Με τη μεταφορική της έννοια:
μαγιά 2. (μτφ.) το πρώτο και βασικό στοιχείο σε μία διαδικασία: Oι κλέφτες και οι αρματολοί έγιναν η ~ της επανάστασης του 1821. ΦP έχω ~ ή πιάνω ~, ιδίως για το αρχικό κεφάλαιο μιας επιχείρησης. [τουρκ. maya]
Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ανάλογη μεταφορική απόδοση στα αγγλικά; Σύμφωνα με τη Magenta, ναι, αλλά δεν νομίζω ότι ταιριάζει όταν μιλάμε για το κεφάλαιο μιας επιχείρησης.
leaven [LEvn] = ουσ. μαγιά, προζύμι # μτφ. ιδιότητα ή παράγων που μεταβάλλει κάποια κατάσταση, "σπόρος": the leaven of revolt, ο σπόρος της εξέγερσης.