Το γκίνγκο έχει κι άλλο, -χμ- ελληνοπρεπέστερο (; )όνομα: Σαλισβουρία η αδιαντόφυλλος, προφανώς προς τιμήν του βοτανολόγου Richard A. Salisbury
Επειδή έλυσα την απορία μου, μπορεί να σας ενδιαφέρει κι εσάς: αδίαντος, -ον [από ρήμα διαίνω «υγραίνω, βρέχω»] είναι «αυτός που δεν υγράνθηκε, που δεν βράχηκε ή δεν ίδρωσε».
Επειδή έλυσα την απορία μου, μπορεί να σας ενδιαφέρει κι εσάς: αδίαντος, -ον [από ρήμα διαίνω «υγραίνω, βρέχω»] είναι «αυτός που δεν υγράνθηκε, που δεν βράχηκε ή δεν ίδρωσε».
Κάτι που δεν βρέχεται, λεκιάζει και πιο δύσκολα, οπότε μπορούμε να πούμε αδίαντα τραπεζομάντιλα αντί αλέκιαστα, να ησυχάσει κι ο Helle!