metafrasi banner

probable cause

Alexandra

Super Moderator
Staff member
In United States criminal law, probable cause is the standard by which an officer or agent of the law has the grounds to make an arrest, to conduct a personal or property search, or to obtain a warrant for arrest, etc. when criminal charges are being considered. It is also used to refer to the standard to which a grand jury believes that a crime has been committed. This term comes from the Fourth Amendment of the United States Constitution:
The right of the people to be secure in their persons, houses, papers, and effects, against unreasonable searches and seizures, shall not be violated, and no Warrants shall issue, but upon probable cause, supported by Oath or affirmation, and particularly describing the place to be searched, and the persons or things to be seized.

Στην ελληνική Βίκι κάποιος έχει μεταφράσει αυτή την τροπολογία, και η απόδοση "εκτός λόγω σοβαρής αιτίας" για το "upon probable cause" είναι λανθασμένη, δεν συμφωνείτε; Ίσως μπορεί κάποιος να μπει και να επεξεργαστεί αυτό το λήμμα.

Τροπολογία 4 – Έρευνα και κατάσχεση (1791)

Το δικαίωμα των πολιτών στην ατομική ασφάλεια, στην ασφάλεια των οικιών τους, των εγγράφων τους και των αντικειμένων τους έναντι παράλογων ερευνών και κατασχέσεων, δεν θα παραβιαστεί και δεν θα εκδοθούν Εντάλματα, εκτός λόγω σοβαρής αιτίας, συνοδευόμενα από Όρκο [ένορκη καταγγελία] ή επιβεβαίωση [αποδείξεις], και ειδική περιγραφή του τόπου που θα ερευνηθεί και των ατόμων ή των αντικειμένων που θα συλληφθούν.




 

Palavra

Mod Almighty
Staff member
Η μετάφραση στην οποία παραπέμπεις έχει λάθη, αλλά θα επανέλθω. Για αυτό που ψάχνεις, το λεξικό νομικών όρων Σταμέλου-Χατζημανώλη δίνει πιθανή αιτία, νομίζω όμως ότι είναι αδιαφανές.

Ο αγγλικός ορισμός σύμφωνα με τη Βίκι: A common definition is "a reasonable amount of suspicion, supported by circumstances sufficiently strong to justify a prudent and cautious person's belief that certain facts are probably true"
Ας δούμε λίγο τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας:

Άρθρο 253, Προϋποθέσεις για τη διενέργεια έρευνας


Αν διεξάγεται ανάκριση για κακούργημα ή πλημμέλημα, έρευνα διενεργείται όταν μπορεί βάσιμα να υποτεθεί ότι η βεβαίωση του εγκλήματος, η αποκάλυψη ή η σύλληψη των δραστών ή τέλος η βεβαίωση ή η αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί ή να διευκολυνθεί μόνο με αυτήν.

Άρθρο 257, Σωματικές έρευνες​

1. Στους κατηγορουμένους γίνεται σωματική έρευνα, όταν εκείνος που διεξάγει την ανάκριση κρίνει ότι εξαιτίας σπουδαίων λόγων είναι χρήσιμη για την εξακρίβωση της αλήθειας.* Σε τρίτα πρόσωπα γίνεται, όταν υπάρχει σοβαρή και βάσιμη υπόνοια ή απόλυτη ανάγκη. Πάντως η έρευνα θα πρέπει να ενεργείται οπωσδήποτε με τρόπο που να μη θίγει, όσο είναι δυνατό, το αίσθημα ντροπής του προσώπου.



Αν το θέλεις για υπότιτλο, ίσως το βάσιμη υπόνοια του άρθρου 257 σε καλύπτει καλύτερα, γιατί δίνει άμεση και σχετικά διάφανη περιγραφή του τι σημαίνει το αγγλικό.
 

Alexandra

Super Moderator
Staff member
Ναι, ωραίο το βάσιμη υπόνοια, και όντως είναι για υπότιτλο. Θενκς, Παλ!
 

Earion

Moderator
Staff member
Να ρογηρεύσω κι εγώ παιδιά; :D Μήπως βάσιμες ενδείξεις;
 
Α, ζήλεψα! Σέλω να λογηλεύσω κι εγώ!
Σαφώς χρησιμοποιείται το "βάσιμες ενδείξεις", αλλά δεν θα το προτιμούσα. Ο ένας λόγος είναι ότι ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας γνωρίζει μεν κι αυτές, αλλά σαφώς προτιμά τις σοβαρές, τις επαρκείς ("για να κινηθεί η ποινική δίωξη") ή τις αποχρώσες. Ο δεύτερος είναι ότι δεν μου αρέσει γλωσσικά και λογικά, αν και εδώ μπαίνω στα χωράφια της προσωπικής μου αίσθησης. Δηλώνει δηλαδή με λιγότερη σαφήνεια από τις άλλες εκδοχές ότι οι ενδείξεις κρίνονται σε σχέση με κάτι άλλο (την κίνηση ποινικής δίωξης). Αν το "βάσιμες" νοηθεί απόλυτα, κάτι που μπορεί κάλλιστα να γίνει, εμένα όλες οι ενδείξεις βάσιμες μου φαίνονται. Δεν αμφισβητούνται πραγματολογικά, αλλά κρίνονται σε σχέση με τη θεμελίωση μιας γνώμης για την υπόθεση. Αντίθετα απ' ό,τι ισχύει για τους άλλους χαρακτηρισμούς, θα με μπέρδευαν φρικτά οι "αβάσιμες" ή "μη βάσιμες" ενδείξεις. Είπαμε όμως: καθαρά θέμα προσωπικής προτίμησης, αυτό είναι όλο.
Με την ευκαιρία ας παραπέμψουμε και στο νήμα κάποιου φόρουμ σχετικά με τις αποχρώσες ενδείξεις.
Μπορεί βέβαια να λέω βλακείες, αλλά πρέπει να έχουμε το βλέμμα στραμμένο στα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της γλώσσας μας. Αν έρθει ο Ρογήρος και με κατακεραυνώσει, θα έχουμε κερδίσει την έκφραση "πήγαινε ρογηρογυρεύοντας". Αν αυτό δεν συμβεί, προωθούμε την εμφάνιση αρσενικού γένους της ρογηρεύουσας. Τρέμετε, Παλάβρα και Ολ!
 
Και υπάρχουν πάντα και οι αποχρώσες ενδείξεις, τις οποίες βέβαια ο κώδικας ποινικής δικονομίας χρησιμοποιεί για μεταγενέστερο στάδιο (περάτωση της ανάκρισης, άρθρο 270).

Όσον αφορά την άσκηση ποινικής δίωξης, ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας κάνει λόγο απλώς για "επαρκείς ενδείξεις" (άρθρο 43).

Οι λύσεις που προτάθηκαν (βάσιμη υπόνοια, σοβαρή υπόνοια, βάσιμες ενδείξεις κ.λπ.) μπορούν να χρησιμοποιηθούν μάλλον χωρίς πρόβλημα. Απόλυτη αντιστοίχιση του ενός νομικού συστήματος με το άλλο δεν μπορεί να υπάρξει, οπότε υπάρχει μια ορισμένη ελευθερία κινήσεων. ;)
 
Πιάσε κόκκινο, Θέμη! Πιάσε κόκκινο! :D

Συνεννοημένοι πάντως δεν ήμασταν...
 

Alexandra

Super Moderator
Staff member
Έχω ένα μικρό πρόβλημα τώρα στον υπότιτλό μου με τη "βάσιμη υπόνοια".
Συζητάει κάποιος μ' έναν αστυνομικό που ισχυρίστηκε ότι έχει "probable cause" για να μπει σ' ένα σπίτι και να κάνει έρευνα χωρίς ένταλμα, επειδή στον τοίχο υπάρχουν τρύπες από σφαίρες -- μόνο που οι τρύπες ήταν πρόχειρα καλυμμένες με ταινία, την οποία αφαίρεσε και τις είδε. Οπότε ο άλλος τού λέει, "Probable cause needs to be readily apparent". Δεν ταιριάζει να πω "Η βάσιμη υπόνοια πρέπει να είναι ευχερώς ορατή". Συμφωνείτε;

Θα ταίριαζαν όμως οι "αποχρώσες ενδείξεις".
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Η βάσιμη υπόνοια πρέπει να είναι και εμφανής, γιατί δεν κάνει;
 
Πράγματι, φαίνεται να ταιριάζουν καλύτερα οι "ενδείξεις" (με οποιονδήποτε προσδιορισμό). Υποπτεύομαι κάποια λογοπαικτική χροιά, αφού τις τρύπες από σφαίρες τις είδε κι άρα αναμφισβήτητα έγιναν readily apparent. Η πρώτη μου σκέψη θα ήταν να χρησιμοποιήσω τις "ενδείξεις" με έναν προσδιορισμό που μου επιτρέπει να αποδώσω μια κάποια παιγνιώδη διάθεση. Για παράδειγμα, μια κάποια ρίμα: "Υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις" - "Οι επαρκείς πρέπει να είναι και εμφανείς". Φυσικά, μπορεί να κάνω λάθος στις υποθέσεις μου. Για να μην το σπρώξω αυθαίρετα πιο πέρα: "Εμφανέστατες, άρα επαρκέστατες". Μόνο η ενδιαφερόμενη μπορεί όμως να κρίνει τι ταιριάζει καλύτερα.

Έδιτ: Αν κρατηθεί η "βάσιμη υπόνοια", θα έλεγα μάλλον: "Η βάση της υπόνοιας πρέπει να είναι εμφανής".
 

Alexandra

Super Moderator
Staff member
Ακριβώς. Δεν λέει ότι πρέπει να είναι εμφανής η βάσιμη υπόνοια, αλλά η αιτία, η βάση αυτής της υπόνοιας.
 

nickel

Administrator
Staff member
Η υπόνοια δεν φτάνει να είναι βάσιμη, αλλά πρέπει και να φαίνεται βάσιμη.

Στον υπότιτλο δεν προλαβαίνεται το λογοπαίγνιο αυτό. Αν όμως κάποιος ξέρει τη ρήση για τη γυναίκα του Καίσαρα, μπορεί να χαμογελάσει.
 
"Για να είναι οι ενδείξεις αποχρώσες πρέπει να μπορείς και να τις δεις".
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
"Για να είναι οι ενδείξεις αποχρώσες πρέπει να μπορείς και να τις δεις".
Για να είναι οι ενδείξεις αποχρώσες πρέπει να φαίνεται και η χρώση το χρώμα τους. :p
 
Από χρώσες δεν γνωρίζω
αν βασίμως δεν ιδώ,
επαρκώς αν δεν τις ψαύσω
ίνα πάραυτα πεισθώ.
 

daeman

Administrator
Staff member
"Για να είναι οι ενδείξεις αποχρώσες πρέπει να μπορείς και να τις δεις".
«Αποχρώσες οι ενδείξεις»
δύνασαι ν' αποφανθείς
εάν κι εφόσον καταλήξεις
ικανός να τις ιδείς
:)
 
Top