιούσα.
http://www.livepedia.gr/index.php/Αντικλίμακα
Και στον Γεωργακά:
αντικλίμακα [andiklímaka] η, (& kath αντικλίμαξ) (L) rhet, theat etc
anticlimax (near-syn κοινοτοπία, πεζολογία):
μετά τη δραματική σύγκρουση της Όλγας με τον πατέρα της, το έργο συνεχίζεται με αντικλίμακα στην τρίτη πράξη
[cpd w. κλίμαξ; cf Fr anticlimax]
Θα βρούμε ελάχιστες χρήσεις στο διαδίκτυο, π.χ.:
[...] αντίθετα από αυτό που υπαγορεύει η λογοτεχνική παράδοση σε τέτοιου είδους περιπτώσεις, εδώ έχουμε μια συγκλονιστική αντικλίμακα, έναν μελαγχολικό, αλλά έξοχα δοσμένο λογοτεχνικά θρίαμβο της ανθρώπινης φθαρτότητας [...]
Επειδή αυτή η climax είναι κορύφωση, δεν πρέπει να αγνοήσουμε την απόδοση αντικορύφωση, π.χ.
... είναι μια μεταφορά για τα παιχνίδια του χρόνου, όπως αυτά είναι ενσαρκωμένα στη γυναικεία συμπεριφορά· ένταση, κορύφωση, αντικορύφωση
... ενώ οι περιπέτειες της πλοκής, ευφυείς και επιμελώς σχεδιασμένες, καταλήγουν σε μια θαυμαστή αντικορύφωση που στέφει με πλήρη επιτυχία ...
Ο όρος anticlimax χρησιμοποιείται και σε πιο καθημερινό λόγο, και για αυτές τις χρήσεις έχω συγκεντρώσει τις εξής προτάσεις:
απογοητευτική μετάπτωση
απότομη πτώση (της έντασης)
απότομη προσγείωση
ψυχρολουσία
απογοητευτική εξέλιξη / κατάληξη