Επειδή ασχολείστε με πράγματα λιγουλάκι ξεπερασμένα, εγώ θα σας αντιπροτείνω κάτι σαφώς πιο νέο και δυναμικό:
Εύα Μέντες και τόπο στα νιάτα.
Τώρα γιατί κάθομαι και σχολιάζω προτιμήσεις; Διότι:
Οι όμορφες γυναίκες «χαζεύουν» τους άνδρες
Οι άντρες χάνουν το μυαλό τους όταν βρεθούν δίπλα σε όμορφες γυναίκες. Λίγα λεπτά συζήτησης με μία καλλονή έχουν ως αποτέλεσμα χειρότερες επιδόσεις σε νοητικά τεστ και προσωρινή αμνησία. Αντίθετα, στις γυναίκες που συναναστρέφονται έναν όμορφο άνδρα, αυτό δεν έχει καμία επίπτωση στην πνευματική τους διαύγεια, σύμφωνα με έρευνα Ολλανδών ψυχολόγων.
Οι ερευνητές, κάνοντας σχετικά πειράματα, διαπίστωσαν ότι οι άνδρες που κάνουν παρέα έστω και λίγα λεπτά με μια πολύ ελκυστική γυναίκα, αποδίδουν στη συνέχεια λιγότερο καλά στα νοητικά τεστ, σε σχέση με όσους συνομίλησαν με μια γυναίκα που δεν θεωρούσαν ωραία. Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι αυτό πιθανώς συμβαίνει, επειδή από τα πανάρχαια χρόνια οι άνδρες χρησιμοποιούν ένα πολύ μεγάλο τμήμα των δυνατοτήτων του εγκεφάλου τους προκειμένου να εντυπωσιάσουν τις γυναίκες, με συνέπεια --ειδικά στην περίπτωση μιας πολύ ωραίας γυναίκας-- να μην τους απομένουν και πολλές νοητικές δυνατότητες για άλλες διαδικασίες και δραστηριότητες.
Οι Ολλανδοί ψυχολόγοι επισήμαναν ότι η έρευνά τους δείχνει ότι η απόδοση των ανδρών στην εργασία ή στο σχολείο μπορεί να επηρεαστεί αρνητικά εξαιτίας του φλερτ με μια ωραία συνάδελφο ή συμμαθήτρια.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η έρευνα ξεκίνησε, όταν ένας από τους ψυχολόγους σοκαρίστηκε από το γεγονός ότι, μετά τη συνομιλία του με μια πανέμορφη γυναίκα που μόλις είχε γνωρίσει, ξέχασε τη διεύθυνση του σπιτιού του, όταν αυτή τον ρώτησε πού έμενε.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας το αντίστροφο δεν ισχύει, δηλαδή οι νοητικές ικανότητες των γυναικών δεν επηρεάζονται όταν κάνουν παρέα με έναν όμορφο άντρα. Πιθανότατα αυτό οφείλεται στο ότι οι άνδρες είναι βιολογικά «προγραμματισμένοι» να νοιάζονται για την κατάκτηση μιας γυναίκας και όχι το αντίστροφο. Η προσπάθεια εντυπωσιασμού του άλλου φύλου απορροφά ένα μεγάλο μέρος των γνωσιακών-νοητικών δυνατοτήτων του άνδρα, σε σημείο μερικές φορές να παθαίνει ακόμα και αμνησία. Τα νοητικά τεστ (μνήμης κλπ.) έδειξαν, πέρα από κάθε αμφιβολία, ότι οι άνδρες, μετά την συνομιλία με μια γοητευτική γυναίκα, γίνονται κατά μέσο όρο –άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο– πιο αργοί και λιγότερο ακριβείς.
Στα πειράματα όσο περισσότερο ένας άνδρας σκεφτόταν μία συγκεκριμένη γυναίκα τόσο χαμηλότερο ήταν το σκορ του στα τεστ. Αντίθετα, οι επιδόσεις των γυναικών στα τεστ δεν χειροτέρευσαν όσο ωραίος και αν ήταν ο άνδρας με τον οποίο είχαν συνομιλήσει προηγουμένως. Σύμφωνα με τον ψυχολόγο Τζορτζ Φίλντμαν της Βρετανικής Ψυχολογικής Εταιρίας, η έρευνα δείχνει ότι οι άνδρες για εξελικτικούς λόγους έχουν προγραμματιστεί να σκέφτονται υποσυνείδητα τρόπους για να περάσουν τα γονίδια τους στις επόμενες γενιές, γι’ αυτό το λόγο, όταν συναντούν μια ωραία γυναίκα, κατά βάθος την βλέπουν ως την ιδανική σύντροφο για την αναπαραγωγή των γονιδίων τους.
Όμως οι γυναίκες αναζητούν και άλλες ιδιότητες στον άνδρα, όπως ο πλούτος ή η ευγενική και πνευματώδης συμπεριφορά και δεν σαγηνεύονται μόνο από το ωραίο του πρόσωπο.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε από ψυχολόγους του πανεπιστημίου Ράντμπουντ, δημοσιεύτηκε στο Journal of Experimental and Social Psychology.
TA NEA (8.9.2009)
Το καταλάβατε κύριοι; Ώρα να ξυπνήσουμε! Έχουμε το γενετικό μειονέκτημα.
Το ενδιαφέρον δεν είναι όμως μόνο αυτό, είναι και γλωσσικό: Αναρωτιέμαι σαν τι να σκεφτόταν ο τιτλατζής της εφημερίδας και έβαλε το "χαζεύουν" σε εισαγωγικά. Το ρήμα "χαζεύω" είναι μεταβατικό και πώς ακριβώς λειτουργεί;
Από τα λεξικά που συμβουλεύτηκα σας παραθέτω τρία:
Πάπυρος
χαζεύω (Ν) [[Ι]χαζός[Ι/]]· 1. γίνομαι χαζός («είσαι στα καλά σου ή χάζεψες;»)· 2. χάσκω, σπαταλώ άσκοπα τον χρόνο μου, είμαι αργόσχολος· 3. (μτβ.) παρακολουθώ κάτι ή βλέπω κάποιον απορροφημένος, με μεγάλη προσοχή («καθόμουν και σε χάζευα πολλή ώρα»)· 4. εντυπωσιάζομαι πολύ από κάτι («μόλις το άκουσα, χάζεψα»).
ΛΝΕΓ
χαζεύω ρ. αμετβ. κ. μετβ. {χάζεψα} (αμετβ.) 1. (κυριολ.) γίνομαι χαζός, χάνω το μυαλό μου: σαν να χαζεύει ο παππούς, τι λες; || είσαι στα καλά σου ή χάζεψες; ΣΥΝ. ξεκουτιαίνω 2. (κατ’ επέκτ.) εντυπωσιάζομαι τόσο, που φέρομαι σαν χαζός, χάσκω από έκπληξη: με το που αντικρίζεις τόσο πλούτο και χλιδή, χαζεύεις! ΣΥΝ. αποσβολώνομαι, μένω με το στόμα ανοιχτό 3. περνώ τον καιρό μου κοιτάζοντας ασήμαντα πλην ευχάριστα πράγματα, σπαταλώ τον χρόνο μου κοιτώντας από ’δω κι από ’κει: χάζευα όλο το πρωί κοιτάζοντας βιτρίνες || γιατί δεν κάνεις κάτι αντί να χαζεύεις; || πέρασε όλη την ημέρα χαζεύοντας ΣΥΝ. χασομερώ 4. (μετβ.) βλέπω ή παρακολουθώ (κάποιον/κάτι) απορροφημένος με μεγάλη προσήλωση: καθόταν στη γωνία και χάζευε την κίνηση || στεκόμουν και σε χάζευα πολλή ώρα ΣΥΝ. κοιτάζω, παρακολουθώ.
Κριαράς
χαζεύω, ρ. 1. ξοδεύω άσκοπα τον καιρό μου βλέποντας ή κάνοντας κάτι ευχάριστο, αλλά χωρίς άμεσο, πρακτικό ή ουσιώδες ενδιαφέρον: είχε σταματήσει να γράφει και --ευε από το παράθυρο την κίνηση· (αμτβ.) όλη την ημέρα --ει στην καφετέρια. 2. (συνήθως στον αόρ.) α. γίνομαι χαζός: δε --ψα να πάρω δάνειο απ’ αυτόν τον αγιογδύτη (συνών. ξεκουτιαίνομαι, παλαβώνω)· β. κάνω κάποιον χαζό: με τόσο αντιφατικές διαταγές κοντεύει να μας --ψει όλους (συνών. παλαβώνω, τρελαίνω).
Συμφωνούν και τα τρία (ακόμη και ο Πάπυρος, παρόλο που δεν το σημειώνει) πως το ρήμα έχει και μεταβατική λειτουργία. Αλλά τα δύο πρώτα την εννοούν περιορισμένα ("σε χάζευα" : η ενέργεια ξεκινά από το υποκείμενο και επιστρέφει σε αυτό [πώς το λέμε αυτό στη γραμματική;]). Ενώ μόνο ο Κριαράς το εννοεί με πλήρη ενέργεια: "κάνω κάποιον χαζό" ("κοντεύει να μας χαζέψει όλους").
Το ζήτημα είναι ότι η πρόταση Οι όμορφες γυναίκες χαζεύουν τους άνδρες σημαίνει με πρώτη ανάγνωση εντελώς το αντίθετο από αυτό που θέλει να πει ο συντάκτης, γι' αυτό και καταφεύγει στα εισαγωγικά.
Αλλά η σκέψη μου είναι μήπως δεν είναι απλώς απροσεξία, μήπως βρισκόμαστε μπροστά σε άλλη μία αδιόρατη σημασιολογική μετατόπιση, όπως το "λήγω" (βλ. Σαραντάκο προτελευταία παράγρ.).
Εύα Μέντες και τόπο στα νιάτα.
Τώρα γιατί κάθομαι και σχολιάζω προτιμήσεις; Διότι:
Οι όμορφες γυναίκες «χαζεύουν» τους άνδρες
Οι άντρες χάνουν το μυαλό τους όταν βρεθούν δίπλα σε όμορφες γυναίκες. Λίγα λεπτά συζήτησης με μία καλλονή έχουν ως αποτέλεσμα χειρότερες επιδόσεις σε νοητικά τεστ και προσωρινή αμνησία. Αντίθετα, στις γυναίκες που συναναστρέφονται έναν όμορφο άνδρα, αυτό δεν έχει καμία επίπτωση στην πνευματική τους διαύγεια, σύμφωνα με έρευνα Ολλανδών ψυχολόγων.
Οι ερευνητές, κάνοντας σχετικά πειράματα, διαπίστωσαν ότι οι άνδρες που κάνουν παρέα έστω και λίγα λεπτά με μια πολύ ελκυστική γυναίκα, αποδίδουν στη συνέχεια λιγότερο καλά στα νοητικά τεστ, σε σχέση με όσους συνομίλησαν με μια γυναίκα που δεν θεωρούσαν ωραία. Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι αυτό πιθανώς συμβαίνει, επειδή από τα πανάρχαια χρόνια οι άνδρες χρησιμοποιούν ένα πολύ μεγάλο τμήμα των δυνατοτήτων του εγκεφάλου τους προκειμένου να εντυπωσιάσουν τις γυναίκες, με συνέπεια --ειδικά στην περίπτωση μιας πολύ ωραίας γυναίκας-- να μην τους απομένουν και πολλές νοητικές δυνατότητες για άλλες διαδικασίες και δραστηριότητες.
Οι Ολλανδοί ψυχολόγοι επισήμαναν ότι η έρευνά τους δείχνει ότι η απόδοση των ανδρών στην εργασία ή στο σχολείο μπορεί να επηρεαστεί αρνητικά εξαιτίας του φλερτ με μια ωραία συνάδελφο ή συμμαθήτρια.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η έρευνα ξεκίνησε, όταν ένας από τους ψυχολόγους σοκαρίστηκε από το γεγονός ότι, μετά τη συνομιλία του με μια πανέμορφη γυναίκα που μόλις είχε γνωρίσει, ξέχασε τη διεύθυνση του σπιτιού του, όταν αυτή τον ρώτησε πού έμενε.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας το αντίστροφο δεν ισχύει, δηλαδή οι νοητικές ικανότητες των γυναικών δεν επηρεάζονται όταν κάνουν παρέα με έναν όμορφο άντρα. Πιθανότατα αυτό οφείλεται στο ότι οι άνδρες είναι βιολογικά «προγραμματισμένοι» να νοιάζονται για την κατάκτηση μιας γυναίκας και όχι το αντίστροφο. Η προσπάθεια εντυπωσιασμού του άλλου φύλου απορροφά ένα μεγάλο μέρος των γνωσιακών-νοητικών δυνατοτήτων του άνδρα, σε σημείο μερικές φορές να παθαίνει ακόμα και αμνησία. Τα νοητικά τεστ (μνήμης κλπ.) έδειξαν, πέρα από κάθε αμφιβολία, ότι οι άνδρες, μετά την συνομιλία με μια γοητευτική γυναίκα, γίνονται κατά μέσο όρο –άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο– πιο αργοί και λιγότερο ακριβείς.
Στα πειράματα όσο περισσότερο ένας άνδρας σκεφτόταν μία συγκεκριμένη γυναίκα τόσο χαμηλότερο ήταν το σκορ του στα τεστ. Αντίθετα, οι επιδόσεις των γυναικών στα τεστ δεν χειροτέρευσαν όσο ωραίος και αν ήταν ο άνδρας με τον οποίο είχαν συνομιλήσει προηγουμένως. Σύμφωνα με τον ψυχολόγο Τζορτζ Φίλντμαν της Βρετανικής Ψυχολογικής Εταιρίας, η έρευνα δείχνει ότι οι άνδρες για εξελικτικούς λόγους έχουν προγραμματιστεί να σκέφτονται υποσυνείδητα τρόπους για να περάσουν τα γονίδια τους στις επόμενες γενιές, γι’ αυτό το λόγο, όταν συναντούν μια ωραία γυναίκα, κατά βάθος την βλέπουν ως την ιδανική σύντροφο για την αναπαραγωγή των γονιδίων τους.
Όμως οι γυναίκες αναζητούν και άλλες ιδιότητες στον άνδρα, όπως ο πλούτος ή η ευγενική και πνευματώδης συμπεριφορά και δεν σαγηνεύονται μόνο από το ωραίο του πρόσωπο.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε από ψυχολόγους του πανεπιστημίου Ράντμπουντ, δημοσιεύτηκε στο Journal of Experimental and Social Psychology.
TA NEA (8.9.2009)
Το καταλάβατε κύριοι; Ώρα να ξυπνήσουμε! Έχουμε το γενετικό μειονέκτημα.
Το ενδιαφέρον δεν είναι όμως μόνο αυτό, είναι και γλωσσικό: Αναρωτιέμαι σαν τι να σκεφτόταν ο τιτλατζής της εφημερίδας και έβαλε το "χαζεύουν" σε εισαγωγικά. Το ρήμα "χαζεύω" είναι μεταβατικό και πώς ακριβώς λειτουργεί;
Από τα λεξικά που συμβουλεύτηκα σας παραθέτω τρία:
Πάπυρος
χαζεύω (Ν) [[Ι]χαζός[Ι/]]· 1. γίνομαι χαζός («είσαι στα καλά σου ή χάζεψες;»)· 2. χάσκω, σπαταλώ άσκοπα τον χρόνο μου, είμαι αργόσχολος· 3. (μτβ.) παρακολουθώ κάτι ή βλέπω κάποιον απορροφημένος, με μεγάλη προσοχή («καθόμουν και σε χάζευα πολλή ώρα»)· 4. εντυπωσιάζομαι πολύ από κάτι («μόλις το άκουσα, χάζεψα»).
ΛΝΕΓ
χαζεύω ρ. αμετβ. κ. μετβ. {χάζεψα} (αμετβ.) 1. (κυριολ.) γίνομαι χαζός, χάνω το μυαλό μου: σαν να χαζεύει ο παππούς, τι λες; || είσαι στα καλά σου ή χάζεψες; ΣΥΝ. ξεκουτιαίνω 2. (κατ’ επέκτ.) εντυπωσιάζομαι τόσο, που φέρομαι σαν χαζός, χάσκω από έκπληξη: με το που αντικρίζεις τόσο πλούτο και χλιδή, χαζεύεις! ΣΥΝ. αποσβολώνομαι, μένω με το στόμα ανοιχτό 3. περνώ τον καιρό μου κοιτάζοντας ασήμαντα πλην ευχάριστα πράγματα, σπαταλώ τον χρόνο μου κοιτώντας από ’δω κι από ’κει: χάζευα όλο το πρωί κοιτάζοντας βιτρίνες || γιατί δεν κάνεις κάτι αντί να χαζεύεις; || πέρασε όλη την ημέρα χαζεύοντας ΣΥΝ. χασομερώ 4. (μετβ.) βλέπω ή παρακολουθώ (κάποιον/κάτι) απορροφημένος με μεγάλη προσήλωση: καθόταν στη γωνία και χάζευε την κίνηση || στεκόμουν και σε χάζευα πολλή ώρα ΣΥΝ. κοιτάζω, παρακολουθώ.
Κριαράς
χαζεύω, ρ. 1. ξοδεύω άσκοπα τον καιρό μου βλέποντας ή κάνοντας κάτι ευχάριστο, αλλά χωρίς άμεσο, πρακτικό ή ουσιώδες ενδιαφέρον: είχε σταματήσει να γράφει και --ευε από το παράθυρο την κίνηση· (αμτβ.) όλη την ημέρα --ει στην καφετέρια. 2. (συνήθως στον αόρ.) α. γίνομαι χαζός: δε --ψα να πάρω δάνειο απ’ αυτόν τον αγιογδύτη (συνών. ξεκουτιαίνομαι, παλαβώνω)· β. κάνω κάποιον χαζό: με τόσο αντιφατικές διαταγές κοντεύει να μας --ψει όλους (συνών. παλαβώνω, τρελαίνω).
Συμφωνούν και τα τρία (ακόμη και ο Πάπυρος, παρόλο που δεν το σημειώνει) πως το ρήμα έχει και μεταβατική λειτουργία. Αλλά τα δύο πρώτα την εννοούν περιορισμένα ("σε χάζευα" : η ενέργεια ξεκινά από το υποκείμενο και επιστρέφει σε αυτό [πώς το λέμε αυτό στη γραμματική;]). Ενώ μόνο ο Κριαράς το εννοεί με πλήρη ενέργεια: "κάνω κάποιον χαζό" ("κοντεύει να μας χαζέψει όλους").
Το ζήτημα είναι ότι η πρόταση Οι όμορφες γυναίκες χαζεύουν τους άνδρες σημαίνει με πρώτη ανάγνωση εντελώς το αντίθετο από αυτό που θέλει να πει ο συντάκτης, γι' αυτό και καταφεύγει στα εισαγωγικά.
Αλλά η σκέψη μου είναι μήπως δεν είναι απλώς απροσεξία, μήπως βρισκόμαστε μπροστά σε άλλη μία αδιόρατη σημασιολογική μετατόπιση, όπως το "λήγω" (βλ. Σαραντάκο προτελευταία παράγρ.).
Last edited: