Λέμε για κάποιον, που με τη θέλησή του βοηθάει έναν άλλον, συνήθως φίλο του ή γνωστό του, σε ερωτοδουλειά.
Από το slang.gr:
Δεν είναι επίσης το chaperon(e), γιατί η παρουσία του χρησιμεύει στο να αποτρέψει τα "έκτροπα", όχι να τα διευκολύνει.
chaperon ή chaperone
Από το slang.gr:
Φανάρι: Συνοδός σε ραντεβού, ο οποίος κρατάει φανάρι, δηλαδή παρέχει απλώς το άλλοθι για κάποιον από τους συνερχομένους (καλό ε; εύρημα), χωρίς να υπάρχει κατ' ανάγκη κάποιος άλλος να του την πέσει. Επίσης μπορεί να μην είναι καν παρών στο ραντεβού.
Καμία σχέση βέβαια με τον αγγλικό ιδιωματισμό not hold a candle to.
Δεν είναι επίσης το chaperon(e), γιατί η παρουσία του χρησιμεύει στο να αποτρέψει τα "έκτροπα", όχι να τα διευκολύνει.
chaperon ή chaperone
- A person, especially an older or married woman, who accompanies a young unmarried woman in public.
- An older person who attends and supervises a social gathering for young people.