Διάβασα σήμερα ένα άρθρο που είχα κιντλάρει (Σαραντάκο: Προτιμάς το κιντλίσει;) από την Τετάρτη (12/12), δημοσιευμένο στο protagon.gr με την υπογραφή του Νίκου Ορφανού. Όλοι έχουμε διαβάσει του κόσμου τα άρθρα για το μέλλον του Τύπου, αλλά αυτό μου άρεσε σαν μια διπλή προσωπική ματιά στην εξέλιξη του ελληνικού Τύπου. Περιέχει στιγμές από το παρελθόν που κάποιες μπορεί να τις έχουμε ψιλοξεχάσει, οι νεότεροι δεν τις έχουν καν γνωρίσει. (Με έκπληξη αντιλήφθηκα σε συζήτηση με κάποιον σαραντάρη προ ημερών ότι δεν γνώριζε και δεν είχε σκεφτεί ότι η «ζωντανή» εικόνα των ειδήσεων που είχαμε οι παλιότεροι, τον καιρό που δεν υπήρχε η τηλεόραση, προερχόταν από τα Επίκαιρα που παρακολουθούσαμε στους κινηματογράφους προτού ξεκινήσει η προβολή της κανονικής ταινίας.) Το δεύτερο κομμάτι του άρθρου του Ν. Ορφανού περιέχει κάποιες εύστοχες διαπιστώσεις για τη διαδικτυακή δημοσιογραφία και πληροφόρηση, αυτά που δεν είναι πια «Τύπος».
[...] αν δείτε έφηβο με εφημερίδα στα χέρια φωτογραφήστε τον, είναι ουσιαστικά ανύπαρκτο είδος. Μπήκαμε στην ηλεκτρονική ενημέρωση με ελεύθερη πτώση. Η διαπλοκή παρέσυρε ένα σωρό έντυπα, τα διαδικτυακά σάιτ πρόσφεραν φτηνή ενημέρωση συνεχώς, με σχολιασμούς, να βγάζει κι ο αναγνώστης το άχτι του, αλλά τι να το κάνεις, στην πλειοψηφία τους, ό,τι πληρώνεις παίρνεις, χάθηκε η ψυχραιμία, ένα σωρό αρβυλοειδήσεις αναπαράγονται σαν τα μανιτάρια από κάθε σελίδα, βλέπεις σάιτ χωρίς κανένα δημοσιογράφο από πίσω, ταμπουρωμένοι μέσα στα γραφεία, να περιμένουν από άλλους να κάνουν τα ρεπορτάζ για να τα αναπαραγάγουν κονσερβαρισμένα και αλλοιωμένα, η έρευνα -και από οικονομική δυσπραγία- τινάχτηκε στον αέρα, το καρκίνωμα του παραπολιτικού σχολιασμού μόλυνε την πραγματική ειδησεογραφία. [...]
Τις ειδήσεις τις μαθαίνουμε από χίλιες δυο μεριές (γράψτε, αν θέλετε, από πού αντλείτε την ενημέρωσή σας), τα άρθρα είναι πια τόσο πολλά που για να τα προλάβω τα κιντλάρω και τα διαβάζω στο κρεβάτι. Τι άλλο να πει κανείς για να δείξει την τεράστια αλλαγή; Ένας κλασικός εφημεριδοφάγος (θα περιγράψω κάποια στιγμή αυτή τη σχέση μου), που κάποτε σώριαζε τις εφημερίδες περιμένοντας το δικό του μιλένιουμ (τη στιγμή εκείνη που θα βρει το ελεύθερο χρόνο να διαβάσει τα άρθρα που δεν είχε προλάβει να διαβάσει ένα χρόνο, δύο, πέντε, δέκα — μα πόσο αστείοι γινόμαστε όταν προσπαθούμε να ξεγελάσουμε τον ίδιο μας τον εαυτό...) να πρέπει σήμερα να προλάβει να διαβάσει τα κιντλαρισμένα άρθρα. Τουλάχιστον δεν μαζεύουν σκόνη.
[...] αν δείτε έφηβο με εφημερίδα στα χέρια φωτογραφήστε τον, είναι ουσιαστικά ανύπαρκτο είδος. Μπήκαμε στην ηλεκτρονική ενημέρωση με ελεύθερη πτώση. Η διαπλοκή παρέσυρε ένα σωρό έντυπα, τα διαδικτυακά σάιτ πρόσφεραν φτηνή ενημέρωση συνεχώς, με σχολιασμούς, να βγάζει κι ο αναγνώστης το άχτι του, αλλά τι να το κάνεις, στην πλειοψηφία τους, ό,τι πληρώνεις παίρνεις, χάθηκε η ψυχραιμία, ένα σωρό αρβυλοειδήσεις αναπαράγονται σαν τα μανιτάρια από κάθε σελίδα, βλέπεις σάιτ χωρίς κανένα δημοσιογράφο από πίσω, ταμπουρωμένοι μέσα στα γραφεία, να περιμένουν από άλλους να κάνουν τα ρεπορτάζ για να τα αναπαραγάγουν κονσερβαρισμένα και αλλοιωμένα, η έρευνα -και από οικονομική δυσπραγία- τινάχτηκε στον αέρα, το καρκίνωμα του παραπολιτικού σχολιασμού μόλυνε την πραγματική ειδησεογραφία. [...]
Τις ειδήσεις τις μαθαίνουμε από χίλιες δυο μεριές (γράψτε, αν θέλετε, από πού αντλείτε την ενημέρωσή σας), τα άρθρα είναι πια τόσο πολλά που για να τα προλάβω τα κιντλάρω και τα διαβάζω στο κρεβάτι. Τι άλλο να πει κανείς για να δείξει την τεράστια αλλαγή; Ένας κλασικός εφημεριδοφάγος (θα περιγράψω κάποια στιγμή αυτή τη σχέση μου), που κάποτε σώριαζε τις εφημερίδες περιμένοντας το δικό του μιλένιουμ (τη στιγμή εκείνη που θα βρει το ελεύθερο χρόνο να διαβάσει τα άρθρα που δεν είχε προλάβει να διαβάσει ένα χρόνο, δύο, πέντε, δέκα — μα πόσο αστείοι γινόμαστε όταν προσπαθούμε να ξεγελάσουμε τον ίδιο μας τον εαυτό...) να πρέπει σήμερα να προλάβει να διαβάσει τα κιντλαρισμένα άρθρα. Τουλάχιστον δεν μαζεύουν σκόνη.