Εκεί λοιπόν λέει εν ολίγοις ότι δεν μπορούμε να εφαρμόσουμε αυστηρούς κανόνες για τα σημεία στίξης...
Λοιπόν, το βιβλίο της Truss, παρά το θόρυβο που έκανε, περιέργως δεν το αγόρασα ποτέ. Θεωρώντας ότι έχω ξεπεράσει τη φάση που διαβάζω αγγλική γραμματική. Ίσως γιατί, πλέον, ακόμα και το καλάθι στο Amazon είναι φίσκα, φιλοξενώντας βιβλία που δεν υπάρχει καμιά ελπίδα να χωρέσουν στα ράφια μου ή στο χρόνο μου. Είναι όμως ακόμα πιο περίεργο που δεν είχα καν ακούσει για το συγκεκριμένο βιβλίο του Crystal, το οποίο θα ήταν και στις προτεραιότητές μου, καθώς περνάω μια φάση αναζήτησης ισορροπιών ανάμεσα στη λαθοθηρία, τη λαθολαγνεία (ή μήπως λαθολαγνία;) και τη λαθοαποδοχή.
Να ομολογήσω ότι ένας λόγος που λάτρεψα μικρός την αγγλική γλώσσα ήταν η μαθηματικότητά της. Κατάφερα να καταλάβω τον υποθετικό λόγο από την αυστηρή και λογική εφαρμογή του στην αγγλική. Και, με τη βοήθεια των defining και non-defining clauses, έβαζα σωστά τα κόμματα στις ελληνικές αναφορικές τον καιρό που έλεγαν ότι πρέπει να μπαίνει πάντα κόμμα πριν από το «που».
Επειδή, λοιπόν, φωνάζω ότι η γλώσσα είναι εργαλείο επικοινωνίας, αποδέχομαι τους κανόνες σαν μια σύμβαση που βοηθάει την επικοινωνία. Στο βαθμό που εσύ κι εγώ έχουμε κοινές κάποιες συμβάσεις, διεκπεραιώνουμε την επικοινωνία μας χωρίς να χασομερούμε για τις συμβάσεις, χωρίς καν να κοντοστεκόμαστε σε σημεία στο γραφτό του άλλου που θα μας ξενίσουν. Πηγαίνουμε κατευθείαν στην ουσία. Χρήσιμες λοιπόν αυτές οι συμβάσεις.
Το πρόβλημα αρχίζει όταν πρέπει να επικοινωνήσεις με κάποιον που δεν μοιράζεται τις ίδιες συμβάσεις μαζί σου. Και το δυστύχημα είναι ότι εμείς οι λαθοθήρες, συχνά άθελά μας, ο ένας λιγότερο και ο άλλος περισσότερο, χάνουμε τη χαρά της επικοινωνίας όταν συνέχεια σκοντάφτουμε πάνω σε παραβιάσεις των «ιερών κωδίκων». Λες και κυκλοφορούμε με μια λίστα και τσεκάρουμε. Τώρα δα έγραφαν σε άλλο νήμα ότι δεν μπορούν να ευχαριστηθούν ταινίες με απρόσεχτο υποτιτλισμό.
Εγώ είμαι πιο ανεκτικός. Ή, τουλάχιστον, δεν χαλάω τη ζαχαρένια μου. Δεν μπορώ να απαιτώ από τον άλλο να προσέχει κάθε λεπτομέρεια, dotting their i’s and crossing their t’s, κάτι που για μας είναι (ή πρέπει να είναι)
επαγγελματική διαστροφή. Κι εγώ δεν μπορώ να φτιάξω το τέλειο σουφλέ και δεν θα ήθελα ένα μάγειρα να μου τη λέει σε κάθε ευκαιρία. Τι να γίνει όμως που πέσαμε σε μια περίοδο που από τη μια υπάρχει ένα μπουρδούκλωμα στη γλώσσα (εδώ δεν έχουμε συμφωνήσει πώς θα γράφουμε το στυλ/στιλ και την μπύρα/μπίρα), από την άλλη όλοι πια γράφουμε στον κάθε διαδικτυακό τοίχο που βρίσκεται μπροστά μας, σαν μανιακοί γκραφιτάδες. Και μας περιτριγυρίζουν οι μεταφράσεις, όπου κάθε φιλμ, φιλμάκι, σειρούλα, ντοκιμαντέρ, βιβλίο, προκήρυξη, διάταξη, συνταγή, εγχειρίδιο κ.ο.κ. περνάει από μετάφραση, μηχανική μετάφραση, μεταφραστές που μεταφράζουν μηχανικά και μεταφραστές που μεταφράζουν αμήχανα.
Όταν εγώ πήγαινα σχολείο, δεν υπήρχε τηλεόραση και δεν υπήρχε διαδίκτυο. Υπήρχαν βιβλία, εφημερίδες με πολλούς διορθωτές, το Ρομάντζο και η Διάπλασις των Παίδων (η νεότερη). Τότε γράφονταν δέκα πράγματα, σήμερα δέκα χιλιάδες δέκα. Το περίεργο είναι που, μέσα σ’ αυτό το χάος της επικοινωνίας, καταφέρνουν και επιζούν κανόνες. Αν το χάος της επικοινωνίας το είχαμε στις συγκοινωνίες, θα θρηνούσαμε πολλούς νεκρούς. Ας λέμε λοιπόν «πάλι καλά», μια και τις γλωσσικές συγκρούσεις και συμφορήσεις μπορούμε, αν θέλουμε, να τις αντιμετωπίζουμε με ένα χαμόγελο.
Στο θέμα μας: οι γνώμες για κάποια κόμματα μπορούν να είναι όσες και οι γνώμες για το καλό σουφλέ. Και κάποια κόμματα είναι απλώς κακό σουφλέ, σε όποιον κι αν το σερβίρεις.