Όπως μας λένε τα λεξικά, το πρωτόλειο είναι «το πρώτο, λογοτεχνικό συνήθως έργο κάποιου, που έχει κατά κανόνα πολλές αδυναμίες: Τα πρωτόλεια του Παλαμά. Αυτό το ποίημα μπορεί να χαρακτηριστεί ως πρωτόλειο». (ΛΚΝ)
Ουσιαστικό ήταν και στα αρχαία: από τη λεία, τα πρωτόλεια ήταν η πρώτη λεία που αφιέρωναν στους θεούς και στη συνέχεια οι πρώτοι καρποί μιας σοδειάς (πάλι για τους θεούς). Τώρα πώς από τη λεία πήγαμε στον πληθυντικό τα πρωτόλεια και από εκεί στον ελληνιστικό ενικό το πρωτόλειο, μη με ρωτήσετε. Σε θέση επιθέτου πάντως βρίσκω μία μόνο χρήση, οπότε δεν πρέπει να επηρέασε τη σημερινή εξέλιξη.
Η σημερινή εξέλιξη έχω την εντύπωση ότι ξεκίνησε εδώ και μερικές δεκαετίες, όταν το πρωτόλειο έκανε διάφορες συμφράσεις του είδους πρωτόλειο έργο, πρωτόλεια εργασία, πρωτόλεια παραγωγή, για να περιγράψει έργα πρώιμα και ανώριμα.
Έτσι έγινε κανονικότατο επίθετο, ο πρωτόλειος, η πρωτόλεια, το πρωτόλειο, με σημασίες που καλύπτουν την γκάμα: αρχικός, πρώιμος, πρωτόγονος, ανώριμος, ανεπεξέργαστος, αδούλευτος, ατελής. Το έχει και το ΛΝΕΓ: «πρωτόλειος, -α, -ο [μτγν.] αυτός που αποτελεί το πρώτο έργο ή έχει τα χαρακτηριστικά ενός πρώτου, συνεπώς μη τελειοποιημένου, έργου: διατύπωσε τις θέσεις του σε πρωτόλεια μορφή». Το έχει και το Wiktionary. Κοιτάζοντας τις χρήσεις του επιθέτου στο διαδίκτυο, πιστεύω ότι συχνά θα μπορούσε να στέκει καλύτερα αν είχαμε πρωτόγονος ή πρώιμος στη θέση του. Αλλά, γούστα είναι αυτά.
Παραδείγματα:
Στα μεταφραστικά μας. Για το ουσιαστικό έχω μπόλικες προτάσεις από τον Κοραή:
πρωτόλειο = early (literary) work, first work, immature work, juvenilia: Στο δραματολόγιό τους περιλαμβάνονταν και κάποια πρωτόλεια νέων συγγραφέων. Their repertory included juvenilia by new writers.
Για το επίθετο προτείνω:
early, immature, unsophisticated, germinal, embryonic
Ουσιαστικό ήταν και στα αρχαία: από τη λεία, τα πρωτόλεια ήταν η πρώτη λεία που αφιέρωναν στους θεούς και στη συνέχεια οι πρώτοι καρποί μιας σοδειάς (πάλι για τους θεούς). Τώρα πώς από τη λεία πήγαμε στον πληθυντικό τα πρωτόλεια και από εκεί στον ελληνιστικό ενικό το πρωτόλειο, μη με ρωτήσετε. Σε θέση επιθέτου πάντως βρίσκω μία μόνο χρήση, οπότε δεν πρέπει να επηρέασε τη σημερινή εξέλιξη.
Η σημερινή εξέλιξη έχω την εντύπωση ότι ξεκίνησε εδώ και μερικές δεκαετίες, όταν το πρωτόλειο έκανε διάφορες συμφράσεις του είδους πρωτόλειο έργο, πρωτόλεια εργασία, πρωτόλεια παραγωγή, για να περιγράψει έργα πρώιμα και ανώριμα.
Έτσι έγινε κανονικότατο επίθετο, ο πρωτόλειος, η πρωτόλεια, το πρωτόλειο, με σημασίες που καλύπτουν την γκάμα: αρχικός, πρώιμος, πρωτόγονος, ανώριμος, ανεπεξέργαστος, αδούλευτος, ατελής. Το έχει και το ΛΝΕΓ: «πρωτόλειος, -α, -ο [μτγν.] αυτός που αποτελεί το πρώτο έργο ή έχει τα χαρακτηριστικά ενός πρώτου, συνεπώς μη τελειοποιημένου, έργου: διατύπωσε τις θέσεις του σε πρωτόλεια μορφή». Το έχει και το Wiktionary. Κοιτάζοντας τις χρήσεις του επιθέτου στο διαδίκτυο, πιστεύω ότι συχνά θα μπορούσε να στέκει καλύτερα αν είχαμε πρωτόγονος ή πρώιμος στη θέση του. Αλλά, γούστα είναι αυτά.
Παραδείγματα:
- ένα βιβλίο πρωτόλειας γραφής
- διάβασα από την αρχή ώς το τέλος τους πρωτόλειους, έστω, απλοϊκούς στίχους της ποιητικής συλλογής του
- Αλλ' αυτός ό αρχάριος, ο πρωτόλειος, ο πρωτόγονος μανιχεϊσμός [sic]: ό,τι σοβιετικόν: καλόν, ό,τι αμερικανικόν: κακόν.
- πρωτόλεια αστική τάξη, πρωτόλεια κοινωνία (!)
- δεν φαίνεται να υπερέβαινε τα πλαίσια μιας «πρωτόλειας» ολιγομελούς επαναστατικής οργάνωσης (!)
- Η αναζήτηση μιας πρωτόλειας ευρωπαϊκής ομοσπονδίωσης (!!)
Στα μεταφραστικά μας. Για το ουσιαστικό έχω μπόλικες προτάσεις από τον Κοραή:
πρωτόλειο = early (literary) work, first work, immature work, juvenilia: Στο δραματολόγιό τους περιλαμβάνονταν και κάποια πρωτόλεια νέων συγγραφέων. Their repertory included juvenilia by new writers.
Για το επίθετο προτείνω:
early, immature, unsophisticated, germinal, embryonic