Ψάχνω μια καθιερωμένη απόδοση, αν υπάρχει, σε συνδικαλιστικά συμφραζόμενα (όπως αυτά).
ΥΓ. Ο όρος μοιάζει να είναι επίκαιρος και στα καθ' ημάς, με τις "ειδικές" επιχειρησιακές και τις ατομικές συμβάσεις που προωθούνται αγρίως, αλλά ας μην επεκταθώ τώρα...
Βλέπω εδώ τον παρακάτω ορισμό:
de·cer·ti·fy (d-sûrt-f)
tr.v. de·cer·ti·fied, de·cer·ti·fy·ing, de·cer·ti·fies
To revoke the certification of: voted to decertify the union.
Δεν ξέρω αν το συνδέεις με περιπτώσεις όπως π.χ. αυτό εδώ το θέμα για «απομάκρυνση του εκπροσώπου» των εργαζομένων, αλλά θα έλεγα ότι μάλλον είναι χρήσιμες συμφράσεις όπως αφαίρεση διαπίστευσης (που έχει χρησιμοποιηθεί βέβαια διαφορετικά στα γκουγκλίσματα) (και θα πρότεινα εδώ την αποδιαπίστευση) ή απονομιμοποίηση (που έχουμε ήδη συζητήσει στη Λεξιλογία, νικ-έλ! ).
Αν και φαντάζει παράδοξο, η "Αλληλεγγύη" δεν ήταν ούτε έκπτωτο ούτε παράνομο συνδικάτο: ήταν η πρώτη νόμιμη συνδικαλιστική οργάνωση της Πολωνίας επί "υπαρκτού".