sarant
¥
Πριν από λίγο ανέβασα στις σελιδες μου ένα ναυτικό διηγημα του Βασίλη Λούλη.
http://www.sarantakos.com/kibwtos/mazi/loulhs_tufwnes.htm
Εκεί λοιπόν υπάρχει μια λέξη που δεν την ξέρω, ποταμίνιο. Δείτε το απόσπασμα, μιλάει για έναν ναυτικό που με τη ρουφιανιά και την υστεροβουλία πρόκοψε:
Έτσι που λες, ναύτης ο Λεωνίδης, μάγειρας ο Λεωνίδης, καμαρότος της κάμαρας, λοστρόμος ο Λεωνίδης, ανέβηκε γρήγορα όλα τα σκαλοπάτια. Μα τ’ άξιζε και με το παραπάνω. Ήταν παιδί που ήξερε να ζήσει σ’ αυτόν τον κόσμο, που τιμούσε τον αφεντικό του.
- Καπετάνιε, ο Μυκονιάτης βλαστημούσε για το φαΐ το μεσημέρι, στην κουζίνα ’π’ έξω.
- Καπετάνιε, ο Κουμιώτης κάτι έλεγε στους θερμαστές για τα τσιγάρα, μα μόλις μ’ είδε σταμάτησε, δεν πρόκανα ν’ ακούσω.
Καπετάνιε το ’να, καπετάνιε τ’ άλλο. Τ’ αυτάκι του πάντα τεντωμένο, κάτι ν’ αρπάξει να τρέξει να το πει. Κι αν χρειαζόταν κάνα ψευτομάρτυρα ο καπετάνιος στο Προξενείο να κάψει κάνα ναύτη η θερμαστή, πάντα ο Λεωνίδης. Όσο για τα ποταμίνια, από τον καιρό π’ έφυγε από το τελευταίο σκαλοπάτι, το καμαροτιλίκι της μηχανής, ποταμίνιο δε γινότανε χωρίς τον Λεωνίδα, της απολύτου εμπιστοσύνης. Κι όλα τούτα όχι μόνο όσο ήταν άμυαλο παιδί, μα και μεγάλος άντρας πια, ώσπου ύστερα από τόσα προσόντα και χάρες, φυσική συνέπεια, πήρε και το δίπλωμα του καπετάνιου. Και να πεις πως ήξερε γράμματα. Ούτε το Σχολαρχείο δεν είχε βγάλει, τρία χρόνια στη δευτέρα του Ελληνικού, βαριέστησε ο πατέρας του και τον έστειλε με το «Ελέγκω» να δει πώς τρώνε το ψωμί. Μα τότε, βλέπεις, τα διπλώματα πλωταρχίας τα ’διναν εύκολα, δεν ήταν σαν και τώρα.
Κάτι κατακριτέο, κάποια κομπίνα είναι τα ποταμίνια, αλλά τι; Και ποια ετυμολογία; Το εκνευριστικό είναι ότι ο συγγραφέας έχει εικοσιμία υποσημειώσεις στο διήγημά του, επεξηγώντας όρους της ναυτικής γλώσσας αλλά και μακρινά τοπωνύμια, κι όμως τα ποταμίνια τα θεώρησε φαίνεται πασίγνωστα.
Το μόνο που πάει το μυαλό μου είναι το γαλλικό pot de vin (δωροδοκία) αλλά είναι πολύ μακρυά. Νοηματικά κάποια κατάχρηση, κάποια κομπίνα είναι.
Καμιά ιδέα;
http://www.sarantakos.com/kibwtos/mazi/loulhs_tufwnes.htm
Εκεί λοιπόν υπάρχει μια λέξη που δεν την ξέρω, ποταμίνιο. Δείτε το απόσπασμα, μιλάει για έναν ναυτικό που με τη ρουφιανιά και την υστεροβουλία πρόκοψε:
Έτσι που λες, ναύτης ο Λεωνίδης, μάγειρας ο Λεωνίδης, καμαρότος της κάμαρας, λοστρόμος ο Λεωνίδης, ανέβηκε γρήγορα όλα τα σκαλοπάτια. Μα τ’ άξιζε και με το παραπάνω. Ήταν παιδί που ήξερε να ζήσει σ’ αυτόν τον κόσμο, που τιμούσε τον αφεντικό του.
- Καπετάνιε, ο Μυκονιάτης βλαστημούσε για το φαΐ το μεσημέρι, στην κουζίνα ’π’ έξω.
- Καπετάνιε, ο Κουμιώτης κάτι έλεγε στους θερμαστές για τα τσιγάρα, μα μόλις μ’ είδε σταμάτησε, δεν πρόκανα ν’ ακούσω.
Καπετάνιε το ’να, καπετάνιε τ’ άλλο. Τ’ αυτάκι του πάντα τεντωμένο, κάτι ν’ αρπάξει να τρέξει να το πει. Κι αν χρειαζόταν κάνα ψευτομάρτυρα ο καπετάνιος στο Προξενείο να κάψει κάνα ναύτη η θερμαστή, πάντα ο Λεωνίδης. Όσο για τα ποταμίνια, από τον καιρό π’ έφυγε από το τελευταίο σκαλοπάτι, το καμαροτιλίκι της μηχανής, ποταμίνιο δε γινότανε χωρίς τον Λεωνίδα, της απολύτου εμπιστοσύνης. Κι όλα τούτα όχι μόνο όσο ήταν άμυαλο παιδί, μα και μεγάλος άντρας πια, ώσπου ύστερα από τόσα προσόντα και χάρες, φυσική συνέπεια, πήρε και το δίπλωμα του καπετάνιου. Και να πεις πως ήξερε γράμματα. Ούτε το Σχολαρχείο δεν είχε βγάλει, τρία χρόνια στη δευτέρα του Ελληνικού, βαριέστησε ο πατέρας του και τον έστειλε με το «Ελέγκω» να δει πώς τρώνε το ψωμί. Μα τότε, βλέπεις, τα διπλώματα πλωταρχίας τα ’διναν εύκολα, δεν ήταν σαν και τώρα.
Κάτι κατακριτέο, κάποια κομπίνα είναι τα ποταμίνια, αλλά τι; Και ποια ετυμολογία; Το εκνευριστικό είναι ότι ο συγγραφέας έχει εικοσιμία υποσημειώσεις στο διήγημά του, επεξηγώντας όρους της ναυτικής γλώσσας αλλά και μακρινά τοπωνύμια, κι όμως τα ποταμίνια τα θεώρησε φαίνεται πασίγνωστα.
Το μόνο που πάει το μυαλό μου είναι το γαλλικό pot de vin (δωροδοκία) αλλά είναι πολύ μακρυά. Νοηματικά κάποια κατάχρηση, κάποια κομπίνα είναι.
Καμιά ιδέα;