Πριν από τέσσερα χρόνια είχα πέσει πάνω σ’ ένα ενδιαφέρον ορολογικό λάθος, το οποίο θυμήθηκα χτες. Θα επιχειρήσω να καταθέσω την άποψή μου υπέρ της αποκατάστασης του σωστού όρου, και ό,τι πετύχω.
Πρόκειται για το cistron και τα παράγωγά του. Είναι όρος της βιολογίας και θα μπορούσε να θεωρηθεί συνώνυμο του γονιδίου. Ο απλός ορισμός στο Wiktionary λέει:
Sometimes used interchangeably with the word gene, a cistron is the unit of hereditary material (e.g. DNA) that encodes one protein.
Ο ορισμός του OED είναι αρκετά διαφορετικός ώστε να δίνει την εντύπωση σ’ έναν άσχετο σαν εμένα ότι μιλάει για άλλο πράγμα:
A section of nucleic acid that codes for a specific polypeptide.
Περισσότερα, όπως πάντα, στη Wikipedia, όπου βλέπουμε και την προέλευση του όρου:
A cistron is a gene. The term cistron is used to emphasize that genes exhibit a specific behavior in a cis-trans test; distinct positions (or loci) within a genome are cistronic (i.e., within the same gene) when mutations at the loci exhibit the same simple Mendelian inheritance as would mutations at a single locus. […] For example, an operon is a stretch of DNA that is transcribed, to create a contiguous segment of RNA, but contains more than one cistron / gene. The operon is said to be polycistronic, whereas ordinary genes are said to be monocistronic. (Στα παράγωγα μπορούμε να προσθέσουμε τα bicistronic, tricistronic.)
Για το cis- (πρόθημα από το λατινικό cis «εντεύθεν», όπως Cisalpine Gaul, η εντεύθεν των Άλπεων Γαλατία), το OED εξειδικεύει σε σχέση με τη χημεία:
3 Chem. (Also without hyphen as a quasi-adj.) Designating a compound in which two atoms or groups are situated on the same side of some plane of symmetry passing through the compound; cis-trans isomerism, a form of isomerism in which in one isomer two identical groups are on the same side of the plane of a double bond whereas in the other isomer they are on opposite sides; so cis-trans isomer.
Αλλά και το –on έχει ειδική σημασία στη βιολογία: Used, esp. in molecular biology, to form the names of some entities conceived of as units, as codon, operon. (Στα ελληνικά, κωδικόνιο, οπερόνιο.)
Πώς αποδίδεται στα ελληνικά το cistron;
Σε κάποια ιατρικά λεξικά (Κωνσταντινίδη, Dorland’s), στο ωραίο αυτό διαδικτυακό λεξικό (Βιολεξικό, με εντελώς λανθασμένη ετυμολογία) και αλλού βλέπουμε σιστρόνιο.
Στον Πάπυρο (και το Παπυρολεξικό και το Παπυράκι) καθώς και στο λεξικό Βιολογίας του Πανεπιστημίου των Ιωαννίνων, έχουν κιστρόνιο. Αυτό χρησιμοποιεί και στον σωκρατικό διάλογο του Βήματος (2001) ο καθηγητής Σταμάτης Αλαχιώτης.
Αυτό και ένα άλλο ενδιαφέρον διαδικτυακό λεξικό:
κιστρόνιο περιοχή του DNA που καθορίζει ένα πολυπεπτίδιο. Σε αρκετές περιπτώσεις χρησιμοποιείται ως συνώνυμο του γονιδίου. Πρόκειται για μια γενετική περιοχή μέσα στην οποία οι μεταλλάξεις δεν δείχνουν συμπληρωματικότα μεταξύ τους.
http://reocities.com/CapeCanaveral/Orbit/2223/glossary.htm
Στο διαδίκτυο δίνεται η εντύπωση ότι πιο διαδεδομένο είναι το σιστρόνιο, αλλά τα ευρήματα είναι πολύ λίγα για να μιλάμε για «διάδοση», οπότε μπορούμε να ευχηθούμε ότι θα επικρατήσει το σωστό.
Ποιο είναι το σωστό; Το κιστρόνιο.
Αυτό το λατινικό –c– γίνεται –κ– όταν εξελληνίζουμε μια λέξη, όχι μόνο στα –ca–, –co–, –cu–, αλλά και στα –ce–, –ci–, –cy–. Και αντίστροφα.
Μπορεί να λέμε σινεμά, αλλά το cinema είναι από κινηματογράφο < κίνημα. Μπορεί να λέμε ασετόν, αλλά η επίσημη ελληνική λέξη για το acetone είναι η ακετόνη. Το λεμονί είναι και σιτρόν από τα γαλλικά, αλλά από το λατινικό citrus έχουμε το κίτρο και το κιτρικό οξύ. Έχουμε και νήμα: citronella oil = κιτρονέλλη, σιτρονέλα.
Ας δούμε τι συμβαίνει όταν ελληνικές λέξεις πάνε προς τη Δύση:
κέδρος > cedar
Κένταυρος > Centaur
κέντρο > centre (αν και επιστρέφει σαν σέντρα)
κεραμικός > ceramic
κίρρωση > cirrhosis
Κιλικία > Cilicia
κυνικός > cynic
κ.λπ.
Να τι συμβαίνει όταν μας έρχονται από τη Δύση:
cella > κελί, κελάρι
Celtae > Κέλτες
Celsius > Κέλσιος
censor > κήνσορας
circadian > κιρκάδιος
Cistercian > κιστερκιανός
Cicero > Κικέρων
Cincinnatus > Κιγκινάτος
Έτσι, ελπίζω στο τέλος να επικρατήσουν οι αποδόσεις:
cistron = κιστρόνιο
cistronic = κιστρονικός
polycistronic = πολυκιστρονικός
monocistronic = μονοκιστρονικός
bicistronic = δικιστρονικός
tricistronic = τρικιστρονικός
Και ότι θα αλλάξει η απόδοση και στη μετάφραση του Εγωιστικού γονιδίου.
Πρόκειται για το cistron και τα παράγωγά του. Είναι όρος της βιολογίας και θα μπορούσε να θεωρηθεί συνώνυμο του γονιδίου. Ο απλός ορισμός στο Wiktionary λέει:
Sometimes used interchangeably with the word gene, a cistron is the unit of hereditary material (e.g. DNA) that encodes one protein.
Ο ορισμός του OED είναι αρκετά διαφορετικός ώστε να δίνει την εντύπωση σ’ έναν άσχετο σαν εμένα ότι μιλάει για άλλο πράγμα:
A section of nucleic acid that codes for a specific polypeptide.
Περισσότερα, όπως πάντα, στη Wikipedia, όπου βλέπουμε και την προέλευση του όρου:
A cistron is a gene. The term cistron is used to emphasize that genes exhibit a specific behavior in a cis-trans test; distinct positions (or loci) within a genome are cistronic (i.e., within the same gene) when mutations at the loci exhibit the same simple Mendelian inheritance as would mutations at a single locus. […] For example, an operon is a stretch of DNA that is transcribed, to create a contiguous segment of RNA, but contains more than one cistron / gene. The operon is said to be polycistronic, whereas ordinary genes are said to be monocistronic. (Στα παράγωγα μπορούμε να προσθέσουμε τα bicistronic, tricistronic.)
Για το cis- (πρόθημα από το λατινικό cis «εντεύθεν», όπως Cisalpine Gaul, η εντεύθεν των Άλπεων Γαλατία), το OED εξειδικεύει σε σχέση με τη χημεία:
3 Chem. (Also without hyphen as a quasi-adj.) Designating a compound in which two atoms or groups are situated on the same side of some plane of symmetry passing through the compound; cis-trans isomerism, a form of isomerism in which in one isomer two identical groups are on the same side of the plane of a double bond whereas in the other isomer they are on opposite sides; so cis-trans isomer.
Αλλά και το –on έχει ειδική σημασία στη βιολογία: Used, esp. in molecular biology, to form the names of some entities conceived of as units, as codon, operon. (Στα ελληνικά, κωδικόνιο, οπερόνιο.)
Πώς αποδίδεται στα ελληνικά το cistron;
Σε κάποια ιατρικά λεξικά (Κωνσταντινίδη, Dorland’s), στο ωραίο αυτό διαδικτυακό λεξικό (Βιολεξικό, με εντελώς λανθασμένη ετυμολογία) και αλλού βλέπουμε σιστρόνιο.
Στον Πάπυρο (και το Παπυρολεξικό και το Παπυράκι) καθώς και στο λεξικό Βιολογίας του Πανεπιστημίου των Ιωαννίνων, έχουν κιστρόνιο. Αυτό χρησιμοποιεί και στον σωκρατικό διάλογο του Βήματος (2001) ο καθηγητής Σταμάτης Αλαχιώτης.
Αυτό και ένα άλλο ενδιαφέρον διαδικτυακό λεξικό:
κιστρόνιο περιοχή του DNA που καθορίζει ένα πολυπεπτίδιο. Σε αρκετές περιπτώσεις χρησιμοποιείται ως συνώνυμο του γονιδίου. Πρόκειται για μια γενετική περιοχή μέσα στην οποία οι μεταλλάξεις δεν δείχνουν συμπληρωματικότα μεταξύ τους.
http://reocities.com/CapeCanaveral/Orbit/2223/glossary.htm
Στο διαδίκτυο δίνεται η εντύπωση ότι πιο διαδεδομένο είναι το σιστρόνιο, αλλά τα ευρήματα είναι πολύ λίγα για να μιλάμε για «διάδοση», οπότε μπορούμε να ευχηθούμε ότι θα επικρατήσει το σωστό.
Ποιο είναι το σωστό; Το κιστρόνιο.
Αυτό το λατινικό –c– γίνεται –κ– όταν εξελληνίζουμε μια λέξη, όχι μόνο στα –ca–, –co–, –cu–, αλλά και στα –ce–, –ci–, –cy–. Και αντίστροφα.
Μπορεί να λέμε σινεμά, αλλά το cinema είναι από κινηματογράφο < κίνημα. Μπορεί να λέμε ασετόν, αλλά η επίσημη ελληνική λέξη για το acetone είναι η ακετόνη. Το λεμονί είναι και σιτρόν από τα γαλλικά, αλλά από το λατινικό citrus έχουμε το κίτρο και το κιτρικό οξύ. Έχουμε και νήμα: citronella oil = κιτρονέλλη, σιτρονέλα.
Ας δούμε τι συμβαίνει όταν ελληνικές λέξεις πάνε προς τη Δύση:
κέδρος > cedar
Κένταυρος > Centaur
κέντρο > centre (αν και επιστρέφει σαν σέντρα)
κεραμικός > ceramic
κίρρωση > cirrhosis
Κιλικία > Cilicia
κυνικός > cynic
κ.λπ.
Να τι συμβαίνει όταν μας έρχονται από τη Δύση:
cella > κελί, κελάρι
Celtae > Κέλτες
Celsius > Κέλσιος
censor > κήνσορας
circadian > κιρκάδιος
Cistercian > κιστερκιανός
Cicero > Κικέρων
Cincinnatus > Κιγκινάτος
Έτσι, ελπίζω στο τέλος να επικρατήσουν οι αποδόσεις:
cistron = κιστρόνιο
cistronic = κιστρονικός
polycistronic = πολυκιστρονικός
monocistronic = μονοκιστρονικός
bicistronic = δικιστρονικός
tricistronic = τρικιστρονικός
Και ότι θα αλλάξει η απόδοση και στη μετάφραση του Εγωιστικού γονιδίου.