metafrasi banner

pompous and po-faced

I recently heard of some friend's in-laws described thus, hence the apparent double thread:-
'--My father-in-law is pompous and my sister-in-law po-faced but I like my mother-in-law.'

Pompous is here used to mean that his father-in-law is always using inflated words and is pontifical in manner--he never likes being contradicted, steeples his fingers constantly and likes to correct everyone he talks to if he thinks they are wrong.

Po-faced is common enough in Britain as a term for someone who is priggish, narrow-minded, disapproving or humourless, who always look 'as if they have the whiff of dog muck under their nose' but the word is not widely known elsewhere; it does occasionally appear in America, though mostly in writings by British authors.

It’s usually supposed to derive from the slang term po for a chamber pot (it rhymes with no), first recorded in the 1880s. But the abbreviation is more likely to be from the French pot de chambre than from the English term. It was probably influenced by the interjection pooh for something that’s distasteful, which is of course related to the verb to pooh-pooh meaning to express contempt or disdain for something; both are conventional reformulations of the noise one makes with the lips when appearing to blow away something unpleasant.

I liked the alliteration and wonder if it can be reproduced in Greek.
 

nickel

Administrator
Staff member
Μια στιγμή, να βάλω αυτό για την ετυμολογία από τις σελίδες του Κουίνιον, επειδή εγώ νόμιζα ότι κάποια σχέση είχε με το poker-faced:

po-faced
I wondered if readers would be puzzled by that word. It’s common enough in Britain as a term for someone who is priggish, narrow-minded, disapproving or humourless, but not widely known elsewhere; it does occasionally appear in America, though mostly in writings by British authors.
It’s usually supposed to derive from the slang term po for a chamber pot (it rhymes with no), first recorded in the 1880s. But the abbreviation is more likely to be from the French pot de chambre than from the English term. It was probably influenced by the interjection pooh for something that’s distasteful, which is of course related to the verb to pooh-pooh meaning to express contempt or disdain for something; both are conventional reformulations of the noise one makes with the lips when appearing to blow away something unpleasant.
Po-faced was perhaps applied to such people because they react to insalubrious comments with a look of insufficiently disguised distaste, as if suddenly presented with a used chamber pot. The Oxford English Dictionary also suggests it might have been influenced by poker face, which is one of the senses it gives for the word; that is not quite how it is understood today, but it does imply somebody who is trying not to show a reaction to some happening of which they disapprove.
It’s actually quite a modern word, first recorded only in 1934 in the book Music Ho! by Constant Lambert, the British music critic and composer: “I do not wish, when faced with exoticism, to adopt an attitude which can best be described by the admirable expression ‘po-faced’. We cannot live perpetually in the rarefied atmosphere of the austerer classics”. Mr Lambert’s phrasing clearly suggests that the term was by then already well-known, though perhaps within a restricted group (it has the feel of public-school slang about it).
Chambers Dictionary argues that it comes from poor-faced, but this is a much less likely origin, especially when you consider other British terms like potty for a child’s chamber pot, and pooh or poo for its contents, even though these are recorded much later than po-faced.
 

nickel

Administrator
Staff member
Πολύ ωραία. Αποδόσεις που έχω σκεφτεί:

pompous
στομφώδης
πομπώδης
φανφαρόνος
βερμπαλιστής
(Και δεν ξέρω γιατί σκέφτηκα τον χατζηπαπάρα…)

po-faced
σοβαροφανής
με ξινισμένο ύφος
βλοσυρός
ψηλομύτης
ακατάδεχτος
που όλα τού βρομάνε


Αλλά, από παρήχηση, τσου. Μόνο:
Ο ένας είναι όλο στόμφο και η άλλη μες στον ζόφο.
 

Palavra

Mod Almighty
Staff member
po-faced, επίσης δυσκοίλιος, αν και θα ταίριαζε και το constipated. Επίσης, για την παρήχηση: «ο πεθερός μου είναι ψωνάρα και η κουνιάδα μου ψηλομύτα [...]» :)
 

nickel

Administrator
Staff member
Επίσης, για την παρήχηση: «ο πεθερός μου είναι ψωνάρα και η κουνιάδα μου ψηλομύτα [...]» :)
Θέλεις κι εσύ νήμα με αναπάντεχες ρίμες, ε;
 
Γιατί εντός παρενθέσεων ο χατζηπαπάρας; Ο πεθερός μου είναι χατζηπαπάρας και η κουνιάδα μου σιγανοπαπαδιά. Αν μη τι άλλο, από παρήχηση σκίζουμε.
 

nickel

Administrator
Staff member
Κι από παπαρήχηση θα 'λεγα...


 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Γιατί εντός παρενθέσεων ο χατζηπαπάρας; Ο πεθερός μου είναι χατζηπαπάρας και η κουνιάδα μου σιγανοπαπαδιά. Αν μη τι άλλο, από παρήχηση σκίζουμε.
ver. 2.0.: Ο πεθερός μου είναι χατζηπαπάρας και η κουνιάδα μου χατζηψωνάρα.
 

nickel

Administrator
Staff member
Βάλε κι ένα disclaimer, ότι δεν υπάρχει λέξη χατζηψωνάρα, γιατί κινδυνεύεις να τη δεις νήμα.


ver. 2.a.: Ο πεθερός μου είναι παπάρας και η κουνιάδα μου ψωνάρα.
 
Καλά, ας το ευπρεπίσουμε. Ο πεθερός μου είναι πομπώδης και η κουνιάδα μου παγετώδης.
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Βουρ στις λεξιπλασίες...

(Να κάνουμε νήμα για το χατζη- ως πρώτο συνθετικό για υπερθετικά δημιουργήματα...).
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Ο πεθερός μου πουλάει μούρη, η κουνιάδα μου έχει ξινισμένη τη δικιά της (έφυγα πολύ..).
 

daeman

Administrator
Staff member
Ο πεθερός μου είναι προσηλωμένος στον εαυτό του και η κουνιάδα μου προσηλωμένη στους τύπους.

Ο πεθερός μου παριστάνει τον πολύ μεγαλοπρεπή, η κουνιάδα μου την πολύ αξιοπρεπή.

Ο πεθερός μου είναι παπαρολόγος και η κουνιάδα μου ηθικολόγος.

Ο πεθερός μου νομίζει πως η γλώσσα του στάζει μέλι· της κουνιάδας μου στάζει φαρμάκι.

Ο πεθερός μου είναι υπερφίαλος και η κουνιάδα μου υπερφαρισαϊκή.

Ο πεθερός μου νομίζει πως είναι ανώτερος απ' όλους και η κουνιάδα μου ανώτερη ακόμα κι απ' αυτόν.

Ο πεθερός μου έχει άποψη για όλα, ενώ της κουνιάδας μου της βρομάνε όλα. Δε βάζω τα πάντα· έχετε μυρίσει πάντα;

Ο πεθερός μου έχει ύφος χιλίων καρδιναλίων και η κουνιάδα μου μίας καρακάξας / κάργιας, μα τι καρακάξας! (ορνιθοπαρήχησις)

Ο πεθερός μου φέρεται σαν τον ξερόλα και η κουνιάδα μου σαν την ξινή καριόλα.

Ο πεθερός μου λέει πως όλα τα σφάζει, όλα τα μαχαιρώνει και η κουνιάδα μου όλο τη μύτη της σουφρώνει.

Ο πεθερός μου όλο με στόμφο κουβεντιάζει, ενώ η κουνιάδα μου με όλα αηδιάζει.


Ο πεθερός μου παραείναι ξιπασμένος και η κουνιάδα μου παραείναι ξινισμένη.

Α, ναι, και η πεθερά μου δεν πάει καθόλου πίσω. :whistle:

Μπήκα στο πετσί του ρόλου.
 
Προσθέτω και το stuck up για το po-faced.

Και φυσικά τον ποιητή Φανφάρα για το pompous. :)

 
Top