Ίσως θα μπορούσε να μπει και σε κάποιο νήμα για τις κόντρες μεταφραστών και επιμελητών το παρακάτω σημείωμα του Θανάση Γεωργιάδη στη Μακεδονία.
(Στο παραπάνω σημείωμα έχω αλλάξει, σε σχέση με αυτό που βρήκα στο διαδίκτυο, τα… εισαγωγικά. Διότι στην εφημερίδα έχουν γίνει όλα ανωφερή (“ ”), ακόμα και εκείνα του «μπλε βιβλίου» — το οποίο αγνοεί παντελώς τα ανωφερή).
Κάνω μια γρήγορη και (σχεδόν) τυχαία δειγματοληψία από τη βιβλιοθήκη. Πρώτα, ένα παλιότερο: ταξιδιωτικές εντυπώσεις του Καραγάτση, γραμμένες γύρω στο 1950 (Περιπλάνηση στον κόσμο, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 2002).
Και κάτι πιο πρόσφατο. Μια μέρα στην Αθήνα του Θοδωρή Καλλιφατίδη (Κάκτος, 1995).
Πιάνω τώρα την Ανατροπή του Νίκου Θέμελη (Κέδρος, 2000).
Και από το LiveWire του Ρέννου Οιχαλιώτη και του Πέτρου Στεφανέα (Εκδ. Γαβριηλίδη, 2006).
Τέλος, από μια μετάφραση: Οι Άραβες των βάλτων του Θέσιγκερ (μετ. Άρη Μπερλή, Εκδόσεις Τσαγκαρουσιάνος, 2008).
Σχόλια – παρατηρήσεις:
1. Άσχετο, αλλά θα το πω για να το βγάλω από τη μέση: «νά ἐξονυχίσει τό ζήτημα μέχρι τριχός». Θα μπορούσε να είναι πιο εύστοχη η μεταφορά του Καραγάτση.
2. Το παλιό σύστημα, αυτό που πρωτογνωρίσαμε εμείς οι μεγαλύτεροι, χρησιμοποιεί τη μεγάλη παύλα για να δείξει την αλλαγή ομιλητή στους διαλόγους.
3. Με τις πολλές μεταφράσεις βλέπουμε τα εισαγωγικά να επικρατούν πια στους διαλόγους. Το πλεονέκτημα είναι ότι τα λόγια του ομιλητή ξεχωρίζουν πολύ πιο εύκολα από τον υπόλοιπο λόγο που βρίσκεται στην κάθε παράγραφο. Η παράγραφος του Θέμελη θα χρειαζόταν κάποια σπασίματα για να διαβάζεται στρωτά στο σύστημα με τις μεγάλες παύλες. Και πώς θα χειριζόταν κανείς στο σύστημα με τις παύλες τη δεύτερη παράγραφο από το LiveWire; Δεν πρόκειται λοιπόν για «άχρηστο μιμητισμό», αλλά για σύστημα που προτιμούμε επειδή δίνει μεγαλύτερη ευελιξία.
4. «Μα οι πάντες […] χρησιμοποιούν τα εισαγωγικά στους διαλόγους των βιβλίων τους, ιδίως στα λογοτεχνικά έργα». Όχι οι πάντες. Ο Joyce έχει παύλες στον Ulysses.
5. Η «μπλε γραμματική» είναι για μικρά παιδιά. Ούτε η γλώσσα μένει κολλημένη εκεί ούτε οι δουλευτές της. Π.χ. το γεγονός ότι δεν αναφέρει τα ανωφερή εισαγωγικά δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν.
6. Δείτε στο σύστημα με τα εισαγωγικά (που άλλωστε έχει χρησιμοποιήσει και ο Γεωργιάδης) ότι δεν έχει παγιωθεί μια άποψη για το αν θα βάζουμε κόμματα και πού θα μπαίνει η τελεία.
Καθώς έβαζα τα βιβλία πίσω στα ράφια, άνοιξα ένα άλλο του Καλλιφατίδη (την Τιμάνδρα, Εκδ. Γαβριηλίδη, 1995). Εκεί χρησιμοποιεί εισαγωγικά. Και αναρωτιέμαι: Όταν ο μεταφραστής τα θέλει με τον έναν τρόπο και ο επιμελητής με τον άλλο, ποιος σοφός Σολομώντας με ποια λογική θα δώσει ποια λύση;
Άχρηστος μιμητισμός
Φίλος, γνωστός και πολύπειρος μεταφραστής, άνθρωπος κάποιας ηλικίας (που χρόνια έζησε και ζει μες στα βιβλία και τις εφημερίδες) τελευταία μου ζητάει επιμόνως να καταργήσω την παύλα των διαλόγων στα δικά του μεταφρασμένα κείμενα.
«Μα οι πάντες», μου λέει, «χρησιμοποιούν τα εισαγωγικά στους διαλόγους των βιβλίων τους, ιδίως στα λογοτεχνικά έργα. Στις εκδόσεις Κ, για παράδειγμα, ποτέ δε βάζουν παύλες στους διαλόγους. Δηλαδή, όλοι οι άλλοι δεν ξέρουν και ξέρεις εσύ; Δε νομίζεις πως η στάση σου είναι εγωιστική; Στο κάτω κάτω και οι ξένοι, Άγγλοι και Αμερικανοί, δε χρησιμοποιούν την παύλα στους διαλόγους». Άλλοτε πάλι καταφεύγει σε απειλές του τύπου: «θα πάψω να συνεργάζομαι μαζί σας».
Σε ό,τι με αφορά βέβαια δε θέλω να κάνω τον καμπόσο, μήτε τον ξερόλα, αλλά ακόμη και ο τελευταίος μαθητής του δημοτικού σχολείου, που μπήκε στον κόπο να διαβάσει τη «Νεοελληνική Γραμματική» του Οργανισμού Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων, το γνωστό μπλε βιβλίο, γνωρίζει ότι, στο κεφάλαιο Τα Σημεία της στίξης, γράφονται τα ακόλουθα:
9. Παύλα (―). Σημειώνουμε την παύλα στο διάλογο για να δείξουμε το πρόσωπο που μιλάει:
― Πότε θα έρθεις;
― Αύριο.
― Θα σε περιμένω.
Εν σχέσει τώρα με τα εισαγωγικά, πάλι το μπλε βιβλίο γράφει τα ακόλουθα.
11. Εισαγωγικά (« »). Μέσα σε εισαγωγικά κλείνουμε τα λόγια ενός άλλου ή μια λέξη του, όταν τα αναφέρουμε όπως ακριβώς τα είπε. Πριν από τα εισαγωγικά σημειώνουμε τότε διπλή τελεία:
Τα εγγόνια έλεγαν στον παππού: «Πες μας, παππού, πάλι το παραμύθι της Γοργόνας».
Δεν καταλαβαίνω πώς ένας επαγγελματίας της γλώσσας αγνοεί το όργανο με το οποίο δουλεύει. Και αναρωτιέμαι, δικαιούται άραγε να αγνοεί τη γραμματική όποιος δουλεύει με όργανό του τη γλώσσα, συγγραφέας, μεταφραστής, δημοσιογράφος;
[Φεβ 01, 2009]
Φίλος, γνωστός και πολύπειρος μεταφραστής, άνθρωπος κάποιας ηλικίας (που χρόνια έζησε και ζει μες στα βιβλία και τις εφημερίδες) τελευταία μου ζητάει επιμόνως να καταργήσω την παύλα των διαλόγων στα δικά του μεταφρασμένα κείμενα.
«Μα οι πάντες», μου λέει, «χρησιμοποιούν τα εισαγωγικά στους διαλόγους των βιβλίων τους, ιδίως στα λογοτεχνικά έργα. Στις εκδόσεις Κ, για παράδειγμα, ποτέ δε βάζουν παύλες στους διαλόγους. Δηλαδή, όλοι οι άλλοι δεν ξέρουν και ξέρεις εσύ; Δε νομίζεις πως η στάση σου είναι εγωιστική; Στο κάτω κάτω και οι ξένοι, Άγγλοι και Αμερικανοί, δε χρησιμοποιούν την παύλα στους διαλόγους». Άλλοτε πάλι καταφεύγει σε απειλές του τύπου: «θα πάψω να συνεργάζομαι μαζί σας».
Σε ό,τι με αφορά βέβαια δε θέλω να κάνω τον καμπόσο, μήτε τον ξερόλα, αλλά ακόμη και ο τελευταίος μαθητής του δημοτικού σχολείου, που μπήκε στον κόπο να διαβάσει τη «Νεοελληνική Γραμματική» του Οργανισμού Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων, το γνωστό μπλε βιβλίο, γνωρίζει ότι, στο κεφάλαιο Τα Σημεία της στίξης, γράφονται τα ακόλουθα:
9. Παύλα (―). Σημειώνουμε την παύλα στο διάλογο για να δείξουμε το πρόσωπο που μιλάει:
― Πότε θα έρθεις;
― Αύριο.
― Θα σε περιμένω.
Εν σχέσει τώρα με τα εισαγωγικά, πάλι το μπλε βιβλίο γράφει τα ακόλουθα.
11. Εισαγωγικά (« »). Μέσα σε εισαγωγικά κλείνουμε τα λόγια ενός άλλου ή μια λέξη του, όταν τα αναφέρουμε όπως ακριβώς τα είπε. Πριν από τα εισαγωγικά σημειώνουμε τότε διπλή τελεία:
Τα εγγόνια έλεγαν στον παππού: «Πες μας, παππού, πάλι το παραμύθι της Γοργόνας».
Δεν καταλαβαίνω πώς ένας επαγγελματίας της γλώσσας αγνοεί το όργανο με το οποίο δουλεύει. Και αναρωτιέμαι, δικαιούται άραγε να αγνοεί τη γραμματική όποιος δουλεύει με όργανό του τη γλώσσα, συγγραφέας, μεταφραστής, δημοσιογράφος;
[Φεβ 01, 2009]
(Στο παραπάνω σημείωμα έχω αλλάξει, σε σχέση με αυτό που βρήκα στο διαδίκτυο, τα… εισαγωγικά. Διότι στην εφημερίδα έχουν γίνει όλα ανωφερή (“ ”), ακόμα και εκείνα του «μπλε βιβλίου» — το οποίο αγνοεί παντελώς τα ανωφερή).
Κάνω μια γρήγορη και (σχεδόν) τυχαία δειγματοληψία από τη βιβλιοθήκη. Πρώτα, ένα παλιότερο: ταξιδιωτικές εντυπώσεις του Καραγάτση, γραμμένες γύρω στο 1950 (Περιπλάνηση στον κόσμο, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 2002).
— Ἀποκλείεται νά ἔπαθε βλάβη τό κάρο τοῦ Τζών καί νά πῆγε στό συνεργεῖο γιά ἐπισκευή;
— Ἀποκλείεται δεδομένου ὅτι τό συνεργεῖο θά τοῦ δάνειζε ἄλλο κάρο ὥσπου νά διορθωθεῖ τό δικό του.
— Ἀποκλείεται, συνεχίζω μέ ἐπιμονή εὐσυνείδητου δημοσιογράφου πού ἐπιθυμεῖ νά ἐξονυχίσει τό ζήτημα μέχρι τριχός. Μά ὁ Τζίμ μοῦ κόβει τή φόρα.
— Τά πάντα ἀποκλείονται, μάυ ντήαρ. Ἀπό τή στιγμή πού τό κάρο τοῦ Τζών δέν στέκεται μπροστά στήν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ τοῦ Τζών, σημαίνει πώς ὁ Τζών δέν βρίσκεται σπίτι του. Ὅπερ ἔδει δεῖξαι.
— Ἀποκλείεται δεδομένου ὅτι τό συνεργεῖο θά τοῦ δάνειζε ἄλλο κάρο ὥσπου νά διορθωθεῖ τό δικό του.
— Ἀποκλείεται, συνεχίζω μέ ἐπιμονή εὐσυνείδητου δημοσιογράφου πού ἐπιθυμεῖ νά ἐξονυχίσει τό ζήτημα μέχρι τριχός. Μά ὁ Τζίμ μοῦ κόβει τή φόρα.
— Τά πάντα ἀποκλείονται, μάυ ντήαρ. Ἀπό τή στιγμή πού τό κάρο τοῦ Τζών δέν στέκεται μπροστά στήν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ τοῦ Τζών, σημαίνει πώς ὁ Τζών δέν βρίσκεται σπίτι του. Ὅπερ ἔδει δεῖξαι.
Και κάτι πιο πρόσφατο. Μια μέρα στην Αθήνα του Θοδωρή Καλλιφατίδη (Κάκτος, 1995).
—Τίποτα σπουδαίο, φίλτατε. Επιτρέψτε μου μόνο να σας προσφέρω εγώ τα ποτά!
—Ευχαρίστως, είπε ο αδερφός μου, αλλά για ποιο λόγο;
—Γιατί απλούστατα είμαι πολύ ευτυχής που ξαναβλέπω αυτόν τον κύριο! είπε το ψώνιο και μ’ έδειξε.
—Α, μάλιστα. Έχετε διαβάσει τα βιβλία του αδερφού μου;
—Εγώ, αγαπητέ μου, δεν διαβάζω ποτέ βιβλία! θίχτηκε ο παραγωγός. Ούτε ξέρω καν ότι ο κύριος αδερφός σας —να τον χαίρεστε επ’ ευκαιρία— γράφει βιβλία. Το μόνο που ξέρω είναι ότι το 1954 έπαιζε έξω αριστερά στα τσικό του Παναθηναϊκού και είχε την πιο γρήγορη εκκίνηση που έχω δει, κι έχω δει πολλές.
—Α, την αβάνς τού την έχουμε προπονήσει καλά! γέλασε ο Νίκος κάνοντας πως θα μου ριχτεί κι εγώ πήδηξα αμέσως στο πλάι.
—Ευχαρίστως, είπε ο αδερφός μου, αλλά για ποιο λόγο;
—Γιατί απλούστατα είμαι πολύ ευτυχής που ξαναβλέπω αυτόν τον κύριο! είπε το ψώνιο και μ’ έδειξε.
—Α, μάλιστα. Έχετε διαβάσει τα βιβλία του αδερφού μου;
—Εγώ, αγαπητέ μου, δεν διαβάζω ποτέ βιβλία! θίχτηκε ο παραγωγός. Ούτε ξέρω καν ότι ο κύριος αδερφός σας —να τον χαίρεστε επ’ ευκαιρία— γράφει βιβλία. Το μόνο που ξέρω είναι ότι το 1954 έπαιζε έξω αριστερά στα τσικό του Παναθηναϊκού και είχε την πιο γρήγορη εκκίνηση που έχω δει, κι έχω δει πολλές.
—Α, την αβάνς τού την έχουμε προπονήσει καλά! γέλασε ο Νίκος κάνοντας πως θα μου ριχτεί κι εγώ πήδηξα αμέσως στο πλάι.
Πιάνω τώρα την Ανατροπή του Νίκου Θέμελη (Κέδρος, 2000).
Ο Βαγγέλης τα ’χασε απ’ την απάντηση, για όλα ήταν έτοιμος μα όχι πως είχανε προλάβει κιόλας να στεφανωθούνε. «Μα πώς στεφανωθήκατε, αφού είσαι παντρεμένος;» κι ο Θωμάς του αποκρίθηκε με ύφος που δήλωνε ότι δεν δεχότανε αμφισβήτηση γι’ αυτά που έλεγε: «Στεφανωθήκαμε με παπά και με κουμπάρο και με χαρτιά που λεν πως τώρα είμαστε πια παντρεμένοι». Πήρε ανάσα βαθιά όσο γινόταν. «Βαγγέλη, ας μην θολώνουμε άλλο το μυαλό μας, ας δούμε όσο γίνεται πιο καθαρά, πώς έχουνε τα πράγματα, μην καταστρέψουμε ό,τι έχει απομείνει τυφλωμένοι απ’ τον πόνο.»
Και από το LiveWire του Ρέννου Οιχαλιώτη και του Πέτρου Στεφανέα (Εκδ. Γαβριηλίδη, 2006).
«Θα αργήσει ο Χιλφ. Του ’πα να μείνει, δεν υπάρχει πρόβλημα, αλλά, από διακριτικότητα, είπε “πείτε τα καλύτερα με την ησυχία σας· μην είμαι στα πόδια σας”. Ευκαιρία, λέει, να κάνει διάφορα εξωτερικά σήμερα, γιατί είναι σπιτόγατος».
«Μπορούμε τουλάχιστον να δούμε σαν θετικό» ξεκίνησε επί του θέματος ο Ταρού, βάζοντας τέρμα στις εισαγωγές «το γεγονός ότι μιλάμε πλέον με δεδομένα.[…]
«Μπορούμε τουλάχιστον να δούμε σαν θετικό» ξεκίνησε επί του θέματος ο Ταρού, βάζοντας τέρμα στις εισαγωγές «το γεγονός ότι μιλάμε πλέον με δεδομένα.[…]
Τέλος, από μια μετάφραση: Οι Άραβες των βάλτων του Θέσιγκερ (μετ. Άρη Μπερλή, Εκδόσεις Τσαγκαρουσιάνος, 2008).
Ο Ματζίντ, χλομός και αξύριστος, φαινόταν πολύ κουρασμένος, η μεγάλη κοιλιά του κρεμιόταν μπροστά, ένας γέρος τσακισμένος, πικραμένος άνθρωπος. «Γιατί έπρεπε να είναι ο Φαλίχ; Γιατί ο Φαλίχ;» ξέσπασε. «Θεέ μου, τώρα δεν μου έμεινε κανένας», και θυμήθηκα ότι ο Χαραϊμπίντ, ο μεγαλύτερος γιος του, είχε δολοφονηθεί προ τριετίας.
Όσοι ήταν κοντά του προσπάθησαν να τον παρηγορήσουν. «Έχεις τον Χάλαφ και τον Αμπντ αλ Ουαχίντ.»
Αλλά εκείνος φώναξε «Όχι, όχι, δεν έχω κανέναν· δεν έχω πια γιο. Η γη μου, σε ποιον θα πάει η γη μου όταν θα πεθάνω; Τι θα απογίνει η γη μου τώρα που ο Φαλίχ πέθανε;»
Όσοι ήταν κοντά του προσπάθησαν να τον παρηγορήσουν. «Έχεις τον Χάλαφ και τον Αμπντ αλ Ουαχίντ.»
Αλλά εκείνος φώναξε «Όχι, όχι, δεν έχω κανέναν· δεν έχω πια γιο. Η γη μου, σε ποιον θα πάει η γη μου όταν θα πεθάνω; Τι θα απογίνει η γη μου τώρα που ο Φαλίχ πέθανε;»
Σχόλια – παρατηρήσεις:
1. Άσχετο, αλλά θα το πω για να το βγάλω από τη μέση: «νά ἐξονυχίσει τό ζήτημα μέχρι τριχός». Θα μπορούσε να είναι πιο εύστοχη η μεταφορά του Καραγάτση.
2. Το παλιό σύστημα, αυτό που πρωτογνωρίσαμε εμείς οι μεγαλύτεροι, χρησιμοποιεί τη μεγάλη παύλα για να δείξει την αλλαγή ομιλητή στους διαλόγους.
3. Με τις πολλές μεταφράσεις βλέπουμε τα εισαγωγικά να επικρατούν πια στους διαλόγους. Το πλεονέκτημα είναι ότι τα λόγια του ομιλητή ξεχωρίζουν πολύ πιο εύκολα από τον υπόλοιπο λόγο που βρίσκεται στην κάθε παράγραφο. Η παράγραφος του Θέμελη θα χρειαζόταν κάποια σπασίματα για να διαβάζεται στρωτά στο σύστημα με τις μεγάλες παύλες. Και πώς θα χειριζόταν κανείς στο σύστημα με τις παύλες τη δεύτερη παράγραφο από το LiveWire; Δεν πρόκειται λοιπόν για «άχρηστο μιμητισμό», αλλά για σύστημα που προτιμούμε επειδή δίνει μεγαλύτερη ευελιξία.
4. «Μα οι πάντες […] χρησιμοποιούν τα εισαγωγικά στους διαλόγους των βιβλίων τους, ιδίως στα λογοτεχνικά έργα». Όχι οι πάντες. Ο Joyce έχει παύλες στον Ulysses.
5. Η «μπλε γραμματική» είναι για μικρά παιδιά. Ούτε η γλώσσα μένει κολλημένη εκεί ούτε οι δουλευτές της. Π.χ. το γεγονός ότι δεν αναφέρει τα ανωφερή εισαγωγικά δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν.
6. Δείτε στο σύστημα με τα εισαγωγικά (που άλλωστε έχει χρησιμοποιήσει και ο Γεωργιάδης) ότι δεν έχει παγιωθεί μια άποψη για το αν θα βάζουμε κόμματα και πού θα μπαίνει η τελεία.
Καθώς έβαζα τα βιβλία πίσω στα ράφια, άνοιξα ένα άλλο του Καλλιφατίδη (την Τιμάνδρα, Εκδ. Γαβριηλίδη, 1995). Εκεί χρησιμοποιεί εισαγωγικά. Και αναρωτιέμαι: Όταν ο μεταφραστής τα θέλει με τον έναν τρόπο και ο επιμελητής με τον άλλο, ποιος σοφός Σολομώντας με ποια λογική θα δώσει ποια λύση;