Το άκουσα χτες από τον Β. Βενιζέλο και χάρηκα σήμερα που το γράφουν όλοι (σχεδόν) σωστά στο διαδίκτυο. Η έκφραση αποδίδεται στον Ιωάννη τον Χρυσόστομο (εφτά φορές τουλάχιστον τη χρησιμοποιεί) και μας έμεινε απολίθωμα. Πρόκειται για επίθετο παικτός «που μπορεί να γίνει αντικείμενο παιχνιδιού», που όμως και στους βυζαντινούς χρόνους μόνο σαν αναμάσημα της φράσης του Χρυσόστομου φαίνεται να κυκλοφορεί, σχεδόν πάντα με το παίζω.
Στο ΛΝΕΓ βρίσκουμε πλούσια ανάπτυξη στο λήμμα παίζω:
παίζω εν ου παικτοίς (Ιωάνν. Χρυσ. Ομιλίαι 31, 5) (αρχαιοπρ.) παίζω με πράγματα με τα οποία δεν μπορεί να παίζει κανείς, αντιμετωπίζω με επιπολαιότητα ή χωρίς την πρέπουσα σοβαρότητα κάτι που απαιτεί σοβαρή αντιμετώπιση· (καταχρ.) εν ου παικτοίς (ως χαρακτηρισμός) αυτός με τον οποίο δεν πρέπει να παίζει κανείς: «αν οι πολιτικές ηγεσίες συμφωνήσουν ότι η εξωτερική πολιτική είναι εν ου παικτοίς και την εξαιρέσουν από το γήπεδο των κομματικών, προσωπικών ανταγωνισμών...» (εφημ.).
Υπάρχει λήμμα για επίθετο παικτός που αξιοποιείται για παραπομπή στη φράση στο παίζω. Προσέξτε στη δεύτερη φράση το χαρακτηρισμό «καταχρ.»: το «εν» και η δοτική δεν έχουν δουλειά χωρίς το ρήμα. Σήμερα, αν υπήρχε το επίθετο, θα λέγαμε π.χ. «τα μη παικτά».
Στο ΛΚΝ βρίσκουμε και εκεί τη φράση στο παίζω, χωρίς πολλές εξηγήσεις, να ακολουθεί το παίξε γέλασε:
ΦΡ δεν είναι παίξε γέλασε, για κτ. σημαντικό: Είναι σοβαρή υπόθεση· δεν είναι παίξε γέλασε. (απαρχ.) παίζω εν ου παικτοίς, αστειεύομαι για πράγματα σοβαρά, σημαντικά.
Προτιμώ το «αντιμετωπίζω με επιπολαιότητα» του ΛΝΕΓ από το «αστειεύομαι» του ΛΚΝ. Για τη μετάφραση σκέφτομαι αυτές τις λύσεις (και μένω ανοιχτός για περισσότερες):
trifle with (e.g. You have no right to trifle with these things.)
play with fire (e.g. Eurozone authorities are playing with fire when it comes to the debt crisis.)
not to be trifled with (e.g. These matters are not to be trifled with.)
is no trifling matter; is no laughing matter δεν είναι παίξε γέλασε
Στο ΛΝΕΓ βρίσκουμε πλούσια ανάπτυξη στο λήμμα παίζω:
παίζω εν ου παικτοίς (Ιωάνν. Χρυσ. Ομιλίαι 31, 5) (αρχαιοπρ.) παίζω με πράγματα με τα οποία δεν μπορεί να παίζει κανείς, αντιμετωπίζω με επιπολαιότητα ή χωρίς την πρέπουσα σοβαρότητα κάτι που απαιτεί σοβαρή αντιμετώπιση· (καταχρ.) εν ου παικτοίς (ως χαρακτηρισμός) αυτός με τον οποίο δεν πρέπει να παίζει κανείς: «αν οι πολιτικές ηγεσίες συμφωνήσουν ότι η εξωτερική πολιτική είναι εν ου παικτοίς και την εξαιρέσουν από το γήπεδο των κομματικών, προσωπικών ανταγωνισμών...» (εφημ.).
Υπάρχει λήμμα για επίθετο παικτός που αξιοποιείται για παραπομπή στη φράση στο παίζω. Προσέξτε στη δεύτερη φράση το χαρακτηρισμό «καταχρ.»: το «εν» και η δοτική δεν έχουν δουλειά χωρίς το ρήμα. Σήμερα, αν υπήρχε το επίθετο, θα λέγαμε π.χ. «τα μη παικτά».
Στο ΛΚΝ βρίσκουμε και εκεί τη φράση στο παίζω, χωρίς πολλές εξηγήσεις, να ακολουθεί το παίξε γέλασε:
ΦΡ δεν είναι παίξε γέλασε, για κτ. σημαντικό: Είναι σοβαρή υπόθεση· δεν είναι παίξε γέλασε. (απαρχ.) παίζω εν ου παικτοίς, αστειεύομαι για πράγματα σοβαρά, σημαντικά.
Προτιμώ το «αντιμετωπίζω με επιπολαιότητα» του ΛΝΕΓ από το «αστειεύομαι» του ΛΚΝ. Για τη μετάφραση σκέφτομαι αυτές τις λύσεις (και μένω ανοιχτός για περισσότερες):
trifle with (e.g. You have no right to trifle with these things.)
play with fire (e.g. Eurozone authorities are playing with fire when it comes to the debt crisis.)
not to be trifled with (e.g. These matters are not to be trifled with.)
is no trifling matter; is no laughing matter δεν είναι παίξε γέλασε