Λεξικά — αδιατάρακτα κι αλέκιαστα

Alexandra

Super Moderator
Staff member
Δεν ξέρω, εξακολουθεί να μου είναι ξένη η φράση "πουλάνε αλέκιαστα τραπεζομάντιλα" -αν μου το έλεγες, θα απαντούσα "αυτό μας έλειπε να τα πουλάνε λεκιασμένα".
Ακριβώς το ίδιο θα έλεγα κι εγώ :)
 

Zazula

Administrator
Staff member
Η πρώτη μου σκέψη θα ήταν ότι το σούπερ μάρκετ είναι γελοίο και λέει κάτι που θα έπρεπε να είναι αυτονόητο, πράγμα καθόλου σπάνιο στο μάρκετινγκ.
Είπα άλλους να ρωτήσεις κατ' αυτόν τον τρόπο, όχι τον εαυτό σου!

Δεν ξέρω, εξακολουθεί να μου είναι ξένη η φράση "πουλάνε αλέκιαστα τραπεζομάντιλα" -αν μου το έλεγες, θα απαντούσα "αυτό μας έλειπε να τα πουλάνε λεκιασμένα".
Κι αν σου ζητούσαν να τα ονοματίσεις, πώς θα τα 'λεγες — «μη-ευκόλως κηλιδούμενα»; :p
 

Zazula

Administrator
Staff member
Δυσλέκιαστα! :p
Χαχα, χτύπησα δυσ%ος στην Πύλη και δεν υπάρχει ούτε μία θετική λέξη στο συγκεκριμένο μοτίβο — οπότε τους κατανοώ πλήρως τους μαρκετίστες. :D
 
Είπα άλλους να ρωτήσεις κατ' αυτόν τον τρόπο, όχι τον εαυτό σου!


Κι αν σου ζητούσαν να τα ονοματίσεις, πώς θα τα 'λεγες — «μη-ευκόλως κηλιδούμενα»; :p

Αλεξικήλιδα. Αν δεν σ' αρέσει η αρχαΐζουσα εσάνς, μπορείς να πεις αντικηλιδωτικά ή "που δεν λεκιάζουν εύκολα". Δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να υπάρχει μια τόσο counter-intuitive λέξη για κάτι τόσο ασήμαντο. Ούτε καταλαβαίνω τον φόβο και τρόμο της περίφρασης. Εκτός των άλλων, η λέξη αλέκιαστα, με αυτήν την έννοια, είναι παραπλανητική. Υπάρχει λόγος που στα αγγλικά λέγονται stain-resistant και όχι non-staining.
 

Zazula

Administrator
Staff member
Κατ' αρχάς, κατανοήστε (κι αποδεχθείτε — δεν είναι δα και τόσο βαρύ) ότι η αγορά έχει ήδη αποφασίσει.
Στη συνέχεια, αναρωτηθείτε τι ακριβώς κάνετε όταν ζητάτε να σας εγκαταστήσουν στο σπίτι μια «απαραβίαστη πόρτα».
Τέλος, αυτά· ο συγκεκριμένος γλωσσικός μηχανισμός δουλεύει είτε μ' εμάς είτε χωρίς εμάς. :)
 

Elsa

¥
Στη συνέχεια, αναρωτηθείτε τι ακριβώς κάνετε όταν ζητάτε να σας εγκαταστήσουν στο σπίτι μια «απαραβίαστη πόρτα».
Παρόμοιο, οι αδιάρρηκτες πόρτες, κλειδαριές κ.λπ.

Όλα τα παραδείγματα που βρήκαμε, ξεκινάνε με το στερητικό α- τυχαίο;
 
Κατ' αρχάς, κατανοήστε (κι αποδεχθείτε — δεν είναι δα και τόσο βαρύ) ότι η αγορά έχει ήδη αποφασίσει.

Δεν το δέχομαι και δεν βλέπω να έχει αποφασίσει η αγορά εκτός κι αν την έμπνευση ενός κατασκευαστή εσύ την ονομάζεις αγορά.
 

nickel

Administrator
Staff member
Καλημέρα. Το λόγιο και σαφές θα ήταν βέβαια «μη κηλιδούμενα», αλλά αν το ζητήσετε στο Γκουγκλ θα το βρείτε να το λέμε εμείς.

Να βάλω τα δύο συναφή λήμματα από το ΛΚΝ, να φανεί όλο το πανόραμα αυτών των επιθημάτων.

-τος -τη -το [tos] & -ητος -ητη -ητο [itos] & -ωτος -ωτη -ωτο [otos] & -ιστος 1 -ιστη -ιστο [istos] ανάλογα με το συνοπτικό θέμα του ρήματος από το οποίο σχηματίζονται : επίθημα για το σχηματισμό προπαροξύτονων ρηματικών επιθέτων με στερητική σημασία, συχνά με το στερητικό α- 1· συνήθ. δηλώνει: 1. ότι δεν μπορεί να ισχύσει για το προσδιοριζόμενο αυτό που εκφράζει ή συνεπάγεται το ρήμα από το οποίο παράγεται (δεν υπάρχει αναγκαστικά θετικός τύπος σε -τός): αχώνευτος· αναρίθμητος, που δεν μπορεί να αριθμηθεί· ασήκωτος· ακανόνιστος. || δυσκολοαπόκτητος, ευκολοδίδακτος, που δύσκολα, εύκολα αποχτιέται, διδάσκεται· αβαθμολόγητος, ανεξήγητος, αψυχολόγητος. 2. ότι το προσδιοριζόμενο δεν έχει υποστεί τη διαδικασία, την ενέργεια που συνεπάγεται το ρήμα από το οποίο παράγεται· στην περίπτωση αυτή το επίθετο λειτουργεί ως αντίθετο παθητικών μετοχών σε -μένος: άδετος, ακαλλιέργητος, αμάσητος, ασιδέρωτος, αστέγνωτος, ασφράγιστος, αφορολόγητος, αχτένιστος. ANT δεμένος, καλλιεργημένος κτλ.
[αρχ. -τος κυρ. μεταρ. επίθημα παραγωγικό παθ. επιθ.: αρχ. ἀκίνη-τος, ἄλυ-τος]

-τός -τή -τό [tós] & -ητός -ητή -ητό [itós] & -ετός -ετή -ετό [etós] & -ωτός 2 -ωτή -ωτό [otós] & -στός -στή -στό [stós] & -ιστός -ιστή -ιστό [istós] & -φτός -φτή -φτό [ftós] & -χτός -χτή -χτό [xtós] ανάλογα με το συνοπτικό θέμα του ρήματος από το οποίο σχηματίζονται : επίθημα για το σχηματισμό επιθέτων παράγωγων από ρήματα. I1. δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο: α. μπορεί να δεχτεί την ενέργεια που εκφράζει το ρήμα: (υποφέρω) υποφερτός· (απαιτώ) απαιτητός, (αριθμώ) αριθμητός· (επαινώ) επαινετός· (βιδώνω) βιδωτός· (σπάζω) σπαστός· (κουρδίζω) κουρδιστός· (τρίβω) τριφτός· (ρίχνω) ριχτός. β. είναι άξιο γι’ αυτό που εκφράζει το ρήμα, συγκεντρώνει όλα τα στοιχεία για να ισχύσει αυτό που εκφράζει το ρήμα: αγαπητός, αρεστός, επιθυμητός, μισητός, ποθητός, που τον αγαπούν, που αξίζει να τον αγαπούν κτλ. γ. γίνεται, ισχύει, λειτουργεί με τον τρόπο που υποδηλώνει η πρωτότυπη λέξη: (κλαψουρίζω) κλαψουριστός, (συλλαβίζω) συλλαβιστός, (τραβώ) τραβηχτός. 2. αποδίδει στο προσδιοριζόμενο ένα μόνιμο και σταθερό διακριτικό του χαρακτηριστικό σε αντίθεση με την παθητική μετοχή σε -μένος του ίδιου ρήματος (με την επιλογή της οποίας εξυπακούεται συνήθ. και δήλωση του ποιητικού αιτίου): (κομματιάζω) κομματιαστός, (πλέκω) πλεχτός, (σφραγίζω) σφραγιστός, (σχίζω) σχιστός, (χτυπώ) χτυπητός. || κάποτε καταλήγει να συμπίπτει στη χρήση με την παθητική μετοχή σε -μένος, -όμενος του ίδιου ρήματος, παρόλο που η βασική τους διαφορά εξακολουθεί στην ουσία να υπάρχει: (επιτρέπω) επιτρεπτός - επιτρεπόμενος, (σκαλίζω) σκαλιστός - σκαλισμένος. 3. σε περιφραστική παθητική σύνταξη: γίνεται δεκτό / αντιληπτό κτλ., το δέχονται / το αντιλαμβάνονται κτλ. II. με ουσιαστικοποίηση ενός από τα τρία γένη του επιθέτου: ο συρτός· η μπηχτή, τρυπητή· το βραστό, πλεχτό, υφαντό.
[αρχ. & λόγ. < αρχ. -τός κυρ. μεταρ. επίθημα παραγωγικό επιθ.: αρχ. ἀριθμη-τός `που μπορεί να μετρηθεί΄, ελνστ. σφραγισ-τός, αρχ. πλεκ-τός, ελνστ. (μετον.) μεταξ-ωτός -φτός: ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] -χτός: ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]



Άσκηση για να περνάει η ώρα: σε ποια από τις παρακάτω τρεις κατηγορίες θα λέγατε ότι ανήκει καθένα από τα ακόλουθα επίθετα;
(1) που δεν μπορεί να δεχτεί την ενέργεια που εκφράζει το ρήμα (από το οποίο παράγεται το επίθετο), π.χ. απίστευτος.
(2) που δεν έχει δεχτεί την ενέργεια που εκφράζει το ρήμα (από το οποίο παράγεται το επίθετο), π.χ. άλουστος.
(3) και 1 και 2, π.χ. η ύλη είναι άφθαρτη / άφθαρτος πολιτικός.

αδάμαστος, αδέκαστος, αδιαπέραστος, αδιόριστος, ακαθάριστος, ακαθόριστος, ακάλεστος, ακατέργαστος, ακούραστος, αλησμόνητος, αλύγιστος, ανεφάρμοστος, απροσάρμοστος, ασύλληπτος, αχτένιστος.
 

pidyo

New member
Άσκηση για να περνάει η ώρα: σε ποια από τις παρακάτω τρεις κατηγορίες θα λέγατε ότι ανήκει καθένα από τα ακόλουθα επίθετα;
(1) που δεν μπορεί να δεχτεί την ενέργεια που εκφράζει το ρήμα (από το οποίο παράγεται το επίθετο), π.χ. απίστευτος.
(2) που δεν έχει δεχτεί την ενέργεια που εκφράζει το ρήμα (από το οποίο παράγεται το επίθετο), π.χ. άλουστος.
(3) και 1 και 2, π.χ. η ύλη είναι άφθαρτη / άφθαρτος πολιτικός.

αδάμαστος , αδέκαστος, αδιαπέραστος, αδιόριστος, ακαθάριστος, ακαθόριστος, ακάλεστος, ακατέργαστος, ακούραστος, αλησμόνητος, αλύγιστος, ανεφάρμοστος, απροσάρμοστος, ασύλληπτος, αχτένιστος.

Χειρότερα: σε ποια κατηγορία ανήκει το αβάδιστος (απ' όπου το αβάδιστα των αγγελιών); :p
 
Χειρότερα: σε ποια κατηγορία ανήκει το αβάδιστος (απ' όπου το αβάδιστα των αγγελιών); :p

Στην κατηγορία Ααβόρα, ή: θα μπω πρώτος στη σελίδα πάση θυσία.
 
Ακατανόητο, ακατάληπτο και ασύλληπτο μου φαίνεται να έχεις στην ντουλάπα σου αφόρετα πουκάμισα. Ειδικά εκείνα με τα λουλούδια είναι τόσο λευκά και λαμπερά, που τα άνθη μοιάζουν αμάραντα. Σου πάνε πολύ και σίγουρα σε βοηθούν να εισέρχεσαι στο άβατον της καρδιάς της. :)
 
Είπα άλλους να ρωτήσεις κατ' αυτόν τον τρόπο, όχι τον εαυτό σου!


Κι αν σου ζητούσαν να τα ονοματίσεις, πώς θα τα 'λεγες — «μη-ευκόλως κηλιδούμενα»; :p

Που δεν λεκιάζουν.
 
Να βάλω τα δύο συναφή λήμματα από το ΛΚΝ, να φανεί όλο το πανόραμα αυτών των επιθημάτων.

-τος -τη -το [tos] & -ητος -ητη -ητο [itos] & -ωτος -ωτη -ωτο [otos] & -ιστος 1 -ιστη -ιστο [istos] ανάλογα με το συνοπτικό θέμα του ρήματος από το οποίο σχηματίζονται : επίθημα για το σχηματισμό προπαροξύτονων ρηματικών επιθέτων με στερητική σημασία, συχνά με το στερητικό α- 1· συνήθ. δηλώνει: 1. ότι δεν μπορεί να ισχύσει για το προσδιοριζόμενο αυτό που εκφράζει ή συνεπάγεται το ρήμα από το οποίο παράγεται (δεν υπάρχει αναγκαστικά θετικός τύπος σε -τός): αχώνευτος· αναρίθμητος, που δεν μπορεί να αριθμηθεί· ασήκωτος· ακανόνιστος. || δυσκολοαπόκτητος, ευκολοδίδακτος, που δύσκολα, εύκολα αποχτιέται, διδάσκεται· αβαθμολόγητος, ανεξήγητος, αψυχολόγητος. 2. ότι το προσδιοριζόμενο δεν έχει υποστεί τη διαδικασία, την ενέργεια που συνεπάγεται το ρήμα από το οποίο παράγεται· στην περίπτωση αυτή το επίθετο λειτουργεί ως αντίθετο παθητικών μετοχών σε -μένος: άδετος, ακαλλιέργητος, αμάσητος, ασιδέρωτος, αστέγνωτος, ασφράγιστος, αφορολόγητος, αχτένιστος. ANT δεμένος, καλλιεργημένος κτλ.
[αρχ. -τος κυρ. μεταρ. επίθημα παραγωγικό παθ. επιθ.: αρχ. ἀκίνη-τος, ἄλυ-τος]

-τός -τή -τό [tós] & -ητός -ητή -ητό [itós] & -ετός -ετή -ετό [etós] & -ωτός 2 -ωτή -ωτό [otós] & -στός -στή -στό [stós] & -ιστός -ιστή -ιστό [istós] & -φτός -φτή -φτό [ftós] & -χτός -χτή -χτό [xtós] ανάλογα με το συνοπτικό θέμα του ρήματος από το οποίο σχηματίζονται : επίθημα για το σχηματισμό επιθέτων παράγωγων από ρήματα. I1. δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο: α. μπορεί να δεχτεί την ενέργεια που εκφράζει το ρήμα: (υποφέρω) υποφερτός· (απαιτώ) απαιτητός, (αριθμώ) αριθμητός· (επαινώ) επαινετός· (βιδώνω) βιδωτός· (σπάζω) σπαστός· (κουρδίζω) κουρδιστός· (τρίβω) τριφτός· (ρίχνω) ριχτός. β. είναι άξιο γι’ αυτό που εκφράζει το ρήμα, συγκεντρώνει όλα τα στοιχεία για να ισχύσει αυτό που εκφράζει το ρήμα: αγαπητός, αρεστός, επιθυμητός, μισητός, ποθητός, που τον αγαπούν, που αξίζει να τον αγαπούν κτλ. γ. γίνεται, ισχύει, λειτουργεί με τον τρόπο που υποδηλώνει η πρωτότυπη λέξη: (κλαψουρίζω) κλαψουριστός, (συλλαβίζω) συλλαβιστός, (τραβώ) τραβηχτός. 2. αποδίδει στο προσδιοριζόμενο ένα μόνιμο και σταθερό διακριτικό του χαρακτηριστικό σε αντίθεση με την παθητική μετοχή σε -μένος του ίδιου ρήματος (με την επιλογή της οποίας εξυπακούεται συνήθ. και δήλωση του ποιητικού αιτίου): (κομματιάζω) κομματιαστός, (πλέκω) πλεχτός, (σφραγίζω) σφραγιστός, (σχίζω) σχιστός, (χτυπώ) χτυπητός. || κάποτε καταλήγει να συμπίπτει στη χρήση με την παθητική μετοχή σε -μένος, -όμενος του ίδιου ρήματος, παρόλο που η βασική τους διαφορά εξακολουθεί στην ουσία να υπάρχει: (επιτρέπω) επιτρεπτός - επιτρεπόμενος, (σκαλίζω) σκαλιστός - σκαλισμένος. 3. σε περιφραστική παθητική σύνταξη: γίνεται δεκτό / αντιληπτό κτλ., το δέχονται / το αντιλαμβάνονται κτλ. II. με ουσιαστικοποίηση ενός από τα τρία γένη του επιθέτου: ο συρτός· η μπηχτή, τρυπητή· το βραστό, πλεχτό, υφαντό.
Στην καίρια αυτή υπόμνηση του nickel να προσθέσω, σχετικά με τη φράση του πρώτου λήμματος του ΛΚΝ για το επίθημα -τος που λέει [στην τρίτη αράδα] "συχνά με το στερητικό α-", την περίπτωση το στερητικό α- να μην προστίθεται, αν ο θετικός τύπος αρχίζει ο ίδιος από α-: ανεβατό ψωμί, ανέβατο ψωμί· ανοιχτό κιβώτιο, άνοιχτο κιβώτιο.
 

Alexandra

Super Moderator
Staff member
Το "αδιάθετος" μπαίνει σ' αυτή τη συζήτηση;

Αδιάθετος:
1) αυτός που πεθαίνει χωρίς διαθήκη.
2) αυτός που δεν έχει διατεθεί, απούλητος, αχρησιμοποίητος.
3) άρρωστος, δεν έχει (καλή) διάθεση.
 
Top