Είδα σ’ ένα άρθρο του protagon.gr ένα «*μπιτ παρά» («αγοράζουν τώρα “*μπίτ παρά” πάντα με την “αφορολόγητη μέθοδο” το κέντρο της Αθήνας που ερημώνει “εισάγοντας ναυτιλιακό συνάλλαγμα”») και στη συνέχεια ένα γκούγκλισμα έδειξε ότι έτσι το λένε πολλοί.
Ωστόσο, η έκφραση (που μια χαρά υπάρχει και εξηγείται στα λεξικά) είναι μπιρ παρά, από το τουρκικό bir para «ένα νόμισμα», και σημαίνει ότι αποκτάς κάτι «για ένα νόμισμα», όσο όσο, σε εξευτελιστική τιμή. Μια ιδέα για την απόδοση:
for a song
Fig. cheaply. (As if the singing of a song were payment. *Typically: buy something ~; get something ~; pick up someone ~.) No one else wanted it, so I picked it up for a song. I could buy this house for a song, because it's so ugly.
for a song
very cheaply: This is one of my favourite pieces of furniture and I got it for a song in a market. | Property prices have come right down - houses are going for a song (= being sold very cheaply) at the moment.
Μου αρέσει και το επαυξημένο for a song and a dance. Όσο για το μπιτ (το τουρκικό, όχι το bit), αυτό που λέμε για κάποιον που είναι «μπιτ (για μπιτ) ηλίθιος» κ.ά., αυτό σημαίνει «τέλειωνε» στα τουρκικά και, όπως λέει το ΕΛΝΕΓ, είναι προστακτική τού bitmek «τελειώνω, παύω, λήγω».
Ωστόσο, η έκφραση (που μια χαρά υπάρχει και εξηγείται στα λεξικά) είναι μπιρ παρά, από το τουρκικό bir para «ένα νόμισμα», και σημαίνει ότι αποκτάς κάτι «για ένα νόμισμα», όσο όσο, σε εξευτελιστική τιμή. Μια ιδέα για την απόδοση:
for a song
Fig. cheaply. (As if the singing of a song were payment. *Typically: buy something ~; get something ~; pick up someone ~.) No one else wanted it, so I picked it up for a song. I could buy this house for a song, because it's so ugly.
for a song
very cheaply: This is one of my favourite pieces of furniture and I got it for a song in a market. | Property prices have come right down - houses are going for a song (= being sold very cheaply) at the moment.
Μου αρέσει και το επαυξημένο for a song and a dance. Όσο για το μπιτ (το τουρκικό, όχι το bit), αυτό που λέμε για κάποιον που είναι «μπιτ (για μπιτ) ηλίθιος» κ.ά., αυτό σημαίνει «τέλειωνε» στα τουρκικά και, όπως λέει το ΕΛΝΕΓ, είναι προστακτική τού bitmek «τελειώνω, παύω, λήγω».