Από άρθρο του ΒήματοςΣτην πράξη, όμως, η διαδικασία εισαγωγής ενός νέου νομίσματος είναι πολύ πιο περίπλοκη και τιμωρητική για τη χώρα απ' ό,τι φαίνεται.
Προφανώς το τιμωρητική είναι η ψευδόφιλη του punishing, που σημαίνει, φυσικά, αυτό που καταπονεί, ταλαιπωρεί, ταλανίζει κάποιον. Όχι τον τιμωρεί. Ενδεχομένως εδώ θα μπορούσε να αντικατασταθεί από το επώδυνη, δυσβάσταχτη, οδυνηρή κλπ κλπ.
Πολύ εύστοχη η παρατήρηση και αξίζει να δούμε καλύτερα τα γύρω γύρω. Πρώτα, το punishing στο ODE:
punishing /ˈpʌnɪʃɪŋ/
adjective
1. physically and mentally demanding; arduous: the band’s punishing tour schedule
2. severe and debilitating: the recession was having a punishing effect on our business
εξαντλητικός, εξοντωτικός, εξουθενωτικός κ.λπ.
Τιμωρητικός είναι αυτός που τιμωρεί, άρα punitive (+penalizing, chastising, chastening).
punitive inflicting or intended as punishment: he called for punitive measures against the Eastern bloc (ODE)
Έχουμε από την πρόσφατη εμπειρία μας την τιμωρητική ψήφο (punitive vote).
Η λέξη δεν υπάρχει στα λεξικά. Δεν υπάρχει στο ΛΝΕΓ 2012, αλλά υπάρχει στο Λεξικό των Συνωνύμων! Υπάρχει η παλιότερη κολαστήριος.
Αν προστεθεί η διάσταση του φρονηματισμού, τότε έχουμε σωφρονιστικός και φρονηματιστικός (και όχι φρονηματικός! — το επίθετο είναι από το φρονηματίζω > φρονηματισμός). Στα αγγλικά προσθέτουμε τουλάχιστον το correctional.