Pythonesque
[pʌɪθəˈnɛsk] adjective
denoting or resembling the absurdist or surrealist humour or style of Monty Python’s Flying Circus, a British television comedy series (1969–74): the film is very funny in its Pythonesque deadpan.
(ODE)
[pʌɪθəˈnɛsk] adjective
denoting or resembling the absurdist or surrealist humour or style of Monty Python’s Flying Circus, a British television comedy series (1969–74): the film is very funny in its Pythonesque deadpan.
(ODE)
Του 1975 το πρώτο παράδειγμα στο OED:
1975 Guardian 18 Oct. 8/1 A range of comic methods that stretches from Pythonesque funny walks‥to comedy of manners. [...] 1986 Financial Times 28 Feb. 19/1 Everything from classically timed slapstick scenes to Pythonesque non sequiturs.
Χάρηκα που είδα το λήμμα στο αγγλοελληνικό του Πατάκη, αλλά χωρίς μονολεκτική απόδοση (και με ορθογραφικό λάθος — Μοντ αντί για Μόντι).
Με ικανοποιεί σαν σχηματισμός το μοντιπαϊθονικός, που δίνει και μερικά ευρήματα (και δεν το λέω επειδή το ένα είναι δικό μου). Το προτιμώ από το παϊθονικός, που δεν δίνει αρκετή βοήθεια. Οπωσδήποτε όχι μοντυ-παϊθονικός! Ούτε, λέω εγώ, το μη απλοποιημένο μοντυπαϊθονικό, που βλέπω ότι έχει το slang.gr, αλλά η απλοποίηση είναι θέμα στρατοπέδου.
Προσθήκη λεπτομέρειας:
Το αγγλικό επίθετο γράφεται με κεφαλαίο αρχικό. Το ελληνικό δεν θέλει κεφαλαίο.
Επίσης, ας αποφεύγεται το συχνό λάθος Monty *Pythons. Η ομάδα είναι Monty Python και ο πληθυντικός συνηθίζεται μόνο στο The Pythons.