Κάμποτο έλεγε η μάνα μου κάποιο χοντρό βαμβακερό ύφασμα που, σύμφωνα με το ΛΚΝ, «δεν έχει υποστεί λεύκανση». Το έλεγε πάντοτε με «ο» στο τέλος και δεν ήταν η μόνη, οπότε καλό θα είναι και τα λεξικά να μη μένουν μόνο στο αγγλικό κάμποτ.
Πρέπει να προέρχεται από την οικογένεια Κάμποτ της Βοστόνης. Στην Britannica του 1911 γράφει:
Υπήρχε επίσης η Cabot Manufacturing Co. στο Brunswick του Μέιν, γνωστή για τα βαμβακερά υφάσματα που έφτιαχνε.
Προφανώς, κάποιος απ’ όλους αυτούς πούλησε χοντρό βαμβακερό «κάμποτο» στην ανατολική Μεσόγειο και έμεινε το όνομα.
Για το καμποτάζ και τους καμποτίνους, άλλη μέρα. Είναι ακόμα πιο πολύπλοκα.
Πρέπει να προέρχεται από την οικογένεια Κάμποτ της Βοστόνης. Στην Britannica του 1911 γράφει:
The Cabot is a kind of heavy sheeting, and for the Levant markets the name as a trade mark is said to be the exclusive property of an American firm, although the general class is known by the name and supplied by other firms.
Το θεωρώ απίθανο να έχει σχέση με τον Godfrey Lowell Cabot (1861-1962), όπως ισχυρίζεται το ΕΛΝΕΓ. Ωστόσο, κάποιος John Cabot ίδρυσε το πρώτο βαμβακοκλωστήριο των ΗΠΑ, έξω ακριβώς από τη Βοστόνη, το 1787. Ένας άλλος Cabot, ο Francis Cabot Lowell, έφερε, σύμφωνα με τη Wikipedia, τη Βιομηχανική Επανάσταση στην Αμερική. Και διάβασα ότι αυτός έφτιαξε φτηνό «unbleached cotton cloth».Υπήρχε επίσης η Cabot Manufacturing Co. στο Brunswick του Μέιν, γνωστή για τα βαμβακερά υφάσματα που έφτιαχνε.
Προφανώς, κάποιος απ’ όλους αυτούς πούλησε χοντρό βαμβακερό «κάμποτο» στην ανατολική Μεσόγειο και έμεινε το όνομα.
Για το καμποτάζ και τους καμποτίνους, άλλη μέρα. Είναι ακόμα πιο πολύπλοκα.