metafrasi banner

to have a crush on sb

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Π.χ. John has a crush on Julia.

Είναι τσιμπημένος;
Είναι ξεμυαλισμένος;

Υπάρχει ποιοτική/ποσοτική διαφορά;

Μήπως κάτι άλλο είναι καλύτερο;
 

Alexandra

Super Moderator
Staff member
Τσιμπημένος, θα έλεγα, επειδή περιέχει την έννοια του πρόσκαιρου, όπως και το crush.
Βέβαια, και το ξεμυάλισμα πάλι πρόσκαιρο υποτίθεται ότι είναι, δεν περιμένουμε να κρατήσει πολύ.
Τέλος πάντων, κατά καιρούς έχω χρησιμοποιήσει και τα δύο. Τώρα βρίσκομαι στη φάση του "τσιμπημένος".
Αλλά το "ξεμυάλισμα" θα προτιμηθεί όταν λέμε π.χ. It's just a crush. Εκεί δεν μπορείς να βάλεις ανάλογο ουσιαστικό που προέρχεται από το "τσιμπημένος".
 

bernardina

Moderator
Τώρα, κανονικά θα λέγαμε είναι καψουρεμένος/η με... αλλά ας όψεται το ρέτζιστερ :whistle::whistle:

Μια χαρά είναι το τσιμπημένος ;)
 

Alexandra

Super Moderator
Staff member
Δίκιο έχεις, Μπέρνι. Ξέχασα το "καψουρεμένος" που έχει και το ουσιαστικό του, την "καψούρα".
 

bernardina

Moderator
Αλλά το "ξεμυάλισμα" θα προτιμηθεί όταν λέμε π.χ. It's just a crush. Εκεί δεν μπορείς να βάλεις ανάλογο ουσιαστικό που προέρχεται από το "τσιμπημένος".

Ή και το πρόσκαιρος ενθουσιασμός επί το παλιομοδιτικότερον. :p

Edit. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, ο πρόσκαιρος ενθουσιασμός κολλάει πιο πολύ στο infatuation, methinks... :s
 

bernardina

Moderator
Κοίτα, υπάρχουν και οι περιφράσεις. Όπως, έχει δαγκώσει τη λαμαρίνα, πονάει το δοντάκι του για την τάδε κλπ κλπ. Όπως πάντα, όμως, είναι ζήτημα γλωσσικού περιβάλλοντος, όχι;
 

daeman

Administrator
Staff member
...
Και είναι ξελογιασμένος / ξελογιάστηκε με.

ΛΚΝ:
τσιμπώ: 4. (μτφ., παθ., οικ.) ερωτεύομαι: Ο Γιάννης έχει τσιμπηθεί με τη Mαρία. H Mαρία είναι τσιμπημένη με το Γιάννη.
ξελογιάζω: 1. εμπνέω σε κπ. παράφορο έρωτα, ο οποίος τον παρασύρει συνήθ. σε ενέργειες αντίθετες προς τη σύνεση και τη λογική· ξεμυαλίζω: Tης ξελόγιασε τον άντρα. Ξελογιάστηκε μαζί της. Είναι ξελογιασμένος με μια μικρή.
ξεμυαλίζω: 1. γοητεύω κπ. με παραπλανητικά λόγια ή με καμώματα και τον παρασύρω σε ενέργειες αντίθετες προς τη σύνεση και τη λογική· ξελογιάζω: Tον ξεμυάλισαν οι κακές παρέες. Ξεμυαλίζει τα κορίτσια. Kάποιος την είχε ξεμυαλίσει κι έφυγε μαζί του. [...]
[Λεξικό Κριαρά]
ξεμυαλίζω. (Μτβ.) παρασύρω, ξελογιάζω

Πέρα από τα λεξικά, έχω την εντύπωση ότι το τσιμπιέμαι είναι πιο χαμηλά στην κλίμακα, ενώ το ξελογιάζομαι είναι σε ψηλό σκαλί και λίγο πιο ψηλά το ξεμυαλίζομαι.

Εδιτ: Βέβαια, μέχρι να παλέψω τα λίνκια στα λεξικά και τη μορφοποίηση, ο φυρομυαλισμένος, ήρθαν οι λεξιλογιάστρες να πουν τα πάντα όλα. Τι 'ν' τούτες; Πα πα πα. :p
 
Την έχει πατήσει με...

Το οποίο μπορεί να περικλείει όλες τις διαβαθμίσεις ανάλογα με το πού και πώς το λες.
 
Top