Costas
¥
δικαιούμαι [δikeúme] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) δικαιούσαι, δικαιούται, δικαιούμαστε, δικαιούστε, δικαιούνται, πρτ. δικαιούμουν, μπε. δικαιούμενος : α. έχω το νόμιμο δικαίωμα να απαιτήσω κτ.: ~ το ένα τρίτο της περιουσίας του. ~ επίδομα ανεργίας. ~ ένα μήνα άδεια / σύνταξη / να νοσηλευτώ στην πρώτη θέση. || (μπε., σε λόγ. σύντ.) Οι δικαιούμενοι δανείου και ως ουσ. οι δικαιούμενοι, οι δικαιούχοι. β. έχω δικαίωμα σε κτ., μου οφείλεται ή μου επιτρέπεται κτ.: ~ και εγώ να ξεκουραστώ λίγο. Δε δικαιούσαι να διαμαρτύρεσαι.
[λόγ. παθ. < αρχ. δικαιῶ `κρίνω δίκαιο΄ σημδ. γαλλ. être en droit de]
Γράφει βέβαια "λόγ[ϊα] σύντ[αξη]", αλλά ισχύει ότι το δικαιούμαι συντάσσεται με αντικείμενο σε γενική; Σ' ένα λεξικό αρχαίων ρημάτων πάντως, του Αναγνωστόπουλου, που έχω, δεν βρήκα κάτι σε γενική στα αρχαία. Η καθαρεύουσα έχει δική της σύνταξη, ξέχωρη;
Το ΛΝΕΓ πάντως δεν έχει παράδειγμα με γενική για το δικαιούμαι. Οπότε πρόκειται άραγε για κρούσμα γενικίτιδας στο ΛΚΝ ή όχι;
[λόγ. παθ. < αρχ. δικαιῶ `κρίνω δίκαιο΄ σημδ. γαλλ. être en droit de]
Γράφει βέβαια "λόγ[ϊα] σύντ[αξη]", αλλά ισχύει ότι το δικαιούμαι συντάσσεται με αντικείμενο σε γενική; Σ' ένα λεξικό αρχαίων ρημάτων πάντως, του Αναγνωστόπουλου, που έχω, δεν βρήκα κάτι σε γενική στα αρχαία. Η καθαρεύουσα έχει δική της σύνταξη, ξέχωρη;
Το ΛΝΕΓ πάντως δεν έχει παράδειγμα με γενική για το δικαιούμαι. Οπότε πρόκειται άραγε για κρούσμα γενικίτιδας στο ΛΚΝ ή όχι;