Πρόσφατα έτυχε να διαβάσω το βιβλίο « Όλα τα πουλιά της Ελλάδας» που επιμελήθηκε η Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρία και εκδόθηκε από τον «Ελεύθερο Τύπο» το 1996. Έχω υπόψη μου και τα βιβλία «Τα πουλιά της Ελλάδας και της Ευρώπης» (1981) και «Το κόκκινο βιβλίο των απειλούμενων σπονδυλόζωων» (1991) καθώς και τον «Οδηγό αναγνώρισης πουλιών» της Ε.Ο.Ε. Για τις δραστηριότητες της Ε.Ο.Ε. δεν ξέρω περισσότερα απ’ όσα αναφέρονται στα εισαγωγικά σημειώματα των βιβλίων της και στην ιστοσελίδα της, ούτε έχω πρόθεση να απαξιώσω την οποιαδήποτε προσφορά της στα περιβαλλοντικά θέματα, παρόλο που, σε σχετικούς ιστότοπους του διαδικτύου, η πλειονότητα των σχολίων και των τοποθετήσεων όσον αφορά τη δράση της, είναι από αρνητική έως εντελώς απορριπτική.
Θέλω όμως να θίξω ένα διαφορετικό τομέα της δραστηριότητας της Ε.Ο.Ε. και της συνδεόμενης με αυτήν Επιτροπής Αξιολόγησης Ορνιθολογικών Παρατηρήσεων. Μου προκάλεσε μεγάλη απορία και προβληματισμό η ονοματολογία που υιοθετούν για τα πουλιά, η οποία καθιερώνεται, απ’ ότι φαίνεται, ως η επίσημη νεοελληνική.
Όπως είναι γνωστό, οι καθιερωμένες σήμερα διεθνώς επιστημονικές ονομασίες των φυτών και των ζώων, γραμμένες στο λατινικό αλφάβητο, προέρχονται σ’ ένα μεγάλο ποσοστό τους από την αρχαία ελληνική γλώσσα. Αυτό συμβαίνει επειδή:
Πολλές από τις ονομασίες αυτές υπάρχουν ήδη στην αρχαία ελληνική γραμματεία, όπως π.χ. στα έργα του Αριστοτέλη και του Θεόφραστου, και διατηρήθηκαν αυτούσιες ή ελαφρά τροποποιημένες στη σύγχρονη επιστημονική ορολογία.
Για φυτά και ζώα που ανακαλύφθηκαν και μελετήθηκαν στα νεότερα χρόνια, οι Ευρωπαίοι επιστήμονες δημιούργησαν νέα ονόματα από την αρχαία ελληνική γλώσσα, στηριζόμενοι στον λεκτικό πλούτο της και τη μοναδική εκφραστική και συνθετική της ικανότητα.
Μια πρώτη επαφή με τις ονομασίες αυτές είχα όταν φοιτούσα στην Α΄ και Β΄ τάξη του παλιού εξαταξίου Γυμνασίου, τη δεκαετία του 1960 στην Κάρπαθο, στα μαθήματα της Φυτολογίας και Ζωολογίας που διδάσκονταν τότε. Δίδασκε ένας εξαίρετος φυσικός, που εκτός από τις ελληνικές επιστημονικές ονομασίες των φυτών και των ζώων, μάς έδινε και τις διεθνείς επιστημονικές, γραμμένες στα λατινικά. Για ένα μαθητή 12-14 χρόνων ήταν πολύ σημαντικό να μαθαίνει ότι ο πλάτανος λέγεται στη διεθνή επιστημονική γλώσσα platanus, o αστερίας asterias, η σκολόπεντρα scolopendra και ότι ακόμη και ο ορνιθόρυγχος της μακρινής Αυστραλίας που ανακαλύφθηκε τα νεώτερα χρόνια, ονομάστηκε ornithorynchus paradoxus! Είχε έτσι ο νεοέλληνας μαθητής την ευκαιρία να εκτιμήσει ορθότερα τη γλώσσα του, να κατανοήσει την προσφορά της στον παγκόσμιο πολιτισμό και να συνειδητοποιήσει το δικό του χρέος για τη διατήρηση και την προστασία της.
Διαβάζοντας τα βιβλία της Ελληνικής Ορνιθολογικής Εταιρίας που αναφέρω στην αρχή, απογοητεύτηκα. Αν οι προτεινόμενες από την Ε.Ο.Ε. ονομασίες των πτηνών καθιερωθούν ανάμεσα στους Έλληνες επιστήμονες, τότε θα έχει συντελεστεί ένα μεγάλο βήμα προς την εκβαρβάρωση της γλώσσας μας.
Κατ’ αρχάς επισημαίνω ότι στα προαναφερόμενα βιβλία (υποθέτω και στις λοιπές δημοσιεύσεις τους) οι γλωσσοπλάστες ορνιθολόγοι δεν αλλοίωσαν τις ονομασίες των τάξεων και των οικογενειών των πτηνών. Έτσι διαβάζουμε: Τάξη: Πελεκανόμορφα, Πελαργόμορφα, Δρυοκολαπτόμορφα κτλ. Οικογένεια: Φαλακροκορακίδαι, Ερωδιίδαι, Δρυοκολαπτίδαι κτλ., και μάλιστα με το αρχαιοπρεπές άλφα γιώτα στην κατάληξη. Είναι θετικό το ότι σεβάστηκαν τις υπάρχουσες ονομασίες και δεν έγραψαν π.χ. «Κορμορανόμορφα», «Τσικλιταρόμορφα», ούτε έγραψαν «Τσικνίδαι», Τσικλιταρίδαι» κτλ.
Δεν συνέβη όμως το ίδιο και στις ονομασίες των ειδών και των γενών. Αναφέρω παραδείγματα: Ο δρυοκολάπτης έγινε από τους ορνιθολόγους τσικλιτάρα, ο κορυδαλός κατσουλιέρης, ο χαραδριός σφυριχτής, ο φαλακροκόρακας κορμοράνος, ο υδροβάτης (hydrobates) πετρίλος, ο γύπας (gyps) όρνιο, ο ταχύβαπτος (tachybaptus) νανοβουτηχτάρι, η oxyura leucoptera κεφαλούδι, ο circus cyaneus χειμωνόκιρκος, ο circus macrourus στεπόκιρκος, ο pandion haliaetus ψαραετός, ο porphyrio porphyrio σουλτανοπουλάδα, ο ιμαντόπους (himantopus himantopus) καλαμοκανάς, ο xenus cinereus ρωσότρυγγας, ο hoplopterus αγκαθοκαλημάνα, ο lymnocryptes κουφομπεκάτσινο, ο apus σταχτάρα, η eremophila χιονάδα, ο phoenicurus καρβουνιάρης, η oenanthe (οινάνθη) ασπροκωλίνα, ο acrocephalus melanopogon ψαθοποταμίδα, η hippolais λιοστριτσίδα, η sylvia τσιροβάκος, ο pyrrhocorax pyrrhocorax κοκκινοκαλιακούδα, ο plectrophenax χιλιοτσίχλονο, ο neophron percnopterus ασπροπάρης κτλ. Νομίζω ότι είναι αρκετά τα παραδείγματα.
Η πρώτη διαπίστωση είναι ότι οι ορνιθολόγοι της Ε.Ο.Ε. έχουν μια εμφανή αντιπάθεια προς την ελληνική γλώσσα και ιδίως προς τις ρίζες της αρχαίας ελληνικής. Το πιθανότερο είναι ότι ανάμεσά τους δεν υπάρχει κανείς που να γνωρίζει αρχαία ελληνικά ή λατινικά. Έτσι η λέξη percnopterus τούς ήταν εντελώς ακατανόητη. Για γνώση του γοητευτικού μύθου του Πανδίονα δεν γίνεται λόγος.
Φαντάζομαι τον Γάλλο ή Άγγλο ή Γερμανό κτλ. ερευνητή των προηγούμενων αιώνων να ψάχνει το αρχαίο ελληνικό λεξιλόγιο, την αρχαία ελληνική ιστορία και μυθολογία για να δημιουργήσει λέξεις όπως «ιμαντόπους», «οινάνθη», «ακροκέφαλος ο μελανοπώγων». Δεν γνώριζε προφανώς ότι στο μέλλον θα εμφανιστούν, και μάλιστα στην Ελλάδα, οι γλωσσοπλάστες ορνιθολόγοι της Ε.Ο.Ε και θα υποβαθμίσουν τις ευρηματικές λέξεις του μετατρέποντάς τες σε «καλαμοκανάς», «ασπροκωλίνα» και «ψαθοποταμίδα».
Έρχομαι τώρα στο θέμα της σύνθεσης. Είναι προφανές ότι οι ορνιθολόγοι της Ε.Ο.Ε αντιπαθούν τις περιφράσεις και επιδιώκουν να αποδώσουν μονολεκτικά τις ονομασίες των πτηνών, παρόλο που ο λεκτικός χαρακτηρισμός των φυτών και των ζώων γίνεται κατά κανόνα με δυο λέξεις, από τις οποίες η πρώτη δηλώνει το γένος και η δεύτερη το είδος, π.χ. asterias ruber, αστερίας ο ερυθρός.
Η ελληνική γλώσσα έχει αξιοθαύμαστη συνθετική ικανότητα. Αλλά η σύνθεση υπακούει σε κάποιους κανόνες και πρέπει, ιδιαίτερα αν πρόκειται για νεολογισμούς (και μάλιστα στο πεδίο της επιστήμης), να συνοδεύεται και από ευαισθησία και να κινείται μέσα σε κάποια μέτρα. Αυτές όμως οι προϋποθέσεις δεν ισχύουν για τους ορνιθολόγους της Ε.Ο.Ε. Ας δούμε μερικά παραδείγματα:
Ο δρυοκολάπτης αποδόθηκε ως «τσικλιτάρα» και τα είδη του ονομάστηκαν:
πρασινοτσικλιτάρα, μαυροτσικλιτάρα, παρδαλοτσικλιτάρα, βαλκανοτσικλιτάρα, μεσοτσικλιτάρα, νανοτσικλιτάρα, στραβολαίμης, λευκονότης και τριδάχτυλος.
Στην οικογένεια των χαραδριιδών ο χαραδριός έγινε «σφυριχτής» και τα είδη του ονομάστηκαν: ποταμοσφυριχτής, αμμοσφυριχτής, θαλασσοσφυριχτής, βουνοσφυριχτής.
Στην οικογένεια των σκολοπακιδών αναφέρονται μεταξύ άλλων τα είδη: μαυρότρυγγας, βαλτότρυγγας, δασότρυγγας, λασπότρυγγας, ρωσότρυγγας, ποταμότρυγγας, κολυμπότρυγγας.
Στην οικογένεια των σιλβιιδών διαβάζουμε (στα προαναφερόμενα βιβλία και σε κατάλογο πτηνών του Ελληνικού Κέντρου Δακτυλίωσης Πουλιών, από το διαδίκτυο, που προφανώς υιοθετεί την ονοματολογία της Ε.Ο.Ε.) ότι υπάρχουν μεταξύ άλλων τα είδη: κοκκινοτσιροβάκος, μαυροτσιροβάκος, μουστακοτσιροβάκος, δεντροτσιροβάκος, ψαλτοτσιροβάκος, λαλοτσιροβάκος, θαμνοτσιροβάκος, μολυβοτσιροβάκος, ρεικοτσιροβάκος, καστανοτσιροβάκος, αιγαιοτσιροβάκος, μελωδοτσιροβάκος, γερακοτσιροβάκος, βουνοτσιροβάκος, κηποτσιροβάκος.
Πίστευα ότι οι γλωσσοπλάστες ήταν άτομα με φαντασία, ευαισθησία και δημιουργικότητα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως το έργο τους είναι μάλλον χειρωνακτικό. Εδώ πρόκειται για βιομηχανία νέων λέξεων, για ένα είδος εργολαβίας (αμειβόμενης βεβαίως). Αν π.χ. ανακαλυφθούν μερικά ακόμη είδη «τσιροβάκου», μπορούμε από πριν να φανταστούμε πώς θα τα ονομάσουν: λαγκαδοτσιροβάκος, γκρεμοτσιροβάκος, ποταμοτσιροβάκος, λασποτσιροβάκος, θεσσαλοτσιροβάκος, μακεδονοτσιροβάκος, πινδοτσιροβάκος κτλ. Να πόσο εύκολα λύνονται τα επιστημονικά προβλήματα. Αφήστε τους αφελείς Ευρωπαίους να ψάχνουν τα λεξικά!
Ως προς τον αριθμό συλλαβών των νεολογικών σύνθετων, φτάνουν πολύ συχνά τις 6, τις 7, κάποτε και τις 8, όπως π.χ. στη λέξη: «μαυροπεριστερόκοτα»!
Είπαμε ότι η ελληνική γλώσσα έχει εκπληκτικές δυνατότητες σύνθεσης. Ήδη από τον 5ο αιώνα π.Χ. ο Αριστοφάνης (Εκκλησιάζουσαι, στίχοι 1169-1174) συνέθεσε λέξη με 78 συλλαβές! Εκείνος όμως γράφει κωμωδίες, δεν υπηρετεί την επιστήμη, όπως (υποτίθεται) οι ορνιθολόγοι της Ε.Ο.Ε.
Η εισαγωγή νεολογισμών, και μάλιστα ως «επιστημονικών» όρων, σε μια ιστορική γλώσσα όπως είναι η ελληνική, πρέπει να γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή. Οι λέξεις «πουπουλόπαπια» και «χουλιαρόπαπια» ακούγονται περισσότερο σαν γλωσσοδέτες παρά σαν επιστημονικοί όροι. Η λέξη «στριτσίδα» (hippolais) φάνηκε τόσο αρμονική στους γλωσσοπλάστες της Ε.Ο.Ε., ώστε αποφάσισαν να ονομάσουν το είδος hippolais polyglotta «ορφεοστριτσίδα»! Η «στριτσίδα» συγκατοικεί στην ίδια λέξη με τον μελωδικό Ορφέα.
Αυτά για τη γλωσσοπλαστική δραστηριότητα των ορνιθολόγων της Ε.Ο.Ε. Θα μπορούσε κάποιος να σκεφτεί: «Ορνιθολόγοι είναι, δεν είναι γλωσσολόγοι». Έχουν όμως το δικαίωμα, ουσιαστικά και ηθικά, να καταργούν την προϋπάρχουσα ονοματολογία και να καθιερώνουν νέα, και μάλιστα τέτοιας υποστάθμης; Οι έλληνες γλωσσολόγοι και οι φορείς που τους εκπροσωπούν, που δικαιωματικά αποτελούν τους θεματοφύλακες της γλωσσικής μας κληρονομιάς, έχουν γνώση του θέματος; Αντιλαμβάνονται τον κίνδυνο που απειλεί τη γλώσσα; Συμφωνούν με την προτεινόμενη στα παραπάνω βιβλία ονοματολογία; Συναινούν στον εξοβελισμό των καθιερωμένων ελληνικών επιστημονικών όρων από την επίσημη νεοελληνική γλώσσα; Αποδέχονται την εισαγωγή στο επιστημονικό λεξιλόγιο νέων, αδόκιμων και κακόηχων λέξεων, πολλές από τις οποίες προέρχονται πιθανότατα από την αλβανική, τη σλαβική, τη βλάχικη;
Προστασία δεν χρειάζεται μόνο το φυσικό περιβάλλον, χρειάζεται και το γλωσσικό. Κι αυτό κινδυνεύει. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση κινδυνεύει όχι από ξένους, αλλά από Έλληνες «ερευνητές». Είμαστε όλοι κληρονόμοι μιας μοναδικής γλώσσας για την οποία δεν παραλείπουμε σε κάθε περίπτωση να καυχιόμαστε. Δεν αρκεί όμως η περηφάνια και η αυταρέσκεια. Χρέος μας επιτακτικό είναι και η προστασία της, όσο αυτό είναι δυνατόν, από την υποβάθμιση, τη νόθευση, τον εκφυλισμό. Γιατί και οι γλώσσες απειλούνται, κινδυνεύουν, διαβρώνονται. Λέξεις με μοναδική πολιτιστική φόρτιση, που έχουν τις ρίζες τους στα ομηρικά έπη, που γλύτωσαν από τους κατακτητές και συμπλήρωσαν ιστορία τριάντα αιώνων, κινδυνεύουν στις ημέρες μας με αφανισμό. Θυμηθείτε τον ποιητή:
Τη γλώσσα μού έδωσαν ελληνική.
Το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου.
Η διαφύλαξη της γλώσσας απαιτεί «έγνοια», απαιτεί διαρκή επαγρύπνηση. Ως Νεοέλληνας ένιωσα προσβεβλημένος διαβάζοντας τις νέες αυτές «επίσημες» ονομασίες των πτηνών. Ένιωσα ότι η γλώσσα μου απειλείται από ένα σμήνος αρπακτικών, που όλα εξορμούν από τους καταλόγους της Ε.Ο.Ε: τσικνιάδες, καπακλήδες, κιρκίρια, σαρσέλες, φερεντίνια, γκισάρια, τσίφτες και τσιφτάδες, σαΐνια και διπλοσάινα, καλαμοκανάδες, τουρλίδες, κατσουλιέρηδες, χουχουριστές, γαϊδουροκεφαλάδες, καρατζάδες, καλιακούδες, ασπροκώλες και ασπροκωλίνες, χαβαρόνια, τσαρτσάρες, στριτσίδες, τσιροβάκοι, βλάχοι και σκουρόβλαχοι.
Όλα αυτά τα γλωσσικά τερατουργήματα επιτίθενται ομαδικά στη γλώσσα μας. Υπάρχει τρόπος να την προστατέψουμε;
Θέλω όμως να θίξω ένα διαφορετικό τομέα της δραστηριότητας της Ε.Ο.Ε. και της συνδεόμενης με αυτήν Επιτροπής Αξιολόγησης Ορνιθολογικών Παρατηρήσεων. Μου προκάλεσε μεγάλη απορία και προβληματισμό η ονοματολογία που υιοθετούν για τα πουλιά, η οποία καθιερώνεται, απ’ ότι φαίνεται, ως η επίσημη νεοελληνική.
Όπως είναι γνωστό, οι καθιερωμένες σήμερα διεθνώς επιστημονικές ονομασίες των φυτών και των ζώων, γραμμένες στο λατινικό αλφάβητο, προέρχονται σ’ ένα μεγάλο ποσοστό τους από την αρχαία ελληνική γλώσσα. Αυτό συμβαίνει επειδή:
Πολλές από τις ονομασίες αυτές υπάρχουν ήδη στην αρχαία ελληνική γραμματεία, όπως π.χ. στα έργα του Αριστοτέλη και του Θεόφραστου, και διατηρήθηκαν αυτούσιες ή ελαφρά τροποποιημένες στη σύγχρονη επιστημονική ορολογία.
Για φυτά και ζώα που ανακαλύφθηκαν και μελετήθηκαν στα νεότερα χρόνια, οι Ευρωπαίοι επιστήμονες δημιούργησαν νέα ονόματα από την αρχαία ελληνική γλώσσα, στηριζόμενοι στον λεκτικό πλούτο της και τη μοναδική εκφραστική και συνθετική της ικανότητα.
Μια πρώτη επαφή με τις ονομασίες αυτές είχα όταν φοιτούσα στην Α΄ και Β΄ τάξη του παλιού εξαταξίου Γυμνασίου, τη δεκαετία του 1960 στην Κάρπαθο, στα μαθήματα της Φυτολογίας και Ζωολογίας που διδάσκονταν τότε. Δίδασκε ένας εξαίρετος φυσικός, που εκτός από τις ελληνικές επιστημονικές ονομασίες των φυτών και των ζώων, μάς έδινε και τις διεθνείς επιστημονικές, γραμμένες στα λατινικά. Για ένα μαθητή 12-14 χρόνων ήταν πολύ σημαντικό να μαθαίνει ότι ο πλάτανος λέγεται στη διεθνή επιστημονική γλώσσα platanus, o αστερίας asterias, η σκολόπεντρα scolopendra και ότι ακόμη και ο ορνιθόρυγχος της μακρινής Αυστραλίας που ανακαλύφθηκε τα νεώτερα χρόνια, ονομάστηκε ornithorynchus paradoxus! Είχε έτσι ο νεοέλληνας μαθητής την ευκαιρία να εκτιμήσει ορθότερα τη γλώσσα του, να κατανοήσει την προσφορά της στον παγκόσμιο πολιτισμό και να συνειδητοποιήσει το δικό του χρέος για τη διατήρηση και την προστασία της.
Διαβάζοντας τα βιβλία της Ελληνικής Ορνιθολογικής Εταιρίας που αναφέρω στην αρχή, απογοητεύτηκα. Αν οι προτεινόμενες από την Ε.Ο.Ε. ονομασίες των πτηνών καθιερωθούν ανάμεσα στους Έλληνες επιστήμονες, τότε θα έχει συντελεστεί ένα μεγάλο βήμα προς την εκβαρβάρωση της γλώσσας μας.
Κατ’ αρχάς επισημαίνω ότι στα προαναφερόμενα βιβλία (υποθέτω και στις λοιπές δημοσιεύσεις τους) οι γλωσσοπλάστες ορνιθολόγοι δεν αλλοίωσαν τις ονομασίες των τάξεων και των οικογενειών των πτηνών. Έτσι διαβάζουμε: Τάξη: Πελεκανόμορφα, Πελαργόμορφα, Δρυοκολαπτόμορφα κτλ. Οικογένεια: Φαλακροκορακίδαι, Ερωδιίδαι, Δρυοκολαπτίδαι κτλ., και μάλιστα με το αρχαιοπρεπές άλφα γιώτα στην κατάληξη. Είναι θετικό το ότι σεβάστηκαν τις υπάρχουσες ονομασίες και δεν έγραψαν π.χ. «Κορμορανόμορφα», «Τσικλιταρόμορφα», ούτε έγραψαν «Τσικνίδαι», Τσικλιταρίδαι» κτλ.
Δεν συνέβη όμως το ίδιο και στις ονομασίες των ειδών και των γενών. Αναφέρω παραδείγματα: Ο δρυοκολάπτης έγινε από τους ορνιθολόγους τσικλιτάρα, ο κορυδαλός κατσουλιέρης, ο χαραδριός σφυριχτής, ο φαλακροκόρακας κορμοράνος, ο υδροβάτης (hydrobates) πετρίλος, ο γύπας (gyps) όρνιο, ο ταχύβαπτος (tachybaptus) νανοβουτηχτάρι, η oxyura leucoptera κεφαλούδι, ο circus cyaneus χειμωνόκιρκος, ο circus macrourus στεπόκιρκος, ο pandion haliaetus ψαραετός, ο porphyrio porphyrio σουλτανοπουλάδα, ο ιμαντόπους (himantopus himantopus) καλαμοκανάς, ο xenus cinereus ρωσότρυγγας, ο hoplopterus αγκαθοκαλημάνα, ο lymnocryptes κουφομπεκάτσινο, ο apus σταχτάρα, η eremophila χιονάδα, ο phoenicurus καρβουνιάρης, η oenanthe (οινάνθη) ασπροκωλίνα, ο acrocephalus melanopogon ψαθοποταμίδα, η hippolais λιοστριτσίδα, η sylvia τσιροβάκος, ο pyrrhocorax pyrrhocorax κοκκινοκαλιακούδα, ο plectrophenax χιλιοτσίχλονο, ο neophron percnopterus ασπροπάρης κτλ. Νομίζω ότι είναι αρκετά τα παραδείγματα.
Η πρώτη διαπίστωση είναι ότι οι ορνιθολόγοι της Ε.Ο.Ε. έχουν μια εμφανή αντιπάθεια προς την ελληνική γλώσσα και ιδίως προς τις ρίζες της αρχαίας ελληνικής. Το πιθανότερο είναι ότι ανάμεσά τους δεν υπάρχει κανείς που να γνωρίζει αρχαία ελληνικά ή λατινικά. Έτσι η λέξη percnopterus τούς ήταν εντελώς ακατανόητη. Για γνώση του γοητευτικού μύθου του Πανδίονα δεν γίνεται λόγος.
Φαντάζομαι τον Γάλλο ή Άγγλο ή Γερμανό κτλ. ερευνητή των προηγούμενων αιώνων να ψάχνει το αρχαίο ελληνικό λεξιλόγιο, την αρχαία ελληνική ιστορία και μυθολογία για να δημιουργήσει λέξεις όπως «ιμαντόπους», «οινάνθη», «ακροκέφαλος ο μελανοπώγων». Δεν γνώριζε προφανώς ότι στο μέλλον θα εμφανιστούν, και μάλιστα στην Ελλάδα, οι γλωσσοπλάστες ορνιθολόγοι της Ε.Ο.Ε και θα υποβαθμίσουν τις ευρηματικές λέξεις του μετατρέποντάς τες σε «καλαμοκανάς», «ασπροκωλίνα» και «ψαθοποταμίδα».
Έρχομαι τώρα στο θέμα της σύνθεσης. Είναι προφανές ότι οι ορνιθολόγοι της Ε.Ο.Ε αντιπαθούν τις περιφράσεις και επιδιώκουν να αποδώσουν μονολεκτικά τις ονομασίες των πτηνών, παρόλο που ο λεκτικός χαρακτηρισμός των φυτών και των ζώων γίνεται κατά κανόνα με δυο λέξεις, από τις οποίες η πρώτη δηλώνει το γένος και η δεύτερη το είδος, π.χ. asterias ruber, αστερίας ο ερυθρός.
Η ελληνική γλώσσα έχει αξιοθαύμαστη συνθετική ικανότητα. Αλλά η σύνθεση υπακούει σε κάποιους κανόνες και πρέπει, ιδιαίτερα αν πρόκειται για νεολογισμούς (και μάλιστα στο πεδίο της επιστήμης), να συνοδεύεται και από ευαισθησία και να κινείται μέσα σε κάποια μέτρα. Αυτές όμως οι προϋποθέσεις δεν ισχύουν για τους ορνιθολόγους της Ε.Ο.Ε. Ας δούμε μερικά παραδείγματα:
Ο δρυοκολάπτης αποδόθηκε ως «τσικλιτάρα» και τα είδη του ονομάστηκαν:
πρασινοτσικλιτάρα, μαυροτσικλιτάρα, παρδαλοτσικλιτάρα, βαλκανοτσικλιτάρα, μεσοτσικλιτάρα, νανοτσικλιτάρα, στραβολαίμης, λευκονότης και τριδάχτυλος.
Στην οικογένεια των χαραδριιδών ο χαραδριός έγινε «σφυριχτής» και τα είδη του ονομάστηκαν: ποταμοσφυριχτής, αμμοσφυριχτής, θαλασσοσφυριχτής, βουνοσφυριχτής.
Στην οικογένεια των σκολοπακιδών αναφέρονται μεταξύ άλλων τα είδη: μαυρότρυγγας, βαλτότρυγγας, δασότρυγγας, λασπότρυγγας, ρωσότρυγγας, ποταμότρυγγας, κολυμπότρυγγας.
Στην οικογένεια των σιλβιιδών διαβάζουμε (στα προαναφερόμενα βιβλία και σε κατάλογο πτηνών του Ελληνικού Κέντρου Δακτυλίωσης Πουλιών, από το διαδίκτυο, που προφανώς υιοθετεί την ονοματολογία της Ε.Ο.Ε.) ότι υπάρχουν μεταξύ άλλων τα είδη: κοκκινοτσιροβάκος, μαυροτσιροβάκος, μουστακοτσιροβάκος, δεντροτσιροβάκος, ψαλτοτσιροβάκος, λαλοτσιροβάκος, θαμνοτσιροβάκος, μολυβοτσιροβάκος, ρεικοτσιροβάκος, καστανοτσιροβάκος, αιγαιοτσιροβάκος, μελωδοτσιροβάκος, γερακοτσιροβάκος, βουνοτσιροβάκος, κηποτσιροβάκος.
Πίστευα ότι οι γλωσσοπλάστες ήταν άτομα με φαντασία, ευαισθησία και δημιουργικότητα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως το έργο τους είναι μάλλον χειρωνακτικό. Εδώ πρόκειται για βιομηχανία νέων λέξεων, για ένα είδος εργολαβίας (αμειβόμενης βεβαίως). Αν π.χ. ανακαλυφθούν μερικά ακόμη είδη «τσιροβάκου», μπορούμε από πριν να φανταστούμε πώς θα τα ονομάσουν: λαγκαδοτσιροβάκος, γκρεμοτσιροβάκος, ποταμοτσιροβάκος, λασποτσιροβάκος, θεσσαλοτσιροβάκος, μακεδονοτσιροβάκος, πινδοτσιροβάκος κτλ. Να πόσο εύκολα λύνονται τα επιστημονικά προβλήματα. Αφήστε τους αφελείς Ευρωπαίους να ψάχνουν τα λεξικά!
Ως προς τον αριθμό συλλαβών των νεολογικών σύνθετων, φτάνουν πολύ συχνά τις 6, τις 7, κάποτε και τις 8, όπως π.χ. στη λέξη: «μαυροπεριστερόκοτα»!
Είπαμε ότι η ελληνική γλώσσα έχει εκπληκτικές δυνατότητες σύνθεσης. Ήδη από τον 5ο αιώνα π.Χ. ο Αριστοφάνης (Εκκλησιάζουσαι, στίχοι 1169-1174) συνέθεσε λέξη με 78 συλλαβές! Εκείνος όμως γράφει κωμωδίες, δεν υπηρετεί την επιστήμη, όπως (υποτίθεται) οι ορνιθολόγοι της Ε.Ο.Ε.
Η εισαγωγή νεολογισμών, και μάλιστα ως «επιστημονικών» όρων, σε μια ιστορική γλώσσα όπως είναι η ελληνική, πρέπει να γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή. Οι λέξεις «πουπουλόπαπια» και «χουλιαρόπαπια» ακούγονται περισσότερο σαν γλωσσοδέτες παρά σαν επιστημονικοί όροι. Η λέξη «στριτσίδα» (hippolais) φάνηκε τόσο αρμονική στους γλωσσοπλάστες της Ε.Ο.Ε., ώστε αποφάσισαν να ονομάσουν το είδος hippolais polyglotta «ορφεοστριτσίδα»! Η «στριτσίδα» συγκατοικεί στην ίδια λέξη με τον μελωδικό Ορφέα.
Αυτά για τη γλωσσοπλαστική δραστηριότητα των ορνιθολόγων της Ε.Ο.Ε. Θα μπορούσε κάποιος να σκεφτεί: «Ορνιθολόγοι είναι, δεν είναι γλωσσολόγοι». Έχουν όμως το δικαίωμα, ουσιαστικά και ηθικά, να καταργούν την προϋπάρχουσα ονοματολογία και να καθιερώνουν νέα, και μάλιστα τέτοιας υποστάθμης; Οι έλληνες γλωσσολόγοι και οι φορείς που τους εκπροσωπούν, που δικαιωματικά αποτελούν τους θεματοφύλακες της γλωσσικής μας κληρονομιάς, έχουν γνώση του θέματος; Αντιλαμβάνονται τον κίνδυνο που απειλεί τη γλώσσα; Συμφωνούν με την προτεινόμενη στα παραπάνω βιβλία ονοματολογία; Συναινούν στον εξοβελισμό των καθιερωμένων ελληνικών επιστημονικών όρων από την επίσημη νεοελληνική γλώσσα; Αποδέχονται την εισαγωγή στο επιστημονικό λεξιλόγιο νέων, αδόκιμων και κακόηχων λέξεων, πολλές από τις οποίες προέρχονται πιθανότατα από την αλβανική, τη σλαβική, τη βλάχικη;
Προστασία δεν χρειάζεται μόνο το φυσικό περιβάλλον, χρειάζεται και το γλωσσικό. Κι αυτό κινδυνεύει. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση κινδυνεύει όχι από ξένους, αλλά από Έλληνες «ερευνητές». Είμαστε όλοι κληρονόμοι μιας μοναδικής γλώσσας για την οποία δεν παραλείπουμε σε κάθε περίπτωση να καυχιόμαστε. Δεν αρκεί όμως η περηφάνια και η αυταρέσκεια. Χρέος μας επιτακτικό είναι και η προστασία της, όσο αυτό είναι δυνατόν, από την υποβάθμιση, τη νόθευση, τον εκφυλισμό. Γιατί και οι γλώσσες απειλούνται, κινδυνεύουν, διαβρώνονται. Λέξεις με μοναδική πολιτιστική φόρτιση, που έχουν τις ρίζες τους στα ομηρικά έπη, που γλύτωσαν από τους κατακτητές και συμπλήρωσαν ιστορία τριάντα αιώνων, κινδυνεύουν στις ημέρες μας με αφανισμό. Θυμηθείτε τον ποιητή:
Τη γλώσσα μού έδωσαν ελληνική.
Το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου.
Η διαφύλαξη της γλώσσας απαιτεί «έγνοια», απαιτεί διαρκή επαγρύπνηση. Ως Νεοέλληνας ένιωσα προσβεβλημένος διαβάζοντας τις νέες αυτές «επίσημες» ονομασίες των πτηνών. Ένιωσα ότι η γλώσσα μου απειλείται από ένα σμήνος αρπακτικών, που όλα εξορμούν από τους καταλόγους της Ε.Ο.Ε: τσικνιάδες, καπακλήδες, κιρκίρια, σαρσέλες, φερεντίνια, γκισάρια, τσίφτες και τσιφτάδες, σαΐνια και διπλοσάινα, καλαμοκανάδες, τουρλίδες, κατσουλιέρηδες, χουχουριστές, γαϊδουροκεφαλάδες, καρατζάδες, καλιακούδες, ασπροκώλες και ασπροκωλίνες, χαβαρόνια, τσαρτσάρες, στριτσίδες, τσιροβάκοι, βλάχοι και σκουρόβλαχοι.
Όλα αυτά τα γλωσσικά τερατουργήματα επιτίθενται ομαδικά στη γλώσσα μας. Υπάρχει τρόπος να την προστατέψουμε;