Την αφορμή για ένα γλωσσικό σημείωμα σχετικά με την ελληνική λέξη τόνγκα (ή τόγκα) την πήρα ως παράπλευρη συνέπεια της διενέργειας του τεστ για το πού βρίσκομαι στην παχυκλίμακα, ιδέα την οποία έριξε με μεγάλη επιτυχία η Παλ Αύρα εδώ: https://www.lexilogia.gr/threads/this-funny-thing-landed-in-my-email.72/page-35#post-149688. Το προσωπικό μου αποτέλεσμα με έφερε μεταξύ των κατοίκων της τιμημένης Τόνγκας (πράγμα που ορισμένοι δηλώνουν πως το θεωρούν μέγιστη ξεφτίλα, αλλά ποσώς με ενδιαφέρει το τι ρατσιστικό νομίζουν οι άλλοι :) — άλλωστε μην περιμένετε και πολλές ευαισθησίες από κυριολεκτικώς παχύδερμους ) αλλά, όπως κάθε φορά που πέφτω πάνω στην Τόνγκα, το δικό μου μυαλό αμέσως πηγαίνει στην ομόηχη ελληνική λέξη — η οποία τυχαίνει να είναι πλημμελώς λεξικογραφημένη, εξ ου και το παρόν σημείωμα.
Λοιπόν, η λέξη τό(ν)γκα λείπει από το ΛΝΕΓ (2012), στο δε σλανγκρ δίνεται σε δύο σημεία: στο ένα με σωστό ορισμό, ενώ στο άλλο με ελλιπή ορισμό (αν και εδώ το πρώτο σχόλιο επιχειρεί να βάλει τα πράγματα στη θέση τους). Το ΛΚΝ, πιστό στην παράδοση που το θέλει να καταγράφει επαρκέστερα τα βόρεια ιδιώματα, λημματογραφεί τη λέξη τόγκα — αλλά με λιγοστά στοιχεία. Ωστόσο, χάρη στο ΛΚΝ, μαθαίνουμε την ετυμολογία: από το ισπανικό tonga "κουκούλα" και σε χρήση ανάλογη προς το φέσι σε χρήση σχετική με χρηματικές συναλλαγές.
Λοιπόν, η τόνγκα (ή τόγκα) είναι λέξη συνώνυμη με την πιστολιά (ή μπιστολιά), δηλαδή με την οικονομική ζημία που προκύπτει κυρίως επειδή κάποιος που οφείλει χρήματα εξαφανίζεται χωρίς να τα πληρώσει. Συνήθεις συμφράσεις με ρήματα: αφήνω τόνγκα, βάζω τόνγκα, ρίχνω τόνγκα, τρώω τόνγκα. Μάλλον αυτό το τελευταίο, το «τρώω τόνγκα», εγώ το κατάλαβα και ως «τρώω σαν να είμαι απ' την Τόνγκα». Ε, δεν έγινε και τίποτα — μια σόδα και συνεχίζουμε!
Λοιπόν, η λέξη τό(ν)γκα λείπει από το ΛΝΕΓ (2012), στο δε σλανγκρ δίνεται σε δύο σημεία: στο ένα με σωστό ορισμό, ενώ στο άλλο με ελλιπή ορισμό (αν και εδώ το πρώτο σχόλιο επιχειρεί να βάλει τα πράγματα στη θέση τους). Το ΛΚΝ, πιστό στην παράδοση που το θέλει να καταγράφει επαρκέστερα τα βόρεια ιδιώματα, λημματογραφεί τη λέξη τόγκα — αλλά με λιγοστά στοιχεία. Ωστόσο, χάρη στο ΛΚΝ, μαθαίνουμε την ετυμολογία: από το ισπανικό tonga "κουκούλα" και σε χρήση ανάλογη προς το φέσι σε χρήση σχετική με χρηματικές συναλλαγές.
Λοιπόν, η τόνγκα (ή τόγκα) είναι λέξη συνώνυμη με την πιστολιά (ή μπιστολιά), δηλαδή με την οικονομική ζημία που προκύπτει κυρίως επειδή κάποιος που οφείλει χρήματα εξαφανίζεται χωρίς να τα πληρώσει. Συνήθεις συμφράσεις με ρήματα: αφήνω τόνγκα, βάζω τόνγκα, ρίχνω τόνγκα, τρώω τόνγκα. Μάλλον αυτό το τελευταίο, το «τρώω τόνγκα», εγώ το κατάλαβα και ως «τρώω σαν να είμαι απ' την Τόνγκα». Ε, δεν έγινε και τίποτα — μια σόδα και συνεχίζουμε!