τρικεράτωπας ή τρικεράτοπας; τρικεράτωπας

Έκανα αναζήτηση για τον όρο στα φόρουμ και δεν βρήκα αποτέλεσμα, ανοίγω λοιπόν νέο θέμα, αν έχει συζητηθεί αλλού και δεν το βρήκα παρακαλώ παραπέμψτε τε με εκεί.

Συχνά μεταφράζω παιδικά και εφηβικά βιβλία γνώσεων και βιβλία εκλαϊκευμένης επιστήμης, και μια που είμαι βιολόγος, συνήθως τα θέματα είναι φύση, ανθρώπινο σώμα και τα τοιαύτα. Έχω μεταφράσει πάρα πολλά βιβλία για δεινόσαυρους κι έχω μάθει όλα όσα δεν έβαζε ο νους μου για τα ζώα αυτά.

Πρόσφατα με ρώτησε η διορθώτρια σε κάποιες εκδόσεις που συνεργάζομαι, πώς γράφω το Τρικεράτοπας, και της είπα με όμικρον. Όταν με ρώτησε γιατί, ομολόγησα ότι απλώς ακολουθούσα τη "γραμμή" των διορθωτών κάποιων άλλων εκδόσεων με τις οποίες είχα μακροχρόνια συνεργασία.

Η πρώτη σκέψη που έκανα ήταν να βρω λέξεις με ίδια ετυμολογία και να δω πως κλίνονται. Σκέφτηκα "αχρωμάτωψ", ρώτησα την κοπελιά πώς γράφεται η γενική, μου είπε με όμικρον (ισχύει όντως αυτό;). Αμέσως μετά όμως σκέφτηκα "κύκλωψ" και ο κύκλωπας είναι σίγουρα με ωμέγα. Μόλις γύρισα σπίτι, άνοιξα το Επίτομο Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης του Δορμπαράκη και βρήκα τη λέξη "ωψ" αλλά και "οψ", με τις δύο ορθογραφίες, που σημαίνει "μάτι, όψη, πρόσωπο". Στην Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα πληροφορήθηκα ότι άλλο είναι η λέξη "ωψ" στις σύνθετες λέξεις (όπως κύκλωψ, αχρωμάτωψ, τρικεράτωψ) και άλλο η κατάληξη "-ωψ" των αρχαίων λέξεων (όπως μύωψ), επομένως δεν μπορούμε να βγάλουμε αναλογικά συμπεράσματα από τις λέξεις αυτές (ή μήπως μπορούμε; τι λένε οι φιλόλογοι;).

Να μη τα πολυλογώ, πελάγωσα και θα ήθελα κάποια τεκμηριωμένη άποψη ως προς το κριτήριο της ορθογραφίας της γενικής του "Τρικεράτωψ" και κατ' επέκταση της εκδημοτικισμένης εκδοχής "Τρικεράτοπας".

Ευχαριστώ εκ των προτέρων.
 

nickel

Administrator
Staff member
Ο μύωψ, του μύωπα έχει αυτό το παραγωγικό τέρμα —ωψ, που ανάγεται σε μια ινδοευρωπαϊκή ρίζα που σήμαινε «βλέπω». Στις λέξεις μύωπας, αμβλύωπας, πρεσβύωπας, Κύκλωπας, βλέπουμε να διατηρείται το «ω» στη γενική πτώση, οπότε και στη δημοτική πήραν την κατάληξη —ωπας στην ονομαστική.

Υπάρχει και το —οψ, παραγωγικό επίθημα για ζώα: έποψ, έποπος (ο τσαλαπετεινός), δρύοψ (δρυοκολάπτης), μέροψ (μελισσοφάγος), σκάλοψ (τυφλοπόντικας).

Μεταφέρω μέρος από την ετυμολογική σημείωση του Πάπυρου για το μέροψ:

ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μέροψ «άνθρωπος, βροτός» και «είδος πτηνού, ο μελισσοφάγος» (στον πληθ. Μέροπες, πρβλ. Δόλοπες) είναι ονομ. τών κατοίκων τής Κω, που θεωρήθηκαν ότι κατάγονται από τον αυτόχθονα ήρωα τής περιοχής ο οποίος ονομαζόταν Μέροψ (πρβλ. Μερόπη). Το όνομα αυτό εντάσσεται σε μια σειρά ονομάτων πουλιών και συγχρόνως λαών και ανθρώπων (πρβλ. δρύοψ: Δρύοπες, ἀέροψ: Ἀέροπες) που εμφανίζουν επίθημα -οπ-, αβέβαιης προέλευσης. Κατά μία άποψη, το επίθημα αυτό είναι προελληνικό, ενώ κατ' άλλη άποψη ανάγεται στη λ. ὄψ, ὀπός «όψη, όραση» ή «φωνή».[...]

Πράγματι, πάλι στον Πάπυρο:
οψ (I)
ὄψ, ὀπός, ἡ (Α)· (ποιητ. τ.) 1. φωνή ατόμου που μιλά, τραγουδά ή κράζει («Κίρκης... ἀειδούσης ὀπὶ καλῇ», Ομ.Οδ.)· 2. τετέρισμα· 3. βέλασμα· 4. ο ήχος τού αυλού· 5. έκφραση, λόγος («ὣς γὰρ ἐγὼν ὄπ' ἄκουσα θεῶν», Ομ.Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. *ὄψ, που απαντά μόνο στις πλάγιες πτώσεις ὀπός, ὀπί, ὄπα, προέρχεται από ένα αθέματο ρ., το οποίο μαρτυρείται στον αρχ. ινδ. τ. vakti «λέει» και ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *wek- «λέγω, ομιλώ» (πρβλ. ἔπος, εἰπεῖν, ἐνοπή). Η λ. συνδέεται με το αρχ. ινδ. vāk και το λατ. vōx, vōcis «φωνή», που εμφανίζουν μακρό φωνήεν (βλ. και λ. έπος)].

οψ (II)
ὄψ, ὀπός, ἡ (Α)· όψη, οφθαλμός, όραση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀπ- τού ὄπωπα* (πρβλ. ὄψις). Δεν μπορεί να εξακριβωθεί με βεβαιότητα αν ο τ. είναι αρχ. ή αν έχει προέλθει κατ' αποκοπή από τα σύνθ. σε -οψ (πρβλ. αίθ-οψ, οίν-οψ, μήλ-οψ)].

ώψ
ὠπός, ἡ και ὁ, Α· 1. οφθαλμός, μάτι· 2. πρόσωπο, όψη («ἀθανάτοις δὲ θεοῑς εἰς ὦπα ἐΐσκειν παρθενικῆς καλὸν εἶδος», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μαρτυρείται στην αιτ. ὦπα και σε σύνθεση στους επιρρμ. τ. εἰσῶπα, ἐνῶπα. Ανάγεται στην εκτεταμένη μορφή τής ΙΕ ρίζας *ok- «βλέπω» (βλ. λ. όπωπα)].

Στο OED γράφει για τον triceratops: [mod.L., f. Gr. τρικέρατ-ος three-horned + ὤψ face.]

Υπάρχει λοιπόν ένα μπέρδεμα, επειδή η λέξη ξεκίνησε έξω (αν και έχω την εντύπωση ότι και ο σκάλοψ ή σκάλωψ μάς είχε μπερδέψει παλιά).

Δηλαδή, έχουμε —ωψ για την όψη και τα ματάκια, —οψ για την όψη (σπάνιο) και τη φωνή των πουλιών, μπήκε ένα —ops στον δεινόσαυρο και έφερε την αναστάτωση. Πιστεύω ότι θα έπρεπε να είναι ή ο τρικεράτωψ - του τρικεράτωπος ή ο τρικεράτοψ - του τρικεράτοπος. Ωστόσο, και παλιά η γενική ήταν σε —οπος, οπότε θα γράφουμε τρικεράτοπας τώρα και θα έχουμε το κεφάλι ψηλά. Μπορούμε να λέμε ότι το λάθος ήταν εκείνων που έγραφαν τρικεράτωψ! Αν όμως πάμε με τον Κύκλωπα, τον κέρκωπα (πίθηκος) και τον μύωπα, τότε θα πρέπει να διορθώσουμε τις παλιές γενικές και τη σημερινή ονομαστική.


Άντε τώρα να δούμε τι θα κάνουμε με τον... ασπρομάτη. Ζωστέρωψ. Zosterops [mod.L. (Vigors and Horsfield, 1827), f. Gr. ζωστήρ girdle + ὤψ eye.]

Γιατί όχι Ζωστήρωψ; Γιατί, Πάπυρέ μου, μόνο στην εγκυκλοπαίδεια και όχι και στο λεξικό, μπας και προτείνεις και τη γενική;

(Ναι, κι εγώ πελάγωσα.)
 
Αγαπητή μου,

Η απορία σας είναι εύλογη, εφόσον αναφέρεστε σε όρους μη κληρονομημένους, για τους οποίους πρέπει να αντλήσουμε συμπεράσματα από αρχαίους αντίστοιχους.

Αληθεύει ότι στην αρχαία γλώσσα έχουμε ουσιαστικό ὄψ / ὤψ «βλέμμα, όψη - μάτι», το οποίο συνδέεται εξάλλου με τον αναδιπλασιασμένο παρακείμενο ὄπωπα και με το ουσ. ὄψις. Η λέξη χρησιμοποιήθηκε κυρίως ως ατονημένο επίθημα και είναι αλήθεια ότι αρχικά συναντούμε τον βραχύ τύπο, π.χ. οἶνοψ, μέροψ (πβ. τον ομηρικό οἴνοπα πόντον), Αἰθίοψ, -οπος (γνωστό από τα Μυκηναϊκά).

Εντούτοις, οι τύποι σε -ωψ είναι αφθονότεροι, επειδή ενισχύθηκαν από γνωστό μορφοφωνολογικό νόμο των αρχαίων, ο οποίος προέβλεπε έκταση του αρχικού βραχέος φωνήεντος εν συνθέσει. Έτσι, έχουμε τους αρχ. τύπους μύ-ωψ, κύν-ωψ, εὔ-ωψ κ.ά. το κυριωνύμιο Κύκλ-ωψ, -ωπος, το θηλ. τέρμα -ῶπις (π.χ. γλαυκ-ῶπις) και, κατ' εξοχήν, το λεξικό επίθημα -ωπός (π.χ. ἀρρεν-ωπός, ἀγρι-ωπός, σκυθρ-ωπός).

Συνεπώς, η νεόπλαστη λέξη τρικεράτωψ είναι λογικότερο να συμμορφωθεί με την πολυπληθέστερη κατηγορία, από την οποία έχουμε κληρονομήσει λέξεις στη Νέα Ελληνική, και να γραφτεί με -ω- (τρικεράτωπας), καθώς ο μεταπλασμός είχε την αφετηρία του στην αιτιατική (π.χ. Κύκλωπα > Κύκλωπας).

Σημειώστε, παρακαλώ, ότι δεν υπάρχει λέξη *αχρωμάτωψ, διότι το ουσ. αχρωματοψία (ελληνογενής ξένος όρος) σχηματίστηκε στη Γαλλική με β΄ συνθετικό το ουσ. ὄψις και όχι το επίθημα -ωψ / -οψ.

Ελπίζω οι πληροφορίες αυτές να απαντούν στο ερώτημά σας.
Ευχαριστώ.
 
Last edited by a moderator:
Ευκαιρία. Θυμάμαι ότι ο Μπαμπ, την "Καλλιόπη" απο το "οψ" Παπύρου Ι. Γιατί όχι από το ΙΙ;
 

nickel

Administrator
Staff member
Ωραία. Είπα κι εγώ να το ψάξω λίγο περισσότερο και… έπεσα πάνω στον εαυτό μου. Που με αφορμή μια ερώτηση στο ProZ.com, όπου σχολίαζα:
Τρικεράτωπας για τους σωστούς δημοτικιστές, κατά τα "πρεσβύωπα", "κώνωπα". Και στην κλίση "του τρικεράτωπα". Τα εις -όπα, άτοπα.
έγραψα στο παλιό φόρουμ (τότε με χρηστώνυμο nickel, σήμερα user7, αύριο έχει ο Θεός):

Με αφορμή μια ερώτηση (αλλού), έπεσα πάνω σ' ένα ορθογραφικό αλαλούμ. Ο λόγος για τον ... Το ζώο είναι ο τρικεράτωψ. Τον ονόμασε έτσι, το 1889, ένας παλαιοντολόγος, ο Othniel Charles Marsh. Από το "τρικέρατος" και το "ωψ" = όψη, πρόσωπο (που απαντά στα αρχαία μόνο στην αιτιατική "ώπα"). Three-horned face, δηλαδή.

Η κατάληξη -ωψ (με την ίδια προέλευση) απαντά επίσης στις λέξεις: Κύκλωπα, μύωπα, πρεσβύωπα (αλλά και υπερμέτρωπα, αμβλύωπα, ημεράλωπα) όπως και στον κώνωπα (με άγνωστη προέλευση).

Οπότε το τρικέρατο αλλά γλυκούλι τερατάκι κλίνεται: ο τρικεράτωψ (δημοτική: τρικεράτωπας), του / τον τρικεράτωπα (γεν. αρχ. τρικεράτωπος), οι / τους τρικεράτωπες, των τρικερατώπων.

Αλλά ιδού πράμα στο διαδίκτυο:
τρικεράτοπος
τρικεράτοπες
τρικεράτοπας
τρικεράτοπα

Ίσως κι άλλα "άτοπα", αλλά βαρέθηκα να τα μαζεύω [...].

(Υπάρχει ωστόσο κι άλλο "οψ, οπός" = όψη, οφθαλμός, όραση, από το οποίο ο Αιθίοψ, Αιθίοπας.)


Βλέπω τώρα ότι δεν σπανίζουν τα ευρήματα με «ω», οι τρικεράτωπες.

Όμως, δεν τελειώνουν έτσι εύκολα τα βάσανά μας. Σε ποια οικογένεια ανήκει ο τρικεράτωψ; Στους Ceratopsidae.
Που βέβαια παντού είναι Κερατοψίδες.

Είχαν προβλήματα οι πρωτόπλαστοι, αλλά και τα νεόπλαστα δεν πάνε πίσω!
 
nickel και moshe, ευχαριστώ πολύ.

Το συμπέρασμα λοιπόν είναι, ο Τρικεράτωψ, του Τρικεράτωπος, δημοτική ο Τικεράτωπας.

Και φυσικά δεν τελειώνουν εύκολα τα βάσανά μας, νίκελ. το σκεφτόμουν κι εγώ:

Εκτός από την οικογένεια Ceratopsidae υπάρχουν επίσης
η υπεροικογένεια Ceratopsoidea
και η υποτάξη Ceratopsia.

Και άντε την υπεροικογένεια σχεδόν ποτέ δεν θα μας ζητηθεί να την αποδόσουμε στα ελληνικά (μήπως όμως αυτό σημαίνει ότι δεν θα έπρεπε να είμαστε προετοιμασμένοι? ) αλλά την υποτάξη την συναντώ συχνά σε παιδικά βιβλία (μα τόση επιστημοσύνη πια!), και μέχρι σήμερα την απέδιδα Κερατόψια (και την οικογένεια Κερατοψίδες βέβαια).
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Μπα, ο τιτλατζής έλειπε από την τάξη τη μέρα που έκαναν τους μεγάλος αριθμούς. Στο κείμενο, τέσσερα βήματα έχει.
 
Ο τιτλατζής δεν κάνει λάθος. Ο αποκεφαλισμός, σύμφωνα με το άρθρο, είναι τα δύο από τα τέσσερα βήματα.
 

nickel

Administrator
Staff member
Ήμουν βέβαιος ότι κάποιος θα το έλεγε αυτό. Και σχεδόν βέβαιος ότι θα το έλεγες εσύ...
 

Gilgamesh

Member
Εν τω μεταξύ, το ζώο αυτό ανήκει στην υπόταξη ceratopsia όπου υπάρχει και η οικογένεια ceratopsidae μεταξύ άλλων.
Πώς τα εξελληνίζουμε αυτά; ωμέγα ή όμικρον;
 

nickel

Administrator
Staff member
Εκτός από τους τύπους Ceratopsia και Ceratopsidae, υπάρχουν επίσης οι τύποι Ceratopia και Ceratopidae, οι οποίοι είναι σύμφωνοι με τον ελληνικό σχηματισμό παραγώγων. Αυτούς τους τύπους θα ακολουθούσα για να έχω στα ελληνικά Κερατώπια και Κερατώπιδες.

Σε μια αρχαία αστρολογία γράφει για το φεγγάρι των πρώτων ημερών: «Μήνης κερατώπιδος», δηλ. της μήνης που μοιάζει με κέρατο.

Βλέπω ωστόσο ότι τα έχουν ήδη κάνει Κερατόψια και Κερατόψιδες [γκουγκλιές]. Αυτά είναι... μεταγραμματισμοί.
 
Top