Λογικό το βρίσκω. Βρήκα κι ένα παραμύθι (της Λέρου,
λέει, από σχολικό περιοδικό):
Μια φορά, ήταν ένα αγαθό παλικάρι που το λέγαν Παντελή. Ήταν Μεγάλο Σάββατο πρωί και η μητέρα του τον έστειλε στα σφαγεία του Παντελιού, να αγοράσει πατσά. Πήγε, λοιπόν, ο Παντελής, αγόρασε τον πατσά και λέει: «Δεν πάω κάτω στην παραλία να τον καθαρίσω;» Έτσι κι έκανε. Όπως τον καθάριζε, είδε στ’ ανοιχτά ένα καΐκι κι άρχισε να φωνάζει και να κάνει νεύματα με τον πατσά. Το πλήρωμα τον είδε. Νόμιζαν πως ήθελε βοήθεια ή πως κάτι σπουδαίο ήθελε να τους πει, ξέφυγαν από την πορεία τους και πλησίασαν στην παραλία. Τον ρώτησαν: «Τι θέλεις. πατριώτη, τι συμβαίνει;» «Τίποτα δε συμβαίνει! Απλά, σας χαιρετούσα», τους λέει ο Παντελής. Οι ναυτικοί νευρίασαν, πήδηξαν έξω και του δώσαν το ξύλο της χρονιάς του! Του είπαν: «Άλλη φορά, σα θα βλέπεις καράβι, θα λες: Ώρα καλή στην πρύμνη σου κι αέρα στα πανιά σου κι ούτε πουλί πετάμενο να μη βρεθεί μπροστά σου!»
Ο Παντελής παράτησε τον πατσά κι όπου φύγει φύγει! Απ’ το τρέξιμο, για να ξεφύγει, έφτασε στο Μεροβίγλι! Ούτε να τη ξαναδεί τη θάλασσα! «Καλύτερα», είπε, «στο βουνό!» Εκεί συνάντησε έναν κυνηγό, που σημάδευε με το δίκαννο μια πέρδικα. Σκέφτηκε, λοιπόν, ο Παντελής: «Α, κάτσε να πω τα λόγια που μου ’πανε οι ναυτικοί, μη φάω κι από ’δώ ξύλο». Λέει, λοιπόν, του κυνηγού: «Ώρα καλή στην πρύμνη σου κι αέρα στα πανιά σου κι ούτε πουλί πετάμενο να μη βρεθεί μπροστά σου!» Αμέσως η πέρδικα πέταξε μακριά κι ο κυνηγός άρπαξε τον Παντελή και… πού σε πονεί και πού σε σφάζει…! Του λέει: «Άλλη φορά, όταν συναντάς κυνηγό, να του λες: Ένα-δύο την ημέρα, έξι-εφτά την εβδομάδα!»
Παίρνει δρόμο ο Παντελής και στο πι και φι κατέβηκε στον Πλάτανο. Εκεί στην πλατεία περνούσε ένα λείψανο. Μπρος οι παπάδες, πίσω το λείψανο με τους συγγενείς, παραπίσω ο κόσμος. Ο Παντελής, πώς κάνει, χώνεται μες στους συγγενείς και τους λέει: «Ένας-δύο την ημέρα, έξι-εφτά την εβδομάδα!» Οι συγγενείς άφησαν το κλάμα κι έκαναν «μαύρο» τον Παντελή από το ξύλο!
Τα παίρνει ο Παντελής, πάει κλείνεται στο σπίτι και δεν ήθελε να ξαναβγεί.