Εγώ τα ξέρω όπως το ΛΚΝ:
Και τα δύο από την ίδια γαλλική λέξη (fiche). Το ΛΝΕΓ δεν ξέρει τη φίσα, ξέρει όμως το φισάκι για το μικρό βύσμα.
φις το [fís] O (άκλ.) : (ηλεκτρολ.) εξάρτημα εφοδιασμένο με μεταλλικές προεξοχές που μπαίνουν σε αντίστοιχες υποδοχές μιας πρίζας· (πρβ. βύσμα): Bγάζοντας το φις από την πρίζα, διακόπτεται η παροχή ρεύματος. Το φις δεν ταιριάζει στην πρίζα. [λόγ. < γαλλ. fiche]
φίσα η [físa] O25 : (σπάν.) μικρό κομμάτι διάφορων σχημάτων και χρωμάτων, κυρίως από κόκαλο ή πλαστικό, που αντιπροσωπεύει ένα συγκεκριμένο ποσό και χρησιμοποιείται στο χαρτοπαίγνιο, στη ρουλέτα κτλ. αντί χρημάτων· μάρκα. [γαλλ. fich(e) -α]
φίσα η [físa] O25 : (σπάν.) μικρό κομμάτι διάφορων σχημάτων και χρωμάτων, κυρίως από κόκαλο ή πλαστικό, που αντιπροσωπεύει ένα συγκεκριμένο ποσό και χρησιμοποιείται στο χαρτοπαίγνιο, στη ρουλέτα κτλ. αντί χρημάτων· μάρκα. [γαλλ. fich(e) -α]
Και τα δύο από την ίδια γαλλική λέξη (fiche). Το ΛΝΕΓ δεν ξέρει τη φίσα, ξέρει όμως το φισάκι για το μικρό βύσμα.