Καλημέρα. Στη δική μου εποχή περιπετειώδης ήταν ο βίος και άλλα άψυχα, όχι οι άνθρωποι. Όταν μιλούσαμε για ανθρώπους, λέγαμε ότι κάνουν περιπετειώδη ζωή, αγαπάνε τις περιπέτειες και άλλα τέτοια, αλλά δεν λέγαμε ότι είναι περιπετειώδεις. Πού και πού βλέπω π.χ. «ο περιπετειώδης Σέρλοκ Χολμς» και ταράζομαι, αλλά το αποδίδω περισσότερο σε λάθος παρά σε τάση (εδώ στο ότι αναφέρεται στην ταινία). Αρχίζω ωστόσο να ψυλλιάζομαι, σαν άλλος Ρανταπλάν με καθυστερημένες αντιδράσεις, ότι είναι τάση, ότι έχει καθιερωθεί νέα σημασία και πρέπει να περάσει στα λεξικά. Τι γράφουν τώρα τα λεξικά;
περιπετειώδης
-ες, Ν· γεμάτος περιπέτειες, αυτός που χαρακτηρίζεται από πλήθος περιπετειών («περιπετειώδες ταξίδι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιπέτεια. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου]. [ΠαπΛεξ]
περιπετειώδης, -ης, -ες [1897] {περιπετειώδ-ους |-εις (ουδ. -η), -ών} αυτός που περιέχει ή προκαλεί πολλές περιπέτειες: περιπετειώδης ιστορία / ταινία / ζωή / πλοκή / άφιξη. ΑΝΤ. ήσυχος, ήρεμος. — περιπετειωδώς επίρρ. > ΣΧΟΛΙΟ λ. -ης, -ης, -ες. [ΕΤΥΜ. Απόδ. τού γαλλ. aventureux]. [ΛΝΕΓ]
περιπετειώδης -ης -ες [peripetióδis] E11 : που είναι γεμάτος περιπέτειες: Περιπετειώδες ταξίδι. ~ ζωή. ~ διαδρομή / πορεία. Περιπετειώδεις προσπάθειες. [λόγ. περιπέτει(α) -ώδης μτφρδ. γαλλ. aventureux] [ΛΚΝ]
περιπετειώδης -ης, -ες επίθ. ο γεμάτος περιπέτειες, κινδύνους, ταλαιπωρίες: περιπετειώδες ταξίδι - περιπετειώδης ζωή. [Μείζον]
περιπετειώδης (π.χ. ~ ζωή) ταραχώδης, έντονος, ταραγμένος [...] [ΛΣΑΝΕΓ]
Έκανα προχτές ένα σχόλιο για το περιπετειώδης στα σλιπάκια και ο daeman σχολίασε ως εξής:
Με ένα «σκηνοθέτης» μετά, θα σωζόταν ο περιπετειώδης.
Δηλαδή το «περιπετειώδης σκηνοθέτης» είναι εντάξει;
Η κεραμίδα ήρθε σήμερα όταν είδα στην Βικιπαίδεια τον Simplicius Simplicissimus (Γερμανικά - Αγγλικά - Γαλλικά - Ελληνικά) να αποδίδεται Ο περιπετειώδης Σιμπλιτσίσιμος Τόιτς. Ο Πάπυρος και ο Δρανδάκης έχουν το (λανθασμένο) «τυχοδιώκτης», αλλά θα θεωρούσα πιο νορμάλ αυτό που κάνουν οι Γάλλοι: «Οι περιπέτειες του ΣΣ» (Les Aventures de Simplicius Simplicissimus).
Αλλά για το περιπετειώδης τι λέτε; Να το βάλουν τα λεξικά;
Θα μπορούμε να πούμε χωρίς ενοχές «(Δεν) Είμαι περιπετειώδης άνδρας»;
περιπετειώδης
-ες, Ν· γεμάτος περιπέτειες, αυτός που χαρακτηρίζεται από πλήθος περιπετειών («περιπετειώδες ταξίδι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιπέτεια. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου]. [ΠαπΛεξ]
περιπετειώδης, -ης, -ες [1897] {περιπετειώδ-ους |-εις (ουδ. -η), -ών} αυτός που περιέχει ή προκαλεί πολλές περιπέτειες: περιπετειώδης ιστορία / ταινία / ζωή / πλοκή / άφιξη. ΑΝΤ. ήσυχος, ήρεμος. — περιπετειωδώς επίρρ. > ΣΧΟΛΙΟ λ. -ης, -ης, -ες. [ΕΤΥΜ. Απόδ. τού γαλλ. aventureux]. [ΛΝΕΓ]
περιπετειώδης -ης -ες [peripetióδis] E11 : που είναι γεμάτος περιπέτειες: Περιπετειώδες ταξίδι. ~ ζωή. ~ διαδρομή / πορεία. Περιπετειώδεις προσπάθειες. [λόγ. περιπέτει(α) -ώδης μτφρδ. γαλλ. aventureux] [ΛΚΝ]
περιπετειώδης -ης, -ες επίθ. ο γεμάτος περιπέτειες, κινδύνους, ταλαιπωρίες: περιπετειώδες ταξίδι - περιπετειώδης ζωή. [Μείζον]
περιπετειώδης (π.χ. ~ ζωή) ταραχώδης, έντονος, ταραγμένος [...] [ΛΣΑΝΕΓ]
Έκανα προχτές ένα σχόλιο για το περιπετειώδης στα σλιπάκια και ο daeman σχολίασε ως εξής:
Με ένα «σκηνοθέτης» μετά, θα σωζόταν ο περιπετειώδης.
Δηλαδή το «περιπετειώδης σκηνοθέτης» είναι εντάξει;
Η κεραμίδα ήρθε σήμερα όταν είδα στην Βικιπαίδεια τον Simplicius Simplicissimus (Γερμανικά - Αγγλικά - Γαλλικά - Ελληνικά) να αποδίδεται Ο περιπετειώδης Σιμπλιτσίσιμος Τόιτς. Ο Πάπυρος και ο Δρανδάκης έχουν το (λανθασμένο) «τυχοδιώκτης», αλλά θα θεωρούσα πιο νορμάλ αυτό που κάνουν οι Γάλλοι: «Οι περιπέτειες του ΣΣ» (Les Aventures de Simplicius Simplicissimus).
Αλλά για το περιπετειώδης τι λέτε; Να το βάλουν τα λεξικά;
Θα μπορούμε να πούμε χωρίς ενοχές «(Δεν) Είμαι περιπετειώδης άνδρας»;