Τίτος Πατρίκιος, Γραφομηχανή
Γραφομηχανή
Τικ, τακ-τακ, τσαφ, κρουτσουντόκ, ντοκ-ντοκ, πλιτς,
κι η μέρα, κλοπ, ντροπ, κ’ η μέρα πάει χαμένη
με φραγκοδίφραγκα στα βρώμικα παγκάρια, φραγκ, ντριγκ,
με πείνα, με λύσσα, με μάταιη απληστία για τις απρόσιτες βιτρίνες
και σπάνε γρήγορα τα νύχια, λυώνει το κρέας, σχεδιάζονται τα κόκκαλα
σαν πλήκτρα χαλασμένου πιάνου, φαγωμένα δάχτυλα
απ’ την πλύση, την έλλειψη μιας άλλης σάρκας, φαγωμένα
απ’ αυτόν τον γεμάτο στρόντιο 90 άνεμο, κραυγές πνιγμένες,
κάποιο παλιό χαστούκι, την καινούργια γραβάτα του προϊστάμενου,
τις καλτσοδέτες που σφίγγουν κάτω από το γόνατο, την πρόωρη
εμμηνόπαυση. Όταν σκοτώθηκε ο Αργύρης, τότε που πέφταν όλμοι
κ’ οι πρόσφυγες πλημμύριζαν τον έρημο σταθμό
μη με κρατάτε, ούρλιαζε, αφήστε με να σκοτωθώ, αφήστε με,
αφήστε κύριε τα τάλληρά σας, τον ξάπλωσαν στο παρατημένο πιάνο
κάποιος πάτησε τα παράφωνα πλήκτρα, τσαφ-κρακ,
δεν πειράζει κύριε, εύκολα σβήνεται ένα λάθος
αφήστε το καπέλο σας, που πια δεν έχει στόμα και μυαλό
μου φαίνεται πως μοιάζω στο καπέλο σας, το καπέλο, τοκ,
τοκ-τοκ, πέφτουν τα δόντια μου σαν κουρελιασμένα πλήκτρα
ορθώνονται τα μαλλιά σ’ άγρια σύρματα, μοχλοί ξεφρενιασμένοι
των άλλων οι έτοιμες κουβέντες, ταινίες των λέξεων, καρούλια,
σβήνεται εύκολα μια ζωή, η γομολάστιχα, το αντίγραφο,
αφήστε κύριε το καπέλο σας, τα κόκκαλα της νύστας,
τα κοκ, τακ-τοκ, χροκ, ξεγρόκ.
(Δημοσιεύτηκε στην
Επιθεώρηση Τέχνης, τ. 89, Μάιος 1962, σ. 538)
και διαδικτυακά από
εδώ (τη σελίδα του Νίκου Σαραντάκου)