Γεωργακάς:
ακάλυπτος, -η, -ο [akáliptos] (L) (1) not covered, uncovered, open (syn ασκέπαστος, ανοιχτός) ~ χώρος, ακάλυπτες επιφάνεις | τα περισσότερα δάπεδα έμειναν ακάλυπτα most of the floors were left uncovered (in an archeological site) | ~ οχετός open top culvert | ~ υπόνομος open sewer | ακάλυπτο πηγάδι (L φρέαρ) open well. (a) not hidden, unveiled, uncovered, bare (syn ασκέπαστος, γυμνός) ακάλυπτη κεφαλή | με το ακάλυπτο το κεφάλι bareheaded | είχε το στήθος ακάλυπτo she was topless | ακάλυπτο πρόσωπο unveiled face | γυμνό, ακάλυπτο το ελληνικό τοπίο | φορεί πέπλο και ιμάτιο με ακάλυπτο μόνο το δεξί μέρος του στήθους (Karouzou). (b) roofless, unroofed [of building] (syn αστέγαστος, ξέσκεπος, χωρίς σκεπή or στέγη) ακάλυπτο σπίτι. (2) milit without cover, unsupported against the enemy's fire, unprotected by natural or artificial cover, without a protective umbrella, exposed to attack (syn χωρίς προκάλυμμα, χωρίς κάλυψη) η χώρα περίμενε πίσω ακάλυπτη | ακάλυπτο μέτωπο uncovered front | ακάλυπτο πλευρό exposed flank | μια ελληνική μοίρα του ορειβατικού σχεδόν ακάλυπτη | το σύνταγμα προχωρεί ακάλυπτο | ακάλυπτη κίνηση uncovered movement | ακάλυπτη προσπέλαση uncovered or open air approach. (3) unshielded, not taken care of πολλοί υπερασπιστές στέκονταν ακάλυπτοι επάνω στα ερείπια των τειχών (Vacalop) | ο νόμος καλύπτει κατά κάποιον τρόπο όσα ο ιδιώτης αφίνει ακάλυπτα. (4) unconcealed, open, direct (syn απροκάλυπτος, ανοιχτός) (οι σάτιρες) συχνά … έφταναν και ως την ακάλυπτη απειλή (Dimaras). (5) based on, or offering, no collateral or guarantee, of debtor ο οφειλέτης είναι ~. (a) having insufficient collateral in precious metals, esp gold, of paper money ακάλυπτο χαρτονόμισμα. (b) without collateral in assets or in bank deposits (syn χωρίς αντίκρυσμα) ακάλυπτο δάνειο on insufficient funds, rubber check, bad check (Brit dud cheque). [fr AG ἀκάλυπτος, cpd w. AG καλυπτός]