bernardina
Moderator
Η κρυφή γοητεία των λέξεων...
Abandoned, επίθετο, από το ρήμα abandon που
όπως βλέπουμε κι εδώ σημαίνει:
to give up
to leave behind or desert
to cast out
to relinquish a claim to property
forsake
Μ' άλλα λόγια εγκαταλείπω, αφήνω έρμαιο, παραδίδω.
Από πού έρχεται όμως η λέξη; Είχε πάντα αυτή τη σημασία;
Χμμμ. Όχι ακριβώς.
Κάποτε σήμαινε ακριβώς το αντίθετο: (transitive, obsolete) To subdue; to take control of.[First attested from 1350 to 1470] αργότερα όμως απέκτησε την έννοια της αποποίησης του δικαιώματος πάνω σε κάτι, το να εγκαταλείπεις τη δικαιοδοσία σου. Γιατί; Να κάτι πολύ ενδιαφέρον: Mettre sa forest à bandon was a feudal law phrase in the 13th cent. = mettre sa forêt à permission, i.e. to open it freely to any one for pasture or to cut wood in; hence the later sense of giving up one's rights for a time, letting go, leaving, abandoning.
Όπως φαίνεται δηλαδή κι εδώ, η λέξη προέρχεται από το γαλλικό abandoner, που με τη σειρά του προέρχεται από την επιρρηματική φράση à bandon. Και πάμε ακόμα πιο πίσω: from Late Latin bannum (“proclamation”), bannus, bandum, from Frankish *ban, from Proto-Germanic *bannanan (“to proclaim, command”) (compare English ban), from Proto-Indo-European *bʰeh₂-, *bʰa- (“to speak”).
Σας μπέρδεψα;
Αν και abandoned, όμως, δεν είναι μόνο του. Έχει συντροφιά. Λόγου χάρη το...
Derelict
1640s, from L. derelictus "solitary, deserted," pp. of dereliquere "to abandon, forsake, desert," from de- "entirely" + relinquere "leave behind" (see relinquish). Originally especially of vessels abandoned at sea or stranded on shore. As a noun, from 1660s. μας λέει εδώ.
Με άλλα λόγια derelict είναι ο εγκαταλειμμένος, ο έρημος, αλλά και ο ερειπωμένος, ο ρημαγμένος...
Γιατί όλ' αυτά; Γιατί πίσω από την κρυφή γοητεία των λέξεων υπάρχει
Η ζοφερή γοητεία των εικόνων...
Εικόνων σαν αυτές που βρίσκουμε, για παράδειγμα, εδώ ή εδώ.
Το αρχείο τους εξαιρετικά πλούσιο, πολλοί σύνδεσμοι παραπέμπουν κι αλλού, έτσι που μπροστά στα μάτια μας αρχίζει να απλώνεται ένας λαβύρινθος ερήμωσης και εγκατάλειψης με μια σκοτεινή σαγήνη.
Πριν σας αφήσω να περιδιαβείτε αυτά τα μέρη (που σας εγγυώμαι ότι πολλά θα σας αφήσουν άφωνους), μερικές -πολύ λίγες- πληροφορίες για το URBEX. To Urban Exploration, δηλαδή, τη φωτογραφική και -συχνά- ιστορική καταγραφή εγκαταλειμμένων οικοδομημάτων παντός τύπου. Το λήμμα της Βίκης είναι αρκετά κατατοπιστικό. (Υπάρχει επίσης και ντοκιμαντέρ για τους urban explorers).
Και μια προσωπική μαρτυρία
Ίσως καταλάβατε ήδη ότι είναι ένα θέμα που με γοητεύει αφάνταστα. Πρόκειται για μια αγάπη πολύ παλιά, από τον καιρό της πρώτης εφηβείας, όταν με την καλοκαιρινή παρέα μου (τέσσερα-πέντε άτομα) αλωνίζαμε (λυμαινόμασταν θα ήταν πιο σωστό να πω) είτε ποδαράτα είτε καβάλα στα ποδήλατα μια τεράστια περιοχή, χονδρικά αυτή που απλώνεται ανάμεσα στην Κηφισιά και τον Μαραθώνα.
Τότε, σε μια χρονική περίοδο που το παλιό είχε πια χαθεί και το καινούργιο δεν είχε έρθει ακόμα, υπήρχαν αμέτρητες εγκαταλειμμένες επαύλεις, πολλές χτισμένες με τη χαρακτηριστική κόκκινη πέτρα της περιοχής. Σπίτια έρημα και σιωπηλά, κάποια με τις κουρτίνες και τα έπιπλά τους ακόμα, σκεπασμένα από τη σκόνη και τα ίχνη ζώων και πουλιών. Άλλα ήδη παραβιασμένα και συλημένα, ρυπαρά και μισοκατεστραμμένα. Κουρέλια, σκουπίδια, περιττώματα, σύριγγες, αποκαΐδια...
Κήποι πνιγμένοι στα πούσια και τ' αγριόχορτα.
Στην αρχή δεν διαφέραμε πολύ από τους υπόλοιπους βάνδαλους· ο κρότος που έκανε ένα γυάλινο αντικείμενο καθώς θρυμματιζόταν πάνω στο τσιμέντο, τα θρύψαλά του που σκόρπιζαν παντού...
Με τον καιρό, καθώς τα καλοκαίρια κυλούσαν κι εμείς συνεχίζαμε τις εξερευνήσεις από εκεί που τις είχαμε αφήσει μερικούς μήνες πριν, αυτά τα σπίτια άρχισαν να παίρνουν την εκδίκησή τους. Αντί να τρυπώνουμε εμείς μέσα τους, εισχωρούσαν αυτά στο μυαλό μας, δίχως να το συνειδητοποιούμε το βοηθούσαν να πήξει, έκαναν το μάτι να βλέπει αλλιώς τις γραμμές, τους όγκους, τις διαστάσεις, τις υφές. Το παιχνίδι του παλιού με το καινούργιο, καταστροφή και δημιουργία: ένα πολύχρωμο γκράφιτι πάνω σε μια σαρακοφαγωμένη μπουαζερί από καρυδιά, ένα μικρό ποίημα απόγνωσης γραμμένο με κάρβουνο πάνω σ' έναν κάποτε λευκό τοίχο! Τρύπωναν ύπουλα αλλά καλοκάγαθα στην καρδιά μας, έτσι που από βάνδαλοι εισβολείς γίναμε με τον καιρό σκλάβοι αυτών των ξεπεσμένων καλλονών, αυτών των ξεχασμένων αρχόντων. Μάθαμε να αγαπάμε στοργικά και συμπονετικά ό,τι έχει αγγίξει ο χρόνος, θυμόμασταν μετανιωμένοι ό,τι είχαμε καταστρέψει, το νοσταλγούσαμε.
Συχνά παίρναμε μαζί μας μικροαντικείμενα, που έτσι κι αλλιώς ήταν καταδικασμένα...
Πολλά υπάρχουν ακόμα στον μικρό θησαυρό από λάφυρα μιας πιο ξέγνοιαστης ηλικίας. Ανάμεσά τους, μερικά πρίσματα από έναν κρυστάλλινο πολυέλαιο.
Αργότερα, πολύ αργότερα, μάθαμε ότι σ' εκείνο το σπίτι είχε ζήσει -και είχε πεθάνει- ένας σπουδαίος άνθρωπος.
Abandoned, επίθετο, από το ρήμα abandon που
όπως βλέπουμε κι εδώ σημαίνει:
to give up
to leave behind or desert
to cast out
to relinquish a claim to property
forsake
Μ' άλλα λόγια εγκαταλείπω, αφήνω έρμαιο, παραδίδω.
Από πού έρχεται όμως η λέξη; Είχε πάντα αυτή τη σημασία;
Χμμμ. Όχι ακριβώς.
Κάποτε σήμαινε ακριβώς το αντίθετο: (transitive, obsolete) To subdue; to take control of.[First attested from 1350 to 1470] αργότερα όμως απέκτησε την έννοια της αποποίησης του δικαιώματος πάνω σε κάτι, το να εγκαταλείπεις τη δικαιοδοσία σου. Γιατί; Να κάτι πολύ ενδιαφέρον: Mettre sa forest à bandon was a feudal law phrase in the 13th cent. = mettre sa forêt à permission, i.e. to open it freely to any one for pasture or to cut wood in; hence the later sense of giving up one's rights for a time, letting go, leaving, abandoning.
Όπως φαίνεται δηλαδή κι εδώ, η λέξη προέρχεται από το γαλλικό abandoner, που με τη σειρά του προέρχεται από την επιρρηματική φράση à bandon. Και πάμε ακόμα πιο πίσω: from Late Latin bannum (“proclamation”), bannus, bandum, from Frankish *ban, from Proto-Germanic *bannanan (“to proclaim, command”) (compare English ban), from Proto-Indo-European *bʰeh₂-, *bʰa- (“to speak”).
Σας μπέρδεψα;
Αν και abandoned, όμως, δεν είναι μόνο του. Έχει συντροφιά. Λόγου χάρη το...
Derelict
1640s, from L. derelictus "solitary, deserted," pp. of dereliquere "to abandon, forsake, desert," from de- "entirely" + relinquere "leave behind" (see relinquish). Originally especially of vessels abandoned at sea or stranded on shore. As a noun, from 1660s. μας λέει εδώ.
Με άλλα λόγια derelict είναι ο εγκαταλειμμένος, ο έρημος, αλλά και ο ερειπωμένος, ο ρημαγμένος...
Γιατί όλ' αυτά; Γιατί πίσω από την κρυφή γοητεία των λέξεων υπάρχει
Η ζοφερή γοητεία των εικόνων...
Εικόνων σαν αυτές που βρίσκουμε, για παράδειγμα, εδώ ή εδώ.
Το αρχείο τους εξαιρετικά πλούσιο, πολλοί σύνδεσμοι παραπέμπουν κι αλλού, έτσι που μπροστά στα μάτια μας αρχίζει να απλώνεται ένας λαβύρινθος ερήμωσης και εγκατάλειψης με μια σκοτεινή σαγήνη.
Πριν σας αφήσω να περιδιαβείτε αυτά τα μέρη (που σας εγγυώμαι ότι πολλά θα σας αφήσουν άφωνους), μερικές -πολύ λίγες- πληροφορίες για το URBEX. To Urban Exploration, δηλαδή, τη φωτογραφική και -συχνά- ιστορική καταγραφή εγκαταλειμμένων οικοδομημάτων παντός τύπου. Το λήμμα της Βίκης είναι αρκετά κατατοπιστικό. (Υπάρχει επίσης και ντοκιμαντέρ για τους urban explorers).
Και μια προσωπική μαρτυρία
Ίσως καταλάβατε ήδη ότι είναι ένα θέμα που με γοητεύει αφάνταστα. Πρόκειται για μια αγάπη πολύ παλιά, από τον καιρό της πρώτης εφηβείας, όταν με την καλοκαιρινή παρέα μου (τέσσερα-πέντε άτομα) αλωνίζαμε (λυμαινόμασταν θα ήταν πιο σωστό να πω) είτε ποδαράτα είτε καβάλα στα ποδήλατα μια τεράστια περιοχή, χονδρικά αυτή που απλώνεται ανάμεσα στην Κηφισιά και τον Μαραθώνα.
Τότε, σε μια χρονική περίοδο που το παλιό είχε πια χαθεί και το καινούργιο δεν είχε έρθει ακόμα, υπήρχαν αμέτρητες εγκαταλειμμένες επαύλεις, πολλές χτισμένες με τη χαρακτηριστική κόκκινη πέτρα της περιοχής. Σπίτια έρημα και σιωπηλά, κάποια με τις κουρτίνες και τα έπιπλά τους ακόμα, σκεπασμένα από τη σκόνη και τα ίχνη ζώων και πουλιών. Άλλα ήδη παραβιασμένα και συλημένα, ρυπαρά και μισοκατεστραμμένα. Κουρέλια, σκουπίδια, περιττώματα, σύριγγες, αποκαΐδια...
Κήποι πνιγμένοι στα πούσια και τ' αγριόχορτα.
Στην αρχή δεν διαφέραμε πολύ από τους υπόλοιπους βάνδαλους· ο κρότος που έκανε ένα γυάλινο αντικείμενο καθώς θρυμματιζόταν πάνω στο τσιμέντο, τα θρύψαλά του που σκόρπιζαν παντού...
Με τον καιρό, καθώς τα καλοκαίρια κυλούσαν κι εμείς συνεχίζαμε τις εξερευνήσεις από εκεί που τις είχαμε αφήσει μερικούς μήνες πριν, αυτά τα σπίτια άρχισαν να παίρνουν την εκδίκησή τους. Αντί να τρυπώνουμε εμείς μέσα τους, εισχωρούσαν αυτά στο μυαλό μας, δίχως να το συνειδητοποιούμε το βοηθούσαν να πήξει, έκαναν το μάτι να βλέπει αλλιώς τις γραμμές, τους όγκους, τις διαστάσεις, τις υφές. Το παιχνίδι του παλιού με το καινούργιο, καταστροφή και δημιουργία: ένα πολύχρωμο γκράφιτι πάνω σε μια σαρακοφαγωμένη μπουαζερί από καρυδιά, ένα μικρό ποίημα απόγνωσης γραμμένο με κάρβουνο πάνω σ' έναν κάποτε λευκό τοίχο! Τρύπωναν ύπουλα αλλά καλοκάγαθα στην καρδιά μας, έτσι που από βάνδαλοι εισβολείς γίναμε με τον καιρό σκλάβοι αυτών των ξεπεσμένων καλλονών, αυτών των ξεχασμένων αρχόντων. Μάθαμε να αγαπάμε στοργικά και συμπονετικά ό,τι έχει αγγίξει ο χρόνος, θυμόμασταν μετανιωμένοι ό,τι είχαμε καταστρέψει, το νοσταλγούσαμε.
Συχνά παίρναμε μαζί μας μικροαντικείμενα, που έτσι κι αλλιώς ήταν καταδικασμένα...
Πολλά υπάρχουν ακόμα στον μικρό θησαυρό από λάφυρα μιας πιο ξέγνοιαστης ηλικίας. Ανάμεσά τους, μερικά πρίσματα από έναν κρυστάλλινο πολυέλαιο.
Αργότερα, πολύ αργότερα, μάθαμε ότι σ' εκείνο το σπίτι είχε ζήσει -και είχε πεθάνει- ένας σπουδαίος άνθρωπος.