Έχω αλλεργία στους θορύβους και κάνω ό,τι μπορώ να τους αποφεύγω, κατά κανόνα με επιτυχία. Όταν βρίσκομαι με παρέα, θέλω να μπορώ να ακούω τους συνομιλητές μου. Αν είμαστε σε δημόσιο χώρο, θέλω να γίνεται αυτό κατανοητό και σεβαστό. Όταν είμαστε μια παρέα από ενήλικα άτομα που με την πρώτη μάτια μπορείς να καταλάβεις ότι δεν έχουν μαζευτεί για να χουφτώνονται και να ανταλλάσσουν λάγνες ματιές ολοβραδίς, περιμένω από τον οικοδεσπότη, ιδίως αν αμείβεται για τις υπηρεσίες του, να μας αντιμετωπίζει σαν ώριμα και απαιτητικά άτομα: όχι μόνο να μη μας ξεκουφαίνει με τα ντεσιμπέλ της μουσικής του, αλλά να έρχεται κάθε τόσο και να ρωτάει: «Είναι η μουσική του γούστου σας;» «Μήπως τη θέλετε πιο δυνατά; Πιο χαμηλά;»
Ωραία, ξέρω ότι όλοι καγχάσατε εδώ, ότι σκεφτήκατε «Μα πού ζει ο άνθρωπος;». Κι εγώ για να γελάσουμε το είπα, γιατί ξέρουμε ποια είναι η πραγματικότητα: πολλοί υπεύθυνοι μουσικής σε μαγαζιά ή εκδηλώσεις έχουν ένα μόνο πρότυπο στο ακατοίκητό τους: τα πολλά ντεσιμπέλ. Πας σε γάμο, από εκείνους που οι άνθρωποι που σε κάλεσαν έχουν επενδύσει μισό διαμέρισμα για να κάνουν φιγούρα στους καλεσμένους, αλλά κανένας δεν έχει το νιονιό να πει στον ντιτζέι ότι την ώρα του φαγητού οι άνθρωποι τρώνε και μιλάνε. Μπορεί να χρειάζονται αργότερα τα ντεσιμπέλ για να χορέψουν, αλλά δεν τα χρειάζονται για να τους ανοίξει η όρεξη.
Πας σε τόπους παραθερισμού και ζεις το απόλυτο μουσικό χαλί και το απόλυτο μουσικό χάλι καθώς αν σταθείς ανάμεσα σε δυο μαγαζιά, άλλα θα ακούει το ένα σου αφτί και άλλα το άλλο. Στη Θεσσαλονίκη έχω περάσει ολόκληρο βράδυ απολαμβάνοντας διπλό μουσικό πρόγραμμα. Είμαι βέβαιος ότι όλοι έχετε παρόμοιες ιστορίες να μοιραστείτε. Κάποιοι θα θυμούνται τη φορά που είχα ξηλώσει τα κοντινά μας μεγάφωνα σε γνωστό κέντρο.
Ένας αγαπημένος μου δρόμος της καλοκαιρινής Αθήνας είναι η Αδριανού, το κομμάτι της δίπλα στο Θησείο. Λατρεύω την παλιά Αθήνα, έχω περάσει εκεί είκοσι χρόνια της ζωής μου. Η Αδριανού έχει ωραία θέα και πανέμορφο φως. Είναι επίσης η καλύτερη πασαρέλα. Μαζευτήκαμε πάλι εκεί με κάποιους φίλους προ ημερών, σε καινούργιο μαγαζί. Το παλιό μας στέκι είχε κλείσει — δεν μάθαμε γιατί. Νωρίς νωρίς ένας άνδρας και μια γυναίκα άρχισαν να τραγουδούν διακριτικά. Ήταν ακριβώς δίπλα μας, αλλά δεν ενοχλούσαν πολύ, δεν μας δυσκόλευαν πολύ τη συζήτηση· κάποιες φορές μάλιστα, αν η επιλογή τραγουδιού ήταν καλή, μας άρεσαν κιόλας.
Κάπου στις εννιά ωστόσο, το σκηνικό άλλαξε δραματικά. Το μαγαζί λες και γέμισε μπάσα, που έμπαιναν από παντού και ξεχύνονταν γύρω μας σαν βοθρολύματα. Ώρα να αλλάξουμε μαγαζί. Βγήκαμε στο δρόμο και αντιληφθήκαμε ότι ο θόρυβος δεν ήταν από τους δικούς μας μουσικούς, αλλά από το διπλανό μαγαζί! Στην Αδριανού έχουν τη δική τους πατέντα, που είτε την ξεκίνησαν φέτος ή φέτος την ανακάλυψα εγώ: θόρυβο με βάρδιες. Και μιλάμε για άγριο θόρυβο, για θόρυβο νησιωτικών προδιαγραφών, για απίστευτα ντεσιμπέλ. Σταματά ο θόρυβος που λέγεται μουσική στο ένα μαγαζί και αρχίζει στο άλλο και εσύ είσαι στο άλλο άκρο του δρόμου και εξακολουθείς να ακούς μια χαρά.
Είχαμε βρει καταφύγιο σε ένα ήσυχο ζαχαροπλαστείο στην κάτω μεριά της Αδριανού και ακούγαμε το ροκ πρόγραμμα από το μαγαζί στην πάνω μεριά του δρόμου. Τελείωσε το ροκ πρόγραμμα και άρχισε στο διπλανό μαγαζί ο τραγουδιστής με το πιάνο, που μπορούσες να τον ακούσεις ακόμα κι αν ήσουν πάνω στον ιερό βράχο. Φεύγαμε περπατώντας από την Αδριανού και, προτού προλάβουν τα αφτιά μας να αποχαιρετίσουν τον πιανίστα, μας υποδέχτηκε η ντίσκο από το A for Athens, που γέμιζε, ξεκούφαινε, όλη την πλατεία του Μοναστηρακίου.
Νομίζω ότι αυτό το πλάνο έχει μια κάποια λογική, αποκαλύπτει ύπαρξη προγραμματισμού και συνεννόησης — αρκεί να έχεις κι εσύ κάποιον χάρτη των θορύβων για να ξέρεις τι θα αποφύγεις. Ωστόσο, κάπου μου χάλασαν τη νυχτερινή Αδριανού. Η απογευματινή παραμένει, ελπίζω, αξεπέραστη για ουζάκια.
Ωραία, ξέρω ότι όλοι καγχάσατε εδώ, ότι σκεφτήκατε «Μα πού ζει ο άνθρωπος;». Κι εγώ για να γελάσουμε το είπα, γιατί ξέρουμε ποια είναι η πραγματικότητα: πολλοί υπεύθυνοι μουσικής σε μαγαζιά ή εκδηλώσεις έχουν ένα μόνο πρότυπο στο ακατοίκητό τους: τα πολλά ντεσιμπέλ. Πας σε γάμο, από εκείνους που οι άνθρωποι που σε κάλεσαν έχουν επενδύσει μισό διαμέρισμα για να κάνουν φιγούρα στους καλεσμένους, αλλά κανένας δεν έχει το νιονιό να πει στον ντιτζέι ότι την ώρα του φαγητού οι άνθρωποι τρώνε και μιλάνε. Μπορεί να χρειάζονται αργότερα τα ντεσιμπέλ για να χορέψουν, αλλά δεν τα χρειάζονται για να τους ανοίξει η όρεξη.
Πας σε τόπους παραθερισμού και ζεις το απόλυτο μουσικό χαλί και το απόλυτο μουσικό χάλι καθώς αν σταθείς ανάμεσα σε δυο μαγαζιά, άλλα θα ακούει το ένα σου αφτί και άλλα το άλλο. Στη Θεσσαλονίκη έχω περάσει ολόκληρο βράδυ απολαμβάνοντας διπλό μουσικό πρόγραμμα. Είμαι βέβαιος ότι όλοι έχετε παρόμοιες ιστορίες να μοιραστείτε. Κάποιοι θα θυμούνται τη φορά που είχα ξηλώσει τα κοντινά μας μεγάφωνα σε γνωστό κέντρο.
Ένας αγαπημένος μου δρόμος της καλοκαιρινής Αθήνας είναι η Αδριανού, το κομμάτι της δίπλα στο Θησείο. Λατρεύω την παλιά Αθήνα, έχω περάσει εκεί είκοσι χρόνια της ζωής μου. Η Αδριανού έχει ωραία θέα και πανέμορφο φως. Είναι επίσης η καλύτερη πασαρέλα. Μαζευτήκαμε πάλι εκεί με κάποιους φίλους προ ημερών, σε καινούργιο μαγαζί. Το παλιό μας στέκι είχε κλείσει — δεν μάθαμε γιατί. Νωρίς νωρίς ένας άνδρας και μια γυναίκα άρχισαν να τραγουδούν διακριτικά. Ήταν ακριβώς δίπλα μας, αλλά δεν ενοχλούσαν πολύ, δεν μας δυσκόλευαν πολύ τη συζήτηση· κάποιες φορές μάλιστα, αν η επιλογή τραγουδιού ήταν καλή, μας άρεσαν κιόλας.
Κάπου στις εννιά ωστόσο, το σκηνικό άλλαξε δραματικά. Το μαγαζί λες και γέμισε μπάσα, που έμπαιναν από παντού και ξεχύνονταν γύρω μας σαν βοθρολύματα. Ώρα να αλλάξουμε μαγαζί. Βγήκαμε στο δρόμο και αντιληφθήκαμε ότι ο θόρυβος δεν ήταν από τους δικούς μας μουσικούς, αλλά από το διπλανό μαγαζί! Στην Αδριανού έχουν τη δική τους πατέντα, που είτε την ξεκίνησαν φέτος ή φέτος την ανακάλυψα εγώ: θόρυβο με βάρδιες. Και μιλάμε για άγριο θόρυβο, για θόρυβο νησιωτικών προδιαγραφών, για απίστευτα ντεσιμπέλ. Σταματά ο θόρυβος που λέγεται μουσική στο ένα μαγαζί και αρχίζει στο άλλο και εσύ είσαι στο άλλο άκρο του δρόμου και εξακολουθείς να ακούς μια χαρά.
Είχαμε βρει καταφύγιο σε ένα ήσυχο ζαχαροπλαστείο στην κάτω μεριά της Αδριανού και ακούγαμε το ροκ πρόγραμμα από το μαγαζί στην πάνω μεριά του δρόμου. Τελείωσε το ροκ πρόγραμμα και άρχισε στο διπλανό μαγαζί ο τραγουδιστής με το πιάνο, που μπορούσες να τον ακούσεις ακόμα κι αν ήσουν πάνω στον ιερό βράχο. Φεύγαμε περπατώντας από την Αδριανού και, προτού προλάβουν τα αφτιά μας να αποχαιρετίσουν τον πιανίστα, μας υποδέχτηκε η ντίσκο από το A for Athens, που γέμιζε, ξεκούφαινε, όλη την πλατεία του Μοναστηρακίου.
Νομίζω ότι αυτό το πλάνο έχει μια κάποια λογική, αποκαλύπτει ύπαρξη προγραμματισμού και συνεννόησης — αρκεί να έχεις κι εσύ κάποιον χάρτη των θορύβων για να ξέρεις τι θα αποφύγεις. Ωστόσο, κάπου μου χάλασαν τη νυχτερινή Αδριανού. Η απογευματινή παραμένει, ελπίζω, αξεπέραστη για ουζάκια.