...
Σήμερο ανεντράνισα και είν' αυτοί αιτία
που στην ψυχή μου πέψανε τς ελπίδας αγγελία
Ευχαριστώ σε, αδερφέ, τι δώρο ανέλπιστο ήταν αυτό!
Τα λόγια για τους στίχους μπορεί να 'ναι περιττά, οι ίδιοι οι στίχοι όμως ποτέ.
Απάνθισμα από τον Ερωτόκριτο κορφολογήσαν, το 'πανε και το παίξανε ψυχωμένα, ίσα στην καρδιά.
Του Κύκλου τα γυρίσματα που ανεβοκατεβαίνου
Και του τροχού που ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνου
Και των αρμάτω οι ταραχές, έχθρητες και τα βάρη
Του Έρωτα η μπόρεση και τση φιλιάς η χάρη
Ετούτα μ' εκινήσασι τη σήμερον ημέρα
ν' αναθιβάλω και να πω τα κάμαν και τα φέρα
Τότες μια αγάπη μπιστική στον κόσμο εφανερώθη
Κι εγράφτη μέσα στην καρδιά κι ουδέ ποτέ τση ελειώθη
Και με τιμή ήσαν δυό κορμιά στου πόθου το καμίνι
Και κάμωμα πολλά ακριβό σ' έτοιους καιρούς εγίνη
Ήκουσες, Αρετούσα μου, τα θλιβερά μαντάτα
Ο κύρης σου με ξόρισε στης ξενιτιάς τη στράτα
Τέσσερις μέρες μοναχά μου 'δωκε ν' ανιμένω
Κι απόι να ξενιτευτώ, πολλά μακρά να πηαίνω
Και πώς να σ' αποχωριστώ και πως να σου μακρύνω
Και πώς να ζήσω δίχως σου στον ξορισμόν εκείνο;
Κατέχω το κι ο κύρης σου γλήγορα σε παντρεύγει
Ρηγόπουλο, αφεντόπουλο, σαν είσ' εσύ γυρεύει
Κι ο κύρης όντε βουληθεί και θε να με παντρέψει
Και δω πως γάμο κτάσσεται και το γαμπρό γυρέψει
Καλλιά θανάτους εκατό την ώρα θέλω πάρει
Άλλος παρά ο Ρωτόκριτος γυναίκα να με πάρει
Παρακαλώ, θυμού καλά, ό,τι σου λέγω τώρα
Και γρήγορα μισεύγω σου, μακραίνω από τη χώρα
Μα όπου κι αν πάγω, όπου βρεθώ και τον καιρόν που ζήσω
Τάσσω σου άλλη να μη δω μουδέ ν' αναντρανίσω
Καλλιά 'χω εσέ με θάνατο παρ' άλλη με ζωή μου
Για σένα εγεννήθηκε στον κόσμο το κορμί μου
Τούτο εδόθη σ' όλους μας: ό,τι κι αν πεθυμούμε
Μ' όλον οπού 'ναι δύσκολον, εύκολο το κρατούμε
Κι εύκολα το πιστεύγομε κείνο που μας αρέσει
Και κάθα είς σ' τούτο μπορεί να σφάλει και να φταίση
Tα πάθη πια δεν κιλαδεί το πρικαμένο αηδόνι
αμέ πετά πασίχαρο, μ' άλλα πουλιά σιμώνει
Ετούτ' η αγάπη η μπιστική με τη χαρά ετελειώθη
Και πλερωμή στα βάσανα μεγάλη τώς εδόθη
Για τούτο οπού 'ναι φρόνιμος, μηδέ χαθεί στα πάθη
Το ρόδο κι όμορφος αθός γεννάται μες στ' αγκάθι
Και κάθα εις που εδιάβασεν, εδά κι ας το κατέχει
Μη χάνεται στα κίντυνα, μα πάντα ελπίδα ας έχει
Στάλα τη στάλα το νερό το μάρμαρο τρυπά το
Εκείνο που μισεί κανείς γυρίζει κι αγαπά το
Τα μάτια δεν καλοθωρούν στο μάκρεμα του τόπου
Μα πλια μακρά και πλια καλλιά θωρεί η καρδιά του ανθρώπου
Απ' ό,τι κάλλη έχει άνθρωπος τα λόγια έχουν τη χάρη
Να κάμουσιν κάθε καρδιάν παρηγοριά να πάρει
Για μένα όλα σφάλουσι και πάσιν άνω-κάτω
Για με ξαναγεννήθηκε η φύση των πραγμάτω
Για μένα όλα σφάλουσι και πάσιν άνω-κάτω
Για με ξαναγεννήθηκε η φύση των πραγμάτω
Και να 'τανε από μια μεριά ο Μάνος Κατράκης να τους ακούσει - κι όπως στον Κουτσουρέλη αποκάτω -
να τους κεράσει και να πει: Γεια σας, λεβεντιές!
Σήμερο ανεντράνισα και είν' αυτοί αιτία
που στην ψυχή μου πέψανε τς ελπίδας αγγελία
Ευχαριστώ σε, αδερφέ, τι δώρο ανέλπιστο ήταν αυτό!
Τα λόγια για τους στίχους μπορεί να 'ναι περιττά, οι ίδιοι οι στίχοι όμως ποτέ.
Απάνθισμα από τον Ερωτόκριτο κορφολογήσαν, το 'πανε και το παίξανε ψυχωμένα, ίσα στην καρδιά.
Του Κύκλου τα γυρίσματα που ανεβοκατεβαίνου
Και του τροχού που ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνου
Και των αρμάτω οι ταραχές, έχθρητες και τα βάρη
Του Έρωτα η μπόρεση και τση φιλιάς η χάρη
Ετούτα μ' εκινήσασι τη σήμερον ημέρα
ν' αναθιβάλω και να πω τα κάμαν και τα φέρα
Τότες μια αγάπη μπιστική στον κόσμο εφανερώθη
Κι εγράφτη μέσα στην καρδιά κι ουδέ ποτέ τση ελειώθη
Και με τιμή ήσαν δυό κορμιά στου πόθου το καμίνι
Και κάμωμα πολλά ακριβό σ' έτοιους καιρούς εγίνη
Ήκουσες, Αρετούσα μου, τα θλιβερά μαντάτα
Ο κύρης σου με ξόρισε στης ξενιτιάς τη στράτα
Τέσσερις μέρες μοναχά μου 'δωκε ν' ανιμένω
Κι απόι να ξενιτευτώ, πολλά μακρά να πηαίνω
Και πώς να σ' αποχωριστώ και πως να σου μακρύνω
Και πώς να ζήσω δίχως σου στον ξορισμόν εκείνο;
Κατέχω το κι ο κύρης σου γλήγορα σε παντρεύγει
Ρηγόπουλο, αφεντόπουλο, σαν είσ' εσύ γυρεύει
Κι ο κύρης όντε βουληθεί και θε να με παντρέψει
Και δω πως γάμο κτάσσεται και το γαμπρό γυρέψει
Καλλιά θανάτους εκατό την ώρα θέλω πάρει
Άλλος παρά ο Ρωτόκριτος γυναίκα να με πάρει
Παρακαλώ, θυμού καλά, ό,τι σου λέγω τώρα
Και γρήγορα μισεύγω σου, μακραίνω από τη χώρα
Μα όπου κι αν πάγω, όπου βρεθώ και τον καιρόν που ζήσω
Τάσσω σου άλλη να μη δω μουδέ ν' αναντρανίσω
Καλλιά 'χω εσέ με θάνατο παρ' άλλη με ζωή μου
Για σένα εγεννήθηκε στον κόσμο το κορμί μου
Τούτο εδόθη σ' όλους μας: ό,τι κι αν πεθυμούμε
Μ' όλον οπού 'ναι δύσκολον, εύκολο το κρατούμε
Κι εύκολα το πιστεύγομε κείνο που μας αρέσει
Και κάθα είς σ' τούτο μπορεί να σφάλει και να φταίση
Tα πάθη πια δεν κιλαδεί το πρικαμένο αηδόνι
αμέ πετά πασίχαρο, μ' άλλα πουλιά σιμώνει
Ετούτ' η αγάπη η μπιστική με τη χαρά ετελειώθη
Και πλερωμή στα βάσανα μεγάλη τώς εδόθη
Για τούτο οπού 'ναι φρόνιμος, μηδέ χαθεί στα πάθη
Το ρόδο κι όμορφος αθός γεννάται μες στ' αγκάθι
Και κάθα εις που εδιάβασεν, εδά κι ας το κατέχει
Μη χάνεται στα κίντυνα, μα πάντα ελπίδα ας έχει
Στάλα τη στάλα το νερό το μάρμαρο τρυπά το
Εκείνο που μισεί κανείς γυρίζει κι αγαπά το
Τα μάτια δεν καλοθωρούν στο μάκρεμα του τόπου
Μα πλια μακρά και πλια καλλιά θωρεί η καρδιά του ανθρώπου
Απ' ό,τι κάλλη έχει άνθρωπος τα λόγια έχουν τη χάρη
Να κάμουσιν κάθε καρδιάν παρηγοριά να πάρει
Για μένα όλα σφάλουσι και πάσιν άνω-κάτω
Για με ξαναγεννήθηκε η φύση των πραγμάτω
Για μένα όλα σφάλουσι και πάσιν άνω-κάτω
Για με ξαναγεννήθηκε η φύση των πραγμάτω
Και να 'τανε από μια μεριά ο Μάνος Κατράκης να τους ακούσει - κι όπως στον Κουτσουρέλη αποκάτω -
να τους κεράσει και να πει: Γεια σας, λεβεντιές!