Στο πολύ όμορφο ημερολόγιο που έφτιαξε ένας φίλος για λογαριασμό φαρμακευτικής εταιρείας με γενικό θέμα την ιστορία της ευλογιάς και της καταπολέμησής της, βλέπω στο εξώφυλλο μια εικόνα του 1929, σχέδιο αρχιτέκτονα προφανώς, με τίτλο «ΟΡΡΟΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ ΑΘΗΝΩΝ». Στο εσώφυλλο η σημερινή λεζάντα διορθώνει την ορθογραφία:
ΟΡΟΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ ΑΘΗΝΩΝ,
στον Βοτανικό, επί πρωθυπουργίας του Ελευθερίου Βενιζέλου.
Απρίλιος 1929
Μπορείτε να δείτε την εικόνα εδώ:
http://img84.imageshack.us/img84/9265/oroparagogiko.jpg
Δυστυχώς δεν βρήκα περισσότερες λεπτομέρειες για το Σταθμό ούτε μέσα στο βιβλίο ούτε σε άλλες πηγές. Αλλά και ο όρος οροπαραγωγικός δεν φαίνεται να είναι γνωστός στο διαδίκτυο ή στα λεξικά για κάποιο κέντρο που παράγει ορούς και εμβόλια.
Σύμφωνα με το ΛΚΝ (προσθέτω αγγλικές αποδόσεις και πάσα βοήθεια δεκτή, ιδίως στο 2α), ο ορός είναι:
ορός ο [orós] : 1. (φυσιολ., ιατρ.) α. το κιτρινωπό υγρό που απομένει αν απομακρυνθούν τα έμμορφα συστατικά του αίματος (αιμοσφαίρια και αιμοπετάλια) και οι ουσίες οι οποίες προκαλούν την πήξη του αίματος: Aνθρώπινος / ζωικός ορός.
serum (human serum; animal serum).
β. (Θεραπευτικός) ορός, που λαμβάνεται από το αίμα ανθρώπων ή ζώων και περιέχει έτοιμα αντισώματα κατά ορισμένης ασθένειας και, ύστερα από ειδική επεξεργασία, χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς: Aντιτετανικός ορός.
(therapeutic) serum (anti-tetanus serum).
2α. ονομασία για διαλύματα αλάτων ή σακχάρων σε νερό που χρησιμοποιούνται για θεραπευτικούς σκοπούς• τεχνητός ορός: Ο (φυσιολογικός) ορός. Έβαλαν ορό στον ασθενή. || (επέκτ.) η συσκευή με την οποία χορηγείται ο ορός: Πότε θα του βγάλουν τον ορό; Ήταν αναγκασμένος να κινείται κουβαλώντας τον ορό.
(intravenous) drip
β. ορός αληθείας / της αλήθειας, ειδικό διάλυμα που χορηγείται ενδοφλεβίως και προκαλεί ελαφριά νάρκωση• χρησιμοποιείται κυρίως σε ανακρίσεις, για να ομολογήσει ο κατηγορούμενος.
truth serum
[λόγ.: 1: αρχ. ὀρός• 2: σημασιολογικό δάνειο γαλλ. sérum (στη νέα σημ.) < λατ. serum ‘ορός’]
Ορός λέγεται και το «υδαρές υπόλειμμα τού γάλακτος μετά την αφαίρεση τής τυρίνης και τού βουτύρου, το μετά την πήξη τού γάλακτος υδατώδες υπόλειμμα, τα τυρόγαλα» (ΠαπΛεξ). Whey στα αγγλικά.
Η γραφή με τα δύο –ρρ– βρίσκεται ακόμα και σε κείμενα της ΕΕ, αλλά σε όλα τα λεξικά λέει ότι είναι εσφαλμένη. Στο Ορθογραφικό διαβάζουμε: «Η λέξη ορθογραφείται ήδη από την αρχαιότητα με ένα –ρ– (ορός), η δε γραφή ορρός είναι μεσαιωνική και οφείλεται μάλλον σε εσφαλμένη ανάγνωση». Πάντως, όταν έχουμε ήδη το όρος και ο όρος, παραμπερδεύονται τα πράγματα. Τι είναι ορογένεση και τι είναι ο ορογόνος;
Σκέφτομαι να εκμεταλλευτώ την ορθογραφική σύγχυση. Παλιότερα είχα βάλει ταμπέλα στην πόρτα του γραφείου μου «Κέντρο επεξεργασίας λημμάτων» (και ένα σήμα του STOP που έλεγε «Εν τούτω Νίκος»). Σκέφτομαι να βάλω τώρα ταμπέλα που θα λέει «Οροπαραγωγικός σταθμός Αθηνών». Ή να το αφήσω για την ΕΛΕΤΟ;
ΟΡΟΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ ΑΘΗΝΩΝ,
στον Βοτανικό, επί πρωθυπουργίας του Ελευθερίου Βενιζέλου.
Απρίλιος 1929
Μπορείτε να δείτε την εικόνα εδώ:
http://img84.imageshack.us/img84/9265/oroparagogiko.jpg
Δυστυχώς δεν βρήκα περισσότερες λεπτομέρειες για το Σταθμό ούτε μέσα στο βιβλίο ούτε σε άλλες πηγές. Αλλά και ο όρος οροπαραγωγικός δεν φαίνεται να είναι γνωστός στο διαδίκτυο ή στα λεξικά για κάποιο κέντρο που παράγει ορούς και εμβόλια.
Σύμφωνα με το ΛΚΝ (προσθέτω αγγλικές αποδόσεις και πάσα βοήθεια δεκτή, ιδίως στο 2α), ο ορός είναι:
ορός ο [orós] : 1. (φυσιολ., ιατρ.) α. το κιτρινωπό υγρό που απομένει αν απομακρυνθούν τα έμμορφα συστατικά του αίματος (αιμοσφαίρια και αιμοπετάλια) και οι ουσίες οι οποίες προκαλούν την πήξη του αίματος: Aνθρώπινος / ζωικός ορός.
serum (human serum; animal serum).
β. (Θεραπευτικός) ορός, που λαμβάνεται από το αίμα ανθρώπων ή ζώων και περιέχει έτοιμα αντισώματα κατά ορισμένης ασθένειας και, ύστερα από ειδική επεξεργασία, χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς: Aντιτετανικός ορός.
(therapeutic) serum (anti-tetanus serum).
2α. ονομασία για διαλύματα αλάτων ή σακχάρων σε νερό που χρησιμοποιούνται για θεραπευτικούς σκοπούς• τεχνητός ορός: Ο (φυσιολογικός) ορός. Έβαλαν ορό στον ασθενή. || (επέκτ.) η συσκευή με την οποία χορηγείται ο ορός: Πότε θα του βγάλουν τον ορό; Ήταν αναγκασμένος να κινείται κουβαλώντας τον ορό.
(intravenous) drip
β. ορός αληθείας / της αλήθειας, ειδικό διάλυμα που χορηγείται ενδοφλεβίως και προκαλεί ελαφριά νάρκωση• χρησιμοποιείται κυρίως σε ανακρίσεις, για να ομολογήσει ο κατηγορούμενος.
truth serum
[λόγ.: 1: αρχ. ὀρός• 2: σημασιολογικό δάνειο γαλλ. sérum (στη νέα σημ.) < λατ. serum ‘ορός’]
Ορός λέγεται και το «υδαρές υπόλειμμα τού γάλακτος μετά την αφαίρεση τής τυρίνης και τού βουτύρου, το μετά την πήξη τού γάλακτος υδατώδες υπόλειμμα, τα τυρόγαλα» (ΠαπΛεξ). Whey στα αγγλικά.
Η γραφή με τα δύο –ρρ– βρίσκεται ακόμα και σε κείμενα της ΕΕ, αλλά σε όλα τα λεξικά λέει ότι είναι εσφαλμένη. Στο Ορθογραφικό διαβάζουμε: «Η λέξη ορθογραφείται ήδη από την αρχαιότητα με ένα –ρ– (ορός), η δε γραφή ορρός είναι μεσαιωνική και οφείλεται μάλλον σε εσφαλμένη ανάγνωση». Πάντως, όταν έχουμε ήδη το όρος και ο όρος, παραμπερδεύονται τα πράγματα. Τι είναι ορογένεση και τι είναι ο ορογόνος;
Σκέφτομαι να εκμεταλλευτώ την ορθογραφική σύγχυση. Παλιότερα είχα βάλει ταμπέλα στην πόρτα του γραφείου μου «Κέντρο επεξεργασίας λημμάτων» (και ένα σήμα του STOP που έλεγε «Εν τούτω Νίκος»). Σκέφτομαι να βάλω τώρα ταμπέλα που θα λέει «Οροπαραγωγικός σταθμός Αθηνών». Ή να το αφήσω για την ΕΛΕΤΟ;