Κι εγώ ρέκλα το ξέρω, και μάλιστα σετάκι: ρέκλα στην καρέκλα. Όπως και αρντάν ζωή και κίνηση (Πιλαλί).
Το "τούφα", αν σχετίζεται με το "τούφες", δεν είναι φανταρικό, το καταγράφει ο Τσιφόρος στα Παιδιά της πιάτσας (και φαντάζομαι και αλλού) και η αρχική του σημασία ήταν "ξάπλες" (πάμε για τούφες).
Το άραγμα νομίζω ότι παραμένει διαχρονικό. Άραγμα, ρέκλα, τούφα(ες), λιώσιμο. Το "κουλάρω" δεν το ακούω πολύ συχνά (βέβαια δεν παίρνω και όρκο τι λένε τα πιτσιρίκια σήμερα).
Υπάρχει και το "ρούχλα" και "ρουχλιάζω" (από τη ρούχλα=πρέζα) που είναι συνώνυμο του λιωσίματος. Αλλά όλα αυτά είναι ένα στάδιο μετά το άραγμα. Έχεις βγάλει ρίζες εκεί που κάθεσαι και έχεις μεταλλαχθεί σε ημι-φυτική μορφή ζωής. (Σήκω απ' τον καναπέ ρε φίλε, ρούχλιασες εδώ μέσα!)