διευκρινώ ή διευκρινίζω;

nickel

Administrator
Staff member
Υπάρχει κανένας που να λέει ή να γράφει διευκρινώ; Όχι. Δυο μαραμένα *διευκρινεί βρήκα στο διαδίκτυο. Κανένα *διευκρινούν. Αυτό είναι ρήμα της αρχαίας. Το εγκαταλείψαμε και στις μέρες μας χρησιμοποιούμε το διευκρινίζω. Πώς κλίνεται αυτό; Διευκρίνισα, έτσι; (10.400 ευρήματα) Όχι *διευκρίνησα, εντάξει; (Παρά τα 13.600 ευρήματα.) Να διευκρινίσω και όχι να *διευκρινήσω. (Εδώ υπερτερούν τα σωστά.) Αδιευκρίνιστος.

Και διευκρίνιση, διευκρινίσεις.
376.000 διευκρινήσεις! Για όνομα του Θεού!

Και για να ξεμπερδεύουμε μια και καλή:

αποσαφήνιση και διασαφήνιση και όχι *αποσαφήνηση ή *διασαφήνηση (λέει κανείς διασαφηνώ;)
(αλλά διασάφηση, από διασαφώ)
ασφάλιση και όχι *ασφάληση
ψήφιση και όχι *ψήφηση
εκσπερμάτιση (ή εκσπερμάτωση) και όχι *εκσπερμάτηση
κατάρτιση και όχι *κατάρτηση (Κρεμάστε τους από το πιο ψηλό κατάρτι!)
φώτιση και όχι *φώτηση (ας τους φωτίσει ο Θεός)
μεταχείριση και όχι *μεταχείρηση (αλλά επιχείρηση)
διαφήμιση και όχι *διαφήμηση (πάρτε 666.000 εξαποδώ, τόσα μου βγαίνουν!)

δυσφήμηση ή δυσφήμιση (ανάλογα με τον αν λέτε δυσφημώ ή δυσφημίζω)
άνθιση (από το ανθίζω) ή άνθηση (από το ανθώ)
εξασθένηση (από το εξασθενώ) και εξασθένιση (από το εξασθενίζω) (Μερικοί χρησιμοποιούν το πρώτο σαν αμετάβατο και το δεύτερο σαν μεταβατικό.)

Και μετά από όλα αυτά, ποιος τολμηρός θα πιάσει να γράψει για την εγχείρηση / εγχείριση;

(Ναι, και κάποια στιγμή θα ξαναπούμε για τα καταχώρηση και καταχώριση, αλλά και τα σύγχυση και σύγχιση.)

(Όχι, Μπόμπο, το μιάμιση δεν βγαίνει από ρήμα *μιαμίζω!)
 

Alexandra

Super Moderator
Staff member
(Ναι, και κάποια στιγμή θα ξαναπούμε για τα καταχώρηση και καταχώριση, αλλά και τα σύγχυση και σύγχιση.)
Να σπεύσετε, παρακαλώ, γιατί εγώ δεν βλέπω σε κανένα λεξικό να γράφει "σύγχιση" και έχω πάθει μεγάλη σύγχυση.
 

Elena

¥
Και μετά από όλα αυτά, ποιος τολμηρός θα πιάσει να γράψει για την εγχείρηση / εγχείριση;

Δεν ξέρω ποιος τολμηρός θα γράψει, αλλά ξέρω ποιος θα
(ψιλο-) αντιγράψει βιαστικά (moi):

εγχείρησις (η ενέργεια του εγχειρώ, απόπειρα, επιχείρηση κ.λπ.)
|| (ιατρ.) τεχνική επέμβαση (επί) ασθενούς, κυρίως δια τεμνόντων εργαλείων: (φρ. σκωπτ.) «η εγχείρησις επέτυχεν, αλλ' ο ασθενής απέθανεν».

εγχείριση (η πράξη του εγχειρίζω -και εγχειρισμός- παραδίδω, δίδω εις χείρας τινός ||... αλλά και αντί του εγχειρώ

(ΠΡΩΪΑΣ... Δημητράκου)
 
Δεν ξέρω ποιος τολμηρός θα γράψει, αλλά ξέρω ποιος θα
(ψιλο-) αντιγράψει βιαστικά (moi):

εγχείρησις (η ενέργεια του εγχειρώ, απόπειρα, επιχείρηση κ.λπ.)
|| (ιατρ.) τεχνική επέμβαση (επί) ασθενούς, κυρίως δια τεμνόντων εργαλείων: (φρ. σκωπτ.) «η εγχείρησις επέτυχεν, αλλ' ο ασθενής απέθανεν».

εγχείριση (η πράξη του εγχειρίζω -και εγχειρισμός- παραδίδω, δίδω εις χείρας τινός ||... αλλά και αντί του εγχειρώ

(ΠΡΩΪΑΣ... Δημητράκου)

Ναι, αλλά αν η εγχείρηση πάνω σ' έναν ασθενή γράφεται έτσι, τότε ο ασθενής πρέπει να λέγεται εγχειρημένος, και όχι εγχειρισμένος, νεσπα; (Θα μου πεις βέβαια για το μετεγχειρητικό στάδιο).
 

Elena

¥
Ναι, αλλά αν η εγχείρηση πάνω σ' έναν ασθενή γράφεται έτσι, τότε ο ασθενής πρέπει να λέγεται εγχειρημένος, και όχι εγχειρισμένος, νεσπα; (Θα μου πεις βέβαια για το μετεγχειρητικό στάδιο).


Mπα, τίποτα δε θα σου πω (μια και ο Δημητράκος δίνει και «αντί του εγχειρώ»... και μια και βολεύομαι με το «χειρουργημένος» (>χειρουργώ)- αν κι έχω πέσει σε αυτό:

http://adamantobabis.blogspot.com/2008/08/blog-post_6754.html



(Btw: να μου θυμίσεις να σου πω το ανέκδοτο με το «παίζετε τέταρτος στο μπριτζ;») :)
 

nickel

Administrator
Staff member
Κακά τα ψέματα. Αντιλαμβανόμαστε όλοι ότι έχει επικρατήσει η χρήση του εγχειρίζω:
Τον εγχειρίζουν τώρα. (Δεν λέμε «Τον εγχειρούν τώρα».)
Εγχειρισμένος. Να εγχειριστεί στην Αγγλία. Πού εγχειρίστηκε τελικά;

Δύσκολο πια να ακούσουμε τον κύριο όπου μας έστειλες και που έχει μείνει πολλά χρόνια πίσω (ένα αστεράκι στην αρχή για όλη την παράγραφο):
*Κάνω εγχείρησι. Συγχέεται μέ τό εγχειρίζω=δίνω στό χέρι. Ετσι γράφεται καί λέγεται: εγχειρισμένος, εγχειρισθείς, θά εγχειρισθή, εγχείριση, αντί τών ορθών: εγχειρημένος, εγχειρηθείς, θά εγχειρηθή, εγχείρησις κτλ.​
Το ρήμα είναι πια εγχειρίζω. Απείραχτο ωστόσο έχει μείνει το επίθετο εγχειρητικός. Οπότε μένει να αποφασίσουμε τι θα κάνουμε με το ουσιαστικό που δεν δηλώνει την ταυτότητά του στο αφτί. Θα το αφήσουμε εκεί που ήταν (εγχείρηση) ή θα το βάλουμε να συμφωνήσει με το ρήμα (εγχείριση);

Το αντίστροφο συμβαίνει με το καταχωρίζω (Είναι τρελοί αυτοί οι Ρωμιοί!). Αν επικρατήσει το καταχωρώ (καταχωρημένος, να καταχωρηθεί, καταχωρήθηκε), δεν θα πρέπει να γράφουμε και καταχώρηση αντί για καταχώριση;
 
Το αντίστροφο συμβαίνει με το καταχωρίζω (Είναι τρελοί αυτοί οι Ρωμιοί!). Αν επικρατήσει το καταχωρώ (καταχωρημένος, να καταχωρηθεί, καταχωρήθηκε), δεν θα πρέπει να γράφουμε και καταχώρηση αντί για καταχώριση;

Δεν είναι και τόσο αντίστροφο, διότι το καταχώρηση ήδη υπερτερεί σε σχέση με το καταχώριση (10:1 αναξιόπιστες γουγλιές). Για μένα μάλιστα, το γεγονός ότι υπάρχει καταχωρητής αλλά όχι καταχωριστής είναι η ταφόπετρα στην οικογένεια Χωρίζου.
 

Elsa

¥
Και φωτογραφίζω > φωτογράφιση και όχι φωτογράφηση κι ας έχει σχεδόν διπλάσιες γκουγκλιές.
 
κατάρτιση και όχι *κατάρτηση (Κρεμάστε τους από το πιο ψηλό κατάρτι!)

Παρακαλώ να με κατακρημνίσετε/κατακρημνήσετε στα βράχια.

Να σπεύσετε, παρακαλώ, γιατί εγώ δεν βλέπω σε κανένα λεξικό να γράφει "σύγχιση" και έχω πάθει μεγάλη σύγχυση

Αλεξ., ο Μπαμπ. κάνει τη διάκριση σε σύγχυση (συγχέω) και σύγχιση (συγχίζω/-ομαι), την οποία βρίσκω σωστή αλλά και χρήσιμη, για να ξέρουμε πότε είναι κανείς απλώς μπερδεμένος ή ψυχικά ταραγμένος, αναστατωμένος.
 

nickel

Administrator
Staff member
Σιχαίνομαι να διευκρινίζω κάθε τόσο ότι το ρήμα είναι (πια) διευκρινίζω, να διευκρινίσω, τη διευκρίνιση. Οπότε, bump.
 
Top