In United States criminal law, probable cause is the standard by which an officer or agent of the law has the grounds to make an arrest, to conduct a personal or property search, or to obtain a warrant for arrest, etc. when criminal charges are being considered. It is also used to refer to the standard to which a grand jury believes that a crime has been committed. This term comes from the Fourth Amendment of the United States Constitution:
The right of the people to be secure in their persons, houses, papers, and effects, against unreasonable searches and seizures, shall not be violated, and no Warrants shall issue, but upon probable cause, supported by Oath or affirmation, and particularly describing the place to be searched, and the persons or things to be seized.
Στην ελληνική Βίκι κάποιος έχει μεταφράσει αυτή την τροπολογία, και η απόδοση "εκτός λόγω σοβαρής αιτίας" για το "upon probable cause" είναι λανθασμένη, δεν συμφωνείτε; Ίσως μπορεί κάποιος να μπει και να επεξεργαστεί αυτό το λήμμα.
Τροπολογία 4 – Έρευνα και κατάσχεση (1791)
The right of the people to be secure in their persons, houses, papers, and effects, against unreasonable searches and seizures, shall not be violated, and no Warrants shall issue, but upon probable cause, supported by Oath or affirmation, and particularly describing the place to be searched, and the persons or things to be seized.
Τροπολογία 4 – Έρευνα και κατάσχεση (1791)
Το δικαίωμα των πολιτών στην ατομική ασφάλεια, στην ασφάλεια των οικιών τους, των εγγράφων τους και των αντικειμένων τους έναντι παράλογων ερευνών και κατασχέσεων, δεν θα παραβιαστεί και δεν θα εκδοθούν Εντάλματα, εκτός λόγω σοβαρής αιτίας, συνοδευόμενα από Όρκο [ένορκη καταγγελία] ή επιβεβαίωση [αποδείξεις], και ειδική περιγραφή του τόπου που θα ερευνηθεί και των ατόμων ή των αντικειμένων που θα συλληφθούν.