Βρίσκω την πιο ενημερωμένη εγγραφή στο Wiktionary:
go out on a limb
1 (idiomatic) To take a risk.
He doesn't want to go out on a limb, but he really should give it a try sometime.
2 to hazard a guess
I’m going to go out on a limb here. You’re together?
1 ρισκάρω, εκτίθεμαι
2 ρισκάρω πρόβλεψη, μαντεύω στην τύχη / στα κουτουρού
Δεκτά και τα καλύτερα που θα σκεφτείτε.
go out on a limb
1 (idiomatic) To take a risk.
He doesn't want to go out on a limb, but he really should give it a try sometime.
2 to hazard a guess
I’m going to go out on a limb here. You’re together?
1 ρισκάρω, εκτίθεμαι
2 ρισκάρω πρόβλεψη, μαντεύω στην τύχη / στα κουτουρού
Δεκτά και τα καλύτερα που θα σκεφτείτε.