Κι επειδή προανέφερα το πλαίσιο από το ΛΝΕΓ (2012), ιδού:
χημεία [ΕΤΥΜ. < μτγν. χημ(ε)ία / χυμεία, αβέβ. ετύμου, όπως φαίνεται και από τη διττή ορθογραφία του όρου. Κατά μία απόψη η λ. προέρχεται από το τοπων. Χημία, που χρησιμοποιούσαν οι Αιγύπτιοι για τη χώρα τους, και ανάγεται σε αιγυπτ. Kmt (<kmm «μαύρος») με αναφορά στη γονιμότητα του εδάφους της. Παρ' όλα αυτά, δεν είναι απολύτως εξακριβωμένο ότι η εν λόγω επιστήμη αποτελούσε αιγυπτιακή τεχνική και, επιπλέον, η αναγωγή στο ρ. χέω με σημ. «χύσιμο και τήξη (μετάλλων)» (οπότε χυμεία) δεν εξηγεί την πολύ ευρύτερη χρήση της λέξης. Πιθανότερη φαίνεται η περίπτωση του συμφυρμού των λ. χυμός και Χημία (που διευκολύνθηκε από τον ιωτακισμό). Στην Ελληνική έχουν την αρχή τους τόσο ο τ. αλχημεία (βλ.λ.) όσο και οι ξέν. όρ., πβ. γαλλ. chimie, αγγλ. chemistry κ.ά.]
χημεία — χυμεία — αλχημεία
Μπορεί η χημεία ως επιστήμη να ανάγεται ήδη στον 17ο αι, αλλά η αλχημεία, η ανάμειξη στοιχείων για τη μετατροπή των κοινών μετάλλων σε πολύτιμα, είναι πολύ παλαιότερη (φθάνει στον 9ο αι. μ.Χ.), και ως χυμεία την πρωτοβρίσκουμε στους πρώτους μεταχριστιανικούς (πρώιμους βυζαντινούς) αιώνες. Η τήξη (το χύσιμο) των μετάλλων, προκειμένου να αναμιχθούν και να μετατραπούν δήθεν σε ευγενή μέταλλα (χρυσάφι), και αργότερα (στο Βυζάντιο) η ανάμειξη διαφόρων χυμών από φυτά για την παρασκευή χρωμάτων (που χρησιμοποιούνταν για τις μικρογραφίες και, γενικότερα, για τις «χυμευτές εικόνες», όπως λέγονταν) συνδέει, πράγματι, ετυμολογικά τη λ. χυμεία με τα χύμα και χυμός, παράγωγα του χέω. Μια τέτοια σύνδεση θα δικαιολογούσε τη γραφή χυμεία, που παραδίδεται σε κείμενα πρώιμων αλχημιστών (των πρώτων βυζαντινών χρόνων). Ωστόσο, η όλη δραστηριότητα των αλχημιστών φαίνεται ότι συνδέθηκε πολύ νωρίς με τη Χημία, την ονομασία της χώρας της Αιγύπτου: Χημία < αιγυπτ. kmt «μαύρος» — «εύφορος» (πβ. Πλούταρχος: ώσπερ το μέλαν του οφθαλμού). Με τον ιωτακισμό, που ολοκληρώνεται στο Βυζάντιο μετά τον 10ο αι. (τότε «ιωτακίζονται» τα υ και οι, συμπίπτουν δηλ. με το ι, ενώ μέχρι τότε προφέρονταν και τα δύο ως /ü/, περίπου σαν το γαλλ. une), τα χυμεία και χημεία (υ και η) συμπίπτουν πλήρως και επικρατεί το χημεία (με -η-). [...] Συμπέρασμα: παρά το ότι η σύνδεση με τα χύμα / χυμός θα οδηγούσε περισσότερο στη χυμεία, η χρήση επέβαλε το χημεία από επίδραση των χημία και αλχημεία και από την εναλλαγή των δύο φωνηέντων που επέτρεψε ο ιωτακισμός. Η γραφή με -ει- προήλθε πιθ. από τ. *χυμεύω (μαγεύω — μαγεία κ.λπ.), όπως μαρτυρούν τα μτγν. χύμευσις, χυμευτικός.
.
Και στο ΛΚΝ:
χημεία η [ximía] Ο25 [...] [λόγ. αντδ. < γαλλ. chimie < alchimie `αλχημεία΄ < αραβ. al-kīmiyā (al: άρθρο) < συμφυρ. των ελνστ. χυμεία `επεξεργασία υγρών΄ (< αρχ. χῦμα `υγρό΄) + ελνστ. Χημία `Aίγυπτος΄ < αιγυπτ. kêm `μαύρη΄ (δηλ. εύφορη γη)]