Πρώτα απ’ όλα, τα γνωστά και σίγουρα:
Η osmosis είναι ώσμωση. Όχιόσμωση, δεν έχει σχέση με την οσμή. Στη δεκαετία του 1830 έπλασαν έξω τους όρους endosmosis και exosmosis από το ένδον και το έξω και τον ωσμό (ο ωσμός = ώση, σπρώξιμο, από το ωθώ). Το 1867 είπαν «Δε φτιάχνουμε και την osmosis;» — και μας τυραννά από τότε. Από το 1889 (λέει το ΛΝΕΓ) έχουμε στα ελληνικά την ώσμωση. Ως εδώ, κανένα πρόβλημα (κι ας επιμένει το διαδίκτυο, σχεδόν «οσμολαγνικά», με συντριπτικά περισσότερες οσμώσεις — ας κάνουμε ότι δεν τις βλέπουμε).
Με το επίθετο, osmotic, ωσμωτικός, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Ούτε με την ωσμωτικότητα. Λογικοί οι σχηματισμοί, όπως οργάνωση, οργανωτικός, οργανωτικότητα. Για την ωσμωτικότητα αντιγράφω από το διαδίκτυο το εξής χρήσιμο:
Osmolarity is a measure of the osmoles of solute per liter of solution, while the osmolality is a measure of the osmoles of solute per kilogram of solvent.
Ωσμωμοριακότητα (Osmolarity): Ο συνολικός αριθμός των γραμμομορίων των διαλυμένων και ωσμωτικά ενεργά (;) ουσιών σε ένα λίτρο διαλύματος.
Ωσμωτικότητα (Osmolality): Ο συνολικός αριθμός των γραμμομορίων των διαλυμένων και ωσμωτικά ενεργά (;) ουσιών ανά Kg διαλύματος.
Το πρόβλημα αρχίζει με τα σύνθετα. Στο ΛΝΕΓ (και το Ορθογραφικό του Κέντρου) βρίσκω: ωσμογράφος (osmograph), ωσμομετρία (osmometry), ωσμόμετρο (osmometer), ωσμοσκόπιο (άχρηστο συνώνυμο του ωσμόμετρου, ιδίως αφού το αγγλικό osmoscope είναι οσμοσκόπιο, ανιχνεύει και μετράει οσμές — σαν το άλλο οσμόμετρο). [Τα αγγλικά στις παρενθέσεις είναι δικά μου, δεν έγιναν δίγλωσσα τα λεξικά του Κέντρου.]
Στο Λεξικό του Παπύρου, τα ίδια υπάρχουν και έτσι και με ωσμω– (π.χ. ωσμώμετρο), παρέα με την ταλαίπωρη ωσμορρύθμιση (osmoregulation), που απ’ όλη την ομάδα έχει τις περισσότερες διαδικτυακές ποικιλίες: και ωσμορύθμιση και ωσμωρρύθμιση και ωσμωρύθμιση, άστε πια τηνοσμο(ρ)ρύθμιση! Πλήθος τα ωσμω— και στο διαδίκτυο, με ωσμω— και στην εγκυκλοπαίδεια του Παπύρου.
Η προσωπική μου, ελπίζω (λεξι)λογική, άποψη:
Όλες αυτές οι σύνθετες με ωσμο– δίνουν την εντύπωση ότι έχουν σχέση με τον ωσμό και όχι με την ώσμωση. Το ωσμόμετρο που μετράει την ωσμωτική πίεση και όχι τον ωσμό θα έπρεπε κανονικά να είναι ωσμωσίμετρο, όπως το πολωσίμετρο (polarimeter).
Έχει προτιμηθεί ωστόσο η οικονομία του αγγλικού όρου. Εφόσον έχει προτιμηθεί αυτή η οικονομία και αντιστοιχία, θα πρέπει να επιλέξουμε τη γραφή με ωσμο—, οπότε:
osmosis = ώσμωση
osmotic pressure = ωσμωτική πίεση
osmolality = ωσμωτικότητα
osmometer = ωσμόμετρο
osmoregulation = ωσμορρύθμιση
osmolytes (organic compounds affecting osmosis) = ωσμολύτες
αλλά:
osmometer = οσμόμετρο (όταν μετράει οσμές)
osmology = οσμολογία
osmolagnia = οσμολαγνεία
Η osmosis είναι ώσμωση. Όχι
Με το επίθετο, osmotic, ωσμωτικός, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Ούτε με την ωσμωτικότητα. Λογικοί οι σχηματισμοί, όπως οργάνωση, οργανωτικός, οργανωτικότητα. Για την ωσμωτικότητα αντιγράφω από το διαδίκτυο το εξής χρήσιμο:
Osmolarity is a measure of the osmoles of solute per liter of solution, while the osmolality is a measure of the osmoles of solute per kilogram of solvent.
Ωσμωμοριακότητα (Osmolarity): Ο συνολικός αριθμός των γραμμομορίων των διαλυμένων και ωσμωτικά ενεργά (;) ουσιών σε ένα λίτρο διαλύματος.
Ωσμωτικότητα (Osmolality): Ο συνολικός αριθμός των γραμμομορίων των διαλυμένων και ωσμωτικά ενεργά (;) ουσιών ανά Kg διαλύματος.
Το πρόβλημα αρχίζει με τα σύνθετα. Στο ΛΝΕΓ (και το Ορθογραφικό του Κέντρου) βρίσκω: ωσμογράφος (osmograph), ωσμομετρία (osmometry), ωσμόμετρο (osmometer), ωσμοσκόπιο (άχρηστο συνώνυμο του ωσμόμετρου, ιδίως αφού το αγγλικό osmoscope είναι οσμοσκόπιο, ανιχνεύει και μετράει οσμές — σαν το άλλο οσμόμετρο). [Τα αγγλικά στις παρενθέσεις είναι δικά μου, δεν έγιναν δίγλωσσα τα λεξικά του Κέντρου.]
Στο Λεξικό του Παπύρου, τα ίδια υπάρχουν και έτσι και με ωσμω– (π.χ. ωσμώμετρο), παρέα με την ταλαίπωρη ωσμορρύθμιση (osmoregulation), που απ’ όλη την ομάδα έχει τις περισσότερες διαδικτυακές ποικιλίες: και ωσμορύθμιση και ωσμωρρύθμιση και ωσμωρύθμιση, άστε πια την
Η προσωπική μου, ελπίζω (λεξι)λογική, άποψη:
Όλες αυτές οι σύνθετες με ωσμο– δίνουν την εντύπωση ότι έχουν σχέση με τον ωσμό και όχι με την ώσμωση. Το ωσμόμετρο που μετράει την ωσμωτική πίεση και όχι τον ωσμό θα έπρεπε κανονικά να είναι ωσμωσίμετρο, όπως το πολωσίμετρο (polarimeter).
Έχει προτιμηθεί ωστόσο η οικονομία του αγγλικού όρου. Εφόσον έχει προτιμηθεί αυτή η οικονομία και αντιστοιχία, θα πρέπει να επιλέξουμε τη γραφή με ωσμο—, οπότε:
osmosis = ώσμωση
osmotic pressure = ωσμωτική πίεση
osmolality = ωσμωτικότητα
osmometer = ωσμόμετρο
osmoregulation = ωσμορρύθμιση
osmolytes (organic compounds affecting osmosis) = ωσμολύτες
αλλά:
osmometer = οσμόμετρο (όταν μετράει οσμές)
osmology = οσμολογία
osmolagnia = οσμολαγνεία